Επιχειρείν

Η συμβολή του ETS στην πράσινη μετάβαση της ΕΕ

Το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS) είναι ένα εργαλείο που αναπτύχθηκε για τον περιορισμό της ρύπανσης, το οποίο υποχρεώνει τους ρυπαίνοντες να μειώσουν τις εκπομπές τους, δημιουργώντας παράλληλα οικονομικά κίνητρα

Για περισσότερο από μία δεκαετία, η ΕΕ εργάζεται για να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG) με τη βοήθεια του πρώτου, μεγαλύτερου και μακροβιότερου διεθνούς συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στον κόσμο. Το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS) είναι ένα εργαλείο που αναπτύχθηκε για τον περιορισμό της ρύπανσης, το οποίο υποχρεώνει τους ρυπαίνοντες να μειώσουν τις εκπομπές τους, δημιουργώντας παράλληλα οικονομικά κίνητρα. Σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», το ETS ορίζει μία τιμή στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τις βιομηχανίες (π.χ. τσιμέντου και σιδήρου) που είναι υψηλοί χρήστες ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τις αερομεταφορές στην Ευρώπη. Βιομηχανίες οι οποίες στο σύνολό τους ευθύνονται για περίπου το 40% των συνολικών εκπομπών της ΕΕ.

Κάθε χρόνο, ένας σταθερός αριθμός δικαιωμάτων, που είναι το νόμισμα της αγοράς εκπομπών CO2, εκδίδεται από τo ETS και οι εταιρείες που συμμετέχουν, οφείλουν να διαθέτουν αρκετά δικαιώματα ούτως ώστε να καλύψουν τις εκπομπές τους, διαφορετικά βρίσκονται αντιμέτωπες με την επιβολή προστίμων. Εάν μία εταιρεία δεν έχει αρκετά δικαιώματα, τότε έχει τη δυνατότητα να αγοράσει επιπλέον δικαιώματα από άλλο συμμετέχοντα, ενώ σε περίπτωση που μία εταιρεία δεν κάνει χρήση όλων της των δικαιωμάτων, τότε τις επιτρέπεται να τα πωλήσει σε άλλο συμμετέχοντα. Το ανώτατο όριο που τίθεται από την ΕΕ ορίζει τον μέγιστο όγκο εκπομπών που μπορούν να εκπέμψουν οι συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια μίας φάσης συναλλαγών και αντιστοιχεί στον αριθμό των δικαιωμάτων που εκδίδονται για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ακόμα, το ανώτατο όριο μειώνεται ετησίως για να διασφαλιστεί ότι οι εκπομπές μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, δημιουργώντας βεβαιότητα σχετικά με την αναμενόμενη έλλειψη δικαιωμάτων.

Το ETS, το οποίο ξεκίνησε το 2005, λειτουργεί τώρα στην τέταρτη εμπορική του φάση (2021-2030) και καλύπτει περίπου το 36% των εκπομπών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της Ισλανδίας, του Λιχτενστάιν και της Νορβηγίας. Ο πλειστηριασμός μέσω του European Energy Exchange AG (EEX) είναι η κύρια μέθοδος κατανομής δικαιωμάτων στο ETS, αντιπροσωπεύοντας έως και 57% του ανώτατου ορίου. Ο κανονισμός για τους πλειστηριασμούς ορίζει κανόνες που διασφαλίζουν ότι οι πλειστηριασμοί διεξάγονται με ανοικτό, διαφανή, εναρμονισμένο και αμερόληπτο τρόπο. Καθορίζει το χρονοδιάγραμμα, τη διαχείριση και άλλες πτυχές της δημοπρασίας δικαιωμάτων εκπομπών. Από τη μέρα λειτουργίας του, το ETS συνέβαλε στη μείωση των εκπομπών από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και βιομηχανίας κατά 37,3%, ενώ δημιούργησε έσοδα από δημοπρασίες άνω των 152 δισεκατομμυρίων ευρώ, για διανομή στα κράτη μέλη. Σε συντριπτική πλειοψηφία, τα κράτη μέλη χρησιμοποίησαν αυτά τα έσοδα για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στον ενεργειακό μετασχηματισμό και την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, καθώς και κοινωνικά μέτρα για τη στήριξη της πράσινης μετάβασης.

