Αναλύσεις

Μάρκος Δράκος: 67 χρόνια από την ημέρα της θυσίας του

Ο θρυλικός «Λυκούργος», ο «Αρχιαντάρτης» της ΕΟΚΑ

Στο Πάνθεον των Ηρώων της θρυλικής ΕΟΚΑ ξεχωριστή θέση κατέχει, δικαιωματικά, ο Μάρκος Δράκος, ο «Λυκούργος» της Οργάνωσης. Ο Γενναίος Αγωνιστής, ο Έλληνας, ο θεοσεβής Χριστιανός, ο Άνθρωπος, ο Υπέροχος Αγωνιστής. Όσοι τον έζησαν κι όσοι τον γνώρισαν, μίλησαν γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ, Διγενής, όλοι οι συναγωνιστές του στην πόλη και στο βουνό, οι γονείς του και η μεγαλύτερη αδελφή του, Μεγαλύνη, πλέκουν δοξαστικά εγκώμια. Γιατί ο Μάρκος Δράκος είχε γίνει γνωστός σ’ όλη την αγωνιζόμενη Κύπρο, προτού ακόμη προσφέρει τη νεανική ζωή του θυσία στον ιερό βωμό της Πατρίδας.

Ο Αρχηγός Διγενής, με τον οποίο είχε ζήσει στα κρησφύγετα του Κύκκου, έτρεφε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Δράκο και του ανέθετε πολύ εμπιστευτικές αποστολές. Την ευθυκρισία και τη θεοσέβειά του την εκτιμούσε ιδιαίτερα, μαζί με την παλληκαριά και τα ηγετικά του προσόντα. Μια τέτοια αποστολή εμπιστοσύνης και ευθυκρισίας τού είχε αναθέσει ο Αρχηγός στην περίπτωση του Νεόφυτου Σοφοκλέους. Ο ίδιος ο Σοφοκλέους, σε μια εκ βαθέων συνέντευξή του, μου ανέφερε και τα εξής: «Μετά, που τοποθέτησα τη βόμβα στο κρεβάτι του κυβερνήτη στρατάρχη Χάρντινγκ, αλλά δυστυχώς εκείνη δεν εκράγηκε, αγωνιστές με μετέφεραν στη Σολέα και απ’ εκεί ο Σόλων Λοΐζου με πήρε με το αυτοκίνητό του στον Κύκκο, χωρίς εκ των προτέρων να ενημερωθεί ο πάντοτε καχύποπτος Αρχηγός. Μετά από μια σύντομη ανάκριση με απομόνωσε και στη συνέχεια με έστειλε στο κρησφύγετο της ομάδας του Αντώνη Γεωργιάδη, μέχρι να πάρει τελική απόφαση. Εκεί η ζωή μου ήταν μαρτυρική. Ο αντάρτες με είχαν απομονωμένο και δεν μου μιλούσαν. Με θεωρούσαν πράκτορα των Άγγλων. Ευτυχώς που ήρθε ο μακαρίτης ο Δράκος για να με λυτρώσει.

»Τον έστειλε ο Αρχηγός για να με ανακρίνει. Γνώριζε ότι εκεί τελούσα σε απομόνωση. Όταν έφθασε, με πήρε παράμερα και άρχισε την ‘‘ανάκριση’’. Με ρώτησε πώς έβαλα τη βόμβα στο κρεβάτι του κυβερνήτη, πώς διέφυγα, ποιους αγωνιστές γνώριζα, πώς κατόρθωσα να φτάσω στη Σολιά και μετά να με φέρουν στον Κύκκο. Του απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις που μου υπέβαλε και είχε αντιληφθεί ότι του έλεγα την αλήθεια. Γύρισε στον Κύκκο, έκανε αναφορά στον Αρχηγό και τον διαβεβαίωσε ότι ήμουν ‘‘καθαρός’’. Ο Αρχηγός πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις του Δράκου και με κράτησε κοντά τους. Αργότερα, μετά τον θάνατο του Δράκου, με έκανε Τομεάρχη».

Για τη θεοσέβεια αλλά ταυτόχρονα για την αγωνιστική διάθεση του Δράκου θα πει, μετά τη θυσία του, ο συναγωνιστής στο αντάρτικο, Ευτύχιος Σαλάτας: «Προτού ξεκινήσουμε για την πρώτη μας ενέδρα η ομάδα ‘‘Ουρανός’’, μας συγκέντρωσε ο Μάρκος εκεί στο κρησφύγετο, πίσω από το Θρονί. Κάναμε προσευχή. Μίλησε ο Μάρκος στην προσευχή. Κλαίγαμε όλοι ακούγοντας τα λόγια του: ‘‘Θεέ μου, συγχώρα μας γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε, δηλαδή να σκοτώσουμε ανθρώπους. Είμαστε υπόχρεοι να το κάνουμε, για την ελευθερία της πατρίδας μας’’».

Για την αγωνιστική δράση του Μάρκου μίλησαν συναγωνιστές του και γράφτηκαν πολλά, για τον ανυπότακτο, τον γενναίο πολεμιστή, τον αρχιαντάρτη, αγνό Έλληνα πατριδολάτρη και ευσεβέστατο χριστιανό. Ήταν, κατά γενικήν ομολογίαν, απ’ όλα ο Μάρκος του Κυριάκου και της Δέσποινας, από την πανέμορφη σκλαβωμένη σήμερα Λεύκα. Ο ήρωας που έπεσε στο πεδίο της τιμής γύρω στα μεσάνυκτα της 18ης Γενάρη 1957, σ’ ένα ύψωμα μεταξύ Σινά Όρους και Ευρύχου. Μια παγερή νύχτα, που το χαλάζι και το χιονόνερο έπεφταν σχεδόν ασταμάτητα. Είναι γνωστό ότι ο ήρωας με την ομάδα του είχαν ανατινάξει λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Μαρτίου, προς τη θρυλική Πρωταπριλιά, τον κρατικό ραδιοσταθμό στην Αθαλάσσα. Όπως είναι γνωστή η σύλληψη και ο εγκλεισμός του με άλλους αγωνιστές στο Φρούριο της Κερύνειας, απ’ όπου απέδρασαν όλοι. Τραγούδι έγιναν οι ενέδρες του στα βουνά του Κύκκου και της Μαραθάσας. Οι Βρετανοί, όπως θ’ αποκαλύψει την ημέρα της θυσίας του αξιωματικός του συντάγματος Σάφοξ, που είχε πάρει μέρος στις έρευνες της Σολιάς, θεωρούσαν τον Μάρκο Δράκο ως τον πιο επικίνδυνο ηγέτη ανταρτών της ΕΟΚΑ. Γι’ αυτό πανηγύριζαν τον θάνατό του.

Θυμάμαι κείνες τις μέρες που ο Μάρκος Δράκος, με την ομάδα του, έφτασε κυνηγημένος στη Σολιά. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Το χιόνι, το χιονόνερο, το χαλάζι και οι καταρρακτώδεις βροχές έπεφταν διαδοχικά. Ο νονός μου, Αντρέας Παπαδόπουλος, που είχε επικοινωνήσει με τον Τομεάρχη μας, Φρίξο Δημητριάδη, γνώριζε ότι ο Δράκος και οι σύντροφοί του θα έρχονταν κυνηγημένοι στη Σολιά, αλλά από ποιο ακριβώς μέρος δεν ήξερε. Διότι οι αντάρτες γνώριζαν τα κατατόπια της περιοχής. Από το πρωί της 18ης Ιανουαρίου ανέθεσε σ’ εμένα ,τον Αντρέα Στρογγυλό και τον Αυγουστή Σπύρου να πηγαινοερχόμαστε στην περιοχή Αγίου Γεωργίου, Χολετρούς, μέχρι τα Συναουρκώτικα και αν συναντούσαμε αντάρτες να τους κρατήσουμε μέχρι να έρθει ένας από εμάς να τον ενημερώσει. Μέχρι το μεσημέρι δεν φάνηκε κανένας και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας για φαγητό και ν’ αλλάξουμε και ρούχα, γιατί ήμασταν μουσκίδι από τη χαλαζοθύελλα και τη βροχή που έπεφταν διαδοχικά αδιάκοπα.

Πήγα στον Παπαδόπουλο, που ήταν νονός μου και έμενα στο σπίτι του, τον ενημέρωσα ότι δεν παρατηρήθηκε καμιά κίνηση, ούτε ανταρτών, ούτε στρατιωτών, έφαγα, άλλαξα ρούχα και περίμενα τον Στρογγυλό και τον Αυγουστή για να γυρίσουμε στον Άη Γιώργη και τη Χολετρού, να συνεχίσουμε την επιτήρηση της περιοχής. Στο μεταξύ, είχαν σταματήσει η βροχή και το χαλάζι και όταν πήγαμε πίσω στη Χολετρού, βρήκαμε την γριά Ερατώ Γιώργου Πήττα, του επιλεγόμενου Γερμανού, να βόσκει τις κατσίκες της. Την ρωτήσαμε αν είδε καμιά κίνηση εκεί και η γριά Ερατώ, αθώα και ανύποπτη, μας είπε: «Πριν λλίην ώραν επεράσασιν πόξω που το νεκροταφείον πεντέξι κοπέλια τζι ετραβήσαν κατά του Σιναόρου». Καταλάβαμε ότι τα «κοπέλια» που πέρασαν ήταν ο Μάρκος Δράκος με τους αντάρτες του, οι οποίοι προχώρησαν στο καθορισμένο σημείο που είχαν συνεννοηθεί την προηγούμενη ημέρα με τον τομεάρχη Φρίξο Δημητριάδη.