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές GHG έως το 2030 σε τουλάχιστον 55% κάτω από τα επίπεδα του 1990. Ως επακόλουθο, το 2023 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο της ΕΕ ενέκριναν το «Fit for 55», μια δέσμη νομοθετικών προτάσεων που σχετίζονται με το κλίμα, οι περισσότερες από τις οποίες θα τεθούν σε ισχύ από το 2024 και εντεύθεν. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η μεταρρύθμιση του ETS. Το πεδίο της εμπορίας εκπομπών πλέον έχει επεκταθεί στις θαλάσσιες μεταφορές στο πλαίσιο του υφιστάμενου ETS, ενώ από το 2027 μέσω της δημιουργίας του νέου συστήματος εμπορίας εκπομπών (ETS 2) θα επεκταθεί και στα κτήρια, τις οδικές μεταφορές και τη βιομηχανία μικρών εκπομπών.

Από τον Ιανουάριο του 2024, το ETS θα καλύπτει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τις θαλάσσιες μεταφορές και θα διασφαλίζει ότι ο τομέας συμβάλλει στους κλιματικούς στόχους της ΕΕ. Οι θαλάσσιες μεταφορές είναι ένας σημαντικός παράγοντας εκπομπής CO2, υπεύθυνος για περίπου το 3-4% των συνολικών εκπομπών CO2 της ΕΕ, αφού περιλαμβάνει όλες τις εκπομπές από τα ταξίδια προς και από την ΕΕ. Αρχικά, θα αφορά μόνο τις εκπομπές CO2 και από το 2026 τις εκπομπές CH4 (μεθάνιο) και N2O (υποξείδιο του αζώτου), εκπομπές οι οποίες υπάγονται στο GHG. Στην αναθεωρημένη οδηγία θα συμπεριλαμβάνονται το 50% των εκπομπών από όλα τα μεγάλα πλοία (με χωρητικότητα 5,000 G.T. και άνω) που ξεκινούν ή τελειώνουν εκτός ΕΕ και το 100% μεταξύ δύο λιμένων της ΕΕ, ανεξάρτητα από τη σημαία που φέρουν. Αυτό θα δώσει περαιτέρω κίνητρα για ενεργειακή απόδοση, λύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα και μειώσεις στη διαφορά τιμής μεταξύ εναλλακτικών καυσίμων και παραδοσιακών καυσίμων για τη θάλασσα. Οι υποχρεώσεις του ETS για τον ναυτιλιακό τομέα θα εισαχθούν σταδιακά όπου κατά τη διάρκεια μιας αρχικής σταδιακής περιόδου, η ναυτιλία θα είναι υποχρεωμένη να διαθέσει δικαιώματα μόνο για ένα μέρος των εκπομπών τους όπως ορίζεται παρακάτω:

  • 2025: για το 40% των εκπομπών τους που αναφέρθηκαν το 2024.
  • 2026: για το 70% των εκπομπών τους που αναφέρθηκαν το 2025.
  • 2027 και μετά: για το 100% των αναφερόμενων εκπομπών τους το 2026 και τα επόμενα έτη.

Εν κατακλείδι, το ETS διασφαλίζει ότι οι ρυπαίνοντες πληρώνουν για τις εκπομπές GHG αναλογικά με τον όγκο και την οικονομικά αποδοτική παραγωγή τους. Παράλληλα, ελέγχεται η ρύπανση και αναπτύσσονται οικονομικά κίνητρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων. Με την επέκτασή του σε νέες βιομηχανίες, συμβάλλει στην περαιτέρω μείωση των εκπομπών GHG και δημιουργεί επιπλέον έσοδα για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης στην ΕΕ.

*Advisor II, Risk Consulting, KPMG Cyprus