Στο μεταξύ, ξανάρχισε το χαλάζι και το χιονόνερο, που εξελίχθηκαν σε χιονόπτωση. Κάτω από αντίξοες συνθήκες, οι αντάρτες άρχισαν να σκάφτουν κρησφύγετο με τσάπες και φτυάρια, που τους είχαν πάρει ο Φρίξος Δημητριάδης με τον αδελφό του Μιχαλάκη. Το βράδυ, που ήταν συνεννοημένοι να πάρουν τους τσίγγους για το κρησφύγετο, Βρετανοί στρατιώτες είχαν ζώσει την περιοχή και οι αδελφοί Δημητριάδη, για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη, γύρισαν χωρίς να συναντηθούν με τους αντάρτες, που τους περίμεναν. Όταν πέρασε η προκαθορισμένη ώρα για τη συνάντηση, οι αντάρτες άρχισαν ν’ ανησυχούν. Ήταν πια βέβαιοι ότι η περιοχή όπου βρίσκονταν είχε καταληφθεί από στρατιώτες και αποφάσισαν να μετακινηθούν με προφύλαξη προς την Κατύδατα, που ήταν ο τελικός προορισμός τους.

Ενώ προχωρούσαν μέσα στα αστραπόβροντα, με τον Δράκο να προπορεύεται, μια αστραπή τον βρήκε αντιμέτωπο με ενεδρεύοντα στρατιώτη. Ο Δράκος άνοιξε αμέσως πυρ, ο στρατιώτης ανταπέδωσε και ακολούθησαν κι άλλοι πυροβολισμοί από στρατιώτες και τους αντάρτες που ακολουθούσαν τον Δράκο. Στη σύγκρουση ο Δράκος έπεσε νεκρός και ο Κώστας Λοΐζου τραυματίστηκε στο πόδι. Η ομάδα προχώρησε στην Κατύδατα και η σορός του ήρωα βρέθηκε την άλλη ημέρα από τους στρατιώτες. Τον έδεσαν σε ξύλα, τον μετέφεραν στον δρόμο και τον τοποθέτησαν σε μικρό στρατιωτικό αυτοκίνητο, με τα πόδια του ήρωα να κρέμονται έξω. Εκεί, στην Κακοπετριά, αστυνομικό λαντ-ρόβερ, που ανέμενε στην είσοδο του χωριού, μπήκε μπροστά από το στρατιωτικό όχημα και άρχισαν τη διαπόμπευση του ήρωα, σε μια μακάβρια προσπάθεια τρομοκράτησης των κατοίκων. Επικουρικός αστυνομικός μετέδιδε από το λαντ-ρόβερ με τηλεβόα: «Ελάτε να δείτε τι παθαίνουν οι τρομοκράτες. Ο αρχιτρομοκράτης Μάρκος Δράκος σκοτώθηκε ψες από ηρωικούς Άγγλους στρατιώτες σε μάχη. Οι σύντροφοί του το έσκασαν και τον άφησαν εκεί. Έτσι θα πάθουν όλοι οι τρομοκράτες της ΕΟΚΑ και όσοι τους υποστηρίζουν ή τους προστατεύουν». Σε κάθε συμβολή δρόμων του χωριού τα δύο αυτοκίνητα σταματούσαν και ο Τούρκος επικουρικός διαλαλούσε τις απειλές. Όταν τα αυτοκίνητα έκαναν τρεις γύρους του χωριού, αποχώρησαν.

Το βράδυ, εκεί που καθόμασταν γύρω από τη σόμπα στο καφενείο του Χαράλαμπου Κυπραίου, μπήκε χαμογελώντας ένας αξιωματικός των Σάφοξ. Κάθισε, παρήγγειλε ουίσκι και κάλεσε στο τραπέζι του τον Λεύκο Οικονομίδη να τον κεράσει. Ο Λεύκος, απορημένος, τον ρώτησε με ποια ευκαιρία κερνά κι εκείνος, μ’ ένα χαιρέκακο ύφος, του απάντησε: «Σκοτώσαμε ψες τον πιο σκληρό και αιμοβόρο τρομοκράτη της ΕΟΚΑ, τον Μάρκο Δράκο. Οι άλλοι τρομοκράτες του Γρίβα μετά από ολιγόλεπτη ενέδρα το βάζουν στα πόδια. Ο Δράκος, προτού εγκαταλείψει τις ενέδρες που μας έστηνε, κατέβαινε να δει αν τα θύματά του ήταν νεκρά ή τραυματισμένα. Και αν υπήρχαν τραυματίες, τους έδινε τη χαριστική βολή προτού αποχωρήσει».

Τη λύσσα τους για τον ήρωα οι «πολιτισμένοι» Βρετανοί την εκδήλωσαν ξεδιάντροπα, όταν αρνήθηκαν να δώσουν το σεπτό του σκήνωμα στους γονείς, τ’ αδέρφια και συγγενείς του. Νυχτιάτικα κάλεσαν τον ιερέα των Φυλακών, Παπαντώνη Ερωτοκρίτου και έκανε τη νεκρώσιμη ακολουθία εκεί, στις Κεντρικές Φυλακές. Έχουν περάσει 67 χρόνια από τότε, αλλά η μνήμη του Μάρκου Δράκου παραμένει αγέραστη. Και η θυσία του έχει καταστεί οδηγός για κάθε Έλληνα της Κύπρου, που ζητεί και διεκδικεί την απελευθέρωση της Κύπρου. Ο Μάρκος Δράκος οδηγεί τον λαό μας στον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος.