Αναλύσεις

20 Ιουλίου 1974: Ο τουρκικός Αττίλας πλήττει την Κύπρο

50ή μαύρη επέτειος της εισβολής

Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ένα γεγονός που αποτελεί για τον Ελληνισμό του νησιού μας εθνική τραγωδία και για σύμπαντα τον Ελληνισμό το φοβερότερο πλήγμα που δέχθηκε στη σύγχρονη ιστορία του. Ήταν μια δεύτερη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πληγές που άνοιξε ο τουρκικός Αττίλας στο σώμα της Κύπρου δεν έχουν ακόμα επουλωθεί.

Η έναρξη της εισβολής

Η βάρβαρη επίθεση των εισβολέων του τουρκικού στρατού άρχισε στις 5.20 η ώρα ακριβώς της 20ής Ιουλίου, σύμφωνα με την κατάθεση του εκτελούντος χρέη Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ταξίαρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, με ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών και απόβαση εχθρικών δυνάμεων στην περιοχή Πέντε Μίλι, ανατολικά της Κερύνειας. Μπροστά σ’ αυτήν την απρόκλητη, εγκληματική τουρκική ενέργεια, η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς επέδειξε ασυγχώρητη απάθεια και ολιγωρία. Ο Διοικητής της δεν στάθηκε στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων. Δεν έδωσε καμιά διαταγή για την εφαρμογή του σχεδίου άμυνας της Κύπρου με τον κωδικό «Κ», αφήνοντας τους εισβολείς να πλήττουν ανενόχλητοι τις ακτές της Κερύνειας και να αποβιβάζουν άντρες και πολεμικό υλικό στο Πέντε Μίλι, ενώ τα πολεμικά τους σκάφη σφυροκοπούσαν με τα κανόνια τους τις ακτές της Κύπρου από την Κερύνεια μέχρι τα Πάναγρα και τον Κορμακίτη. Την ίδια ώρα τα τουρκικά μαχητικά βομβάρδιζαν ανενόχλητα στόχους της Εθνικής Φρουράς και την ΕΛΔΥΚ, ενώ τα εχθρικά μεταγωγικά έρριπταν αλεξιπτωτιστές στον θύλακο Μπογαζίου - Αγύρτας - Κιόνελι.

Η λήψη κατάλληλων θέσεων από τις προβλεπόμενες δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και η προσβολή του εισβολέα με τον κατάλληλο οπλισμό δεν έγινε. Επίσης, η εξουδετέρωση των τουρκοκυπριακών θυλάκων, που ήταν αναμφισβήτητα επιβαλλομένη ενέργεια, γιατί απέκλειε την ταχεία διεύρυνση του εχθρικού προγεφυρώματος και δημιουργούσε συγχρόνως ευνοϊκές προϋποθέσεις για επίθεση των φιλίων δυνάμεων, σε συνδυασμό με άλλες δυνάμεις κατά του προγεφυρώματος, καθυστέρησε αδικαιολόγητα. Η πλήρης ανικανότητα της Διοίκησης του ΓΕΕΦ ν’ ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες της κρίσιμης στιγμής, αλλά και στην εκτέλεση του επιβαλλόμενου στρατιωτικού καθήκοντος, αποτέλεσε την κύρια αιτία της καθυστέρησης, η οποία επέτρεψε στους εισβολείς να αποβιβάζονται σχεδόν ανενόχλητοι.

Σύμφωνα με έγκυρους στρατιωτικούς αναλυτές, η αδράνεια του ΓΕΕΦ στην πιο κρίσιμη καμπή της έναρξης της εισβολής οφείλεται στους παρακάτω λόγους:

Α. Μη έκδοση συγκεκριμένων διαταγών.

Β. Αδυναμία - ανικανότητα αποτελεσματικού επιχειρησιακού ελέγχου από το ΓΕΕΦ.

Γ. Πλήρης σύγχυση για τις επιβαλλόμενες επιχειρησιακές ενέργειες.

Δ. Έλλειψη ηθικού σε όλα τα κλιμάκια Διοίκησης, όχι μόνο λόγω της εισβολής αλλά και λόγω του προηγηθέντος πραξικοπήματος.

Ε. Μηδενική έως μέτρια επαγγελματική ικανότητα στελεχών, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, ειδικότερα κατώτερων αξιωματικών.

ΣΤ. Πλήρης αποδιοργάνωση διατάξεων μάχης και στο σύνολο των μονάδων της Εθνοφρουράς, που πήραν μέρος στο πραξικόπημα.

Η αποδιοργάνωση αυτή προκάλεσε την ανατροπή των σχεδίων της άμυνας της Νήσου. Ουσιαστικά υπήρξε πλήρης απουσία της ανώτατης διοίκησης, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς να μη λάβουν μέρος σε καμιά σύγκρουση με τον εχθρό. Για την ανικανότητα της ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς και την αποδιοργάνωση-ανατροπή των σχεδίων αμύνης συνένοχη είναι και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας. Όχι μόνο του Αρχηγού στρατηγού Μπονάνου, αλλά και των διοικητών Ναυτικού, αντιναύαρχου Πέτρου Αραπάκη και Αεροπορίας, αντιπτέραχου Αλέξανδρου Παπανικολάου. Κοντά σ’ αυτούς και άλλοι υφιστάμενοί τους ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί και διοικητές επιτελικών γραφείων, όπως οι υποστράτηγοι Χανιώτης και Πολίτης. Διότι σε επίμονες αιτήσεις-παρακλήσεις από την πλήρως συγχυσμένη ηγεσία του ΓΕΕΦ, πώς έπρεπε να ενεργήσει, απαντούσαν καθησυχαστικά, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για ασκήσεις των Τούρκων και συνιστούσαν «αυτοσυγκράτηση», ένα όρο άγνωστο μέχρι τότε στη στρατιωτική ορολογία.

Σύμφωνα με τις καταθέσεις αξιωματικών που πολέμησαν στην Κύπρο ή υπηρετούσαν στην Ελλάδα και έφθασαν αργότερα μέχρι τον βαθμό του στρατηγού, η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς πελαγοδρομούσε και περιοριζόταν:

Α) Να ανακυκλώνει συνεχώς τις ψεύτικες πληροφορίες για ύποπτες κινήσεις βουλγαρικών δυνάμεων προς τα ελληνικά σύνορα, για ύποπτες κινήσεις ρωσικών αεροπορικών δυνάμεων και άλλων χωρών και να δικαιολογεί έτσι την εγκληματική της αδράνεια, αφήνοντας την Κύπρο στο έλεος του Αττίλα.

Β) Να προβαίνει σε θεατρικές ενέργειες, που καταρράκωναν τις Ένοπλες Δυνάμεις, όπως:

i) Ο απόπλους των δύο υποβρυχίων στις 15.15 της 19ης Ιουλίου, διατάχθηκε όταν ήταν πια φανερό ότι η τουρκική εισβολή ήταν θέμα λίγων μόνο ωρών, για μια διαδρομή διάρκειας 50 ωρών.

ii) Ο Αραπάκης, που έκανε τις διαπραγματεύσεις με τον Σίσκο για κατάπαυση του πυρός, εξέδωσε διαταγή απόπλου των δύο υποβρυχίων, πολύ καθυστερημένα, το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου, γνωρίζοντας ότι στις 16 η ώρα της ίδιας ημέρας θα ανακοινωνόταν επίσημα η κατάπαυση του πυρός.

iii) Οι αεροπορικές δυνάμεις που κηρύχθηκαν σ’ ετοιμότητα από τις 18 Ιουλίου βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στην αποστολή τους, εκτός εκείνης της αερομεταφοράς της 1ης Μοίρας Καταδρομών, που κατέπεσε και συνετρίβη στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, από φίλια πυρά.

Σύμφωνα με έγκυρους, Έλληνες, ξένους και Τούρκους ακόμη πολεμικούς αναλυτές, η εκτέλεση της επιχείρησης «Αττίλας» ήταν φιάσκο. Και αν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις επενέβαιναν έγκαιρα, οι Τούρκοι θα πάθαιναν συμφορά. Χαρακτηριστικές είναι εν προκειμένω οι δηλώσεις των Τούρκων στρατηγών, που είχαν εμπλακεί στην εισβολή:

Στρατηγός Μπενρεντίν Ντεμιρέλ, Διοικητής της 39ης Μεραρχίας, που είχε αναλάβει την επιχείρηση της εισβολής: «Αναρωτιέμαι σήμερα, αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη, τι θα κάναμε. Ήταν ποτέ δυνατό, αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θ’ άρχιζε το πρωί της 20ής Ιουλίου, να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνήσουμε κιόλας; Υπήρχε επαρκής χρόνος;».

Πτέραρχος Εμίν Άλπκαγια - Αρχηγός της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας: «Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είχαν ζήσει τις πιο αγωνιώδεις στιγμές της σύγχρονης ιστορίας τους, διότι αν επενέβαινε η ελληνική πολεμική αεροπορία και έπληττε τον τουρκικό αποβατικό στόλο, η επιχείρηση της εισβολής θα είχε δραματική κατάληξη και τα πάντα θα είχαν χαθεί για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις».

Στρατηγός Σαμπρί Εμβρέν: «Την πρώτη νύχτα της εισβολής υπήρχε σοβαρή αντίσταση από ελληνικής πλευράς στο όρος του Πενταδαχτύλου. Η αντίσταση αυτή πραγματικά έθεσε σε κίνδυνο την όλη επιχείρηση, να εκτυλιχθεί σε μεγάλο τουρκικό φιάσκο. Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, ακόμα δεν έχω καταλήξει, αν θα έπρεπε να γίνει αυτή η επιχείρηση. Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα το Κυπριακό δεν έχει διευθετηθεί».

Ο ίδιος στρατηγός εξέφρασε τους φόβους του μήπως όλα αυτά που έγιναν τότε αποδειχτούν τελικά μάταια και αν το αίμα που χύθηκε τότε, χύθηκε άδικα.

Η κατάληψη της Κερύνειας

Την πρώτη και τη δεύτερη μέρα της εισβολής, το κύριο βάρος του πολέμου, στον νοτιοδυτικό Πενταδάκτυλο, έπεσε στις καταδρομές, την ΕΛΔΥΚ και το 231 Τάγμα Πεζικού. Στις βουνοπλαγιές και τις κορυφογραμμές του Πενταδακτύλου δρούσαν οι Μοίρες Καταδρομών και εκπορθούσαν το ένα μετά το άλλο τα οχυρά των Τούρκων. Η ΕΛΔΥΚ, σε μια θυελλώδη επίθεση κατά της ΤΟΥΡΔΥΚ και των άλλων τουρκικών δυνάμεων στον θύλακο Τουρκοκυπριακής Συνοικίας Λευκωσίας - Κιόνελι - Αγύρτας - Μπογαζίου, πλησίαζε το αρχηγείο των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν σε απόγνωση, διότι έχασαν τον διοικητή και τον υποδιοικητή της μονάδας. Το 231 Τάγμα Πεζικού είχε εμπλακεί σε μάχες εναντίον μεικτών δυνάμεων - Τουρκοκυπρίων και αλεξιπτωτιστών που ρίχνονταν από μεταγωγικά της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας στον κάμπο Κιόνελι - Αγύρτας - Μπογαζίου.

Στη βορειοδυτική ακτή του Πενταδακτύλου, και συγκεκριμένα στο Έξι Μίλι - Πέντε Μίλι - Πλατάνια - Πικρό Νερό, οι λίγοι Τούρκοι που είχαν εισβάλει την προηγούμενη μέρα βρίσκονταν εγκλωβισμένοι. Όμως διέπραξε ασυγχώρητα λάθη η δική μας πλευρά. Αργοπόρησε ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Η ηγεσία του ΓΕΕΦ αναδείχθηκε ανίκανη και κατώτερη των περιστάσεων. Εγκληματικά λάθη της επέτρεψαν στους εισβολείς να αποβιβάζουν ανενόχλητοι στις 21 Ιουλίου ισχυρές δυνάμεις πεζικού, τεθωρακισμένων και πυροβολικού. Ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές και ο υποστράτηγος Μεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ης Μεραρχίας, ο οποίος θα ομολογήσει αργότερα ότι η τουρκική στρατιωτική ηγεσία ήταν απογοητευμένη από τ’ αποτελέσματα της πρώτης ημέρας και ανησυχούσε ζωηρά, διότι ο στόχος, που ήταν η δημιουργία ισχυρού προγεφυρώματος, η κατάληψη του Πενταδακτύλου και η ένωση των ακτών της Κερύνειας με τον τουρκικό θύλακο Λευκωσίας - Αγύρτας - Μπογαζίου δεν είχε επιτευχθεί. Ο Πενταδάκτυλος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, ο θύλακος Λευκωσίας - Κιόνελι - Αγύρτας, όπου ήταν ανεπτυγμένη η ΤΟΥΡΔΥΚ, διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να διαλυθεί από την επίθεση της ΕΛΔΥΚ και οι καταδρομείς με το 231 Τάγμα Πεζικού κρατούσαν τις θέσεις τους στα στρατηγικά σημεία του Πενταδακτύλου. Ταυτόχρονα είχαν καταλάβει τις τουρκικές οχυρωμένες θέσεις Καλαμπάκι - Πιλέρι - Φώττα και κρατούσαν τα στρατηγικά υψώματα Άσπροι Αγίου Βασιλείου. Ο στρατηγός Μ. Ντεμιρέλ ομολογεί ότι οι Τούρκοι έρχονταν με τον φόβο ότι θα έπεφταν «σαν ποντικοί στη φάκα», αν τους έπληττε η ελληνική πολεμική αεροπορία με τα υπερσύγχρονα «Φάντομ», που τόσο διατυμπάνιζαν την αγορά τους οι Συνταγματάρχες. Δυστυχώς, η ελληνική αεροπορία δεν εμφανίστηκε, ο Αρχηγός της Παπανικολάου δεν της έδωσε διαταγή να πλήξει τους εισβολείς.

Πολύ κατώτερη των περιστάσεων αναδείχθηκε η ηγεσία του ΓΕΕΦ. Διότι δεν εκμεταλλεύτηκε τη νύχτα και δεν διέταξε αντεπίθεση. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, αν γινόταν η νυχτερινή αντεπίθεση, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην και θα μετέτρεπε σε τραγωδία το εγχείρημα των Τούρκων. Η τουρκική αεροπορία και τα πυροβόλα του αποβατικού στόλου δεν μπορούσαν να πλήξουν στόχους. Οι λίγοι εισβολείς που είχαν αποβιβαστεί θ’ αποδεκατίζονταν, ενώ οι άλλοι, που ετοιμάζονταν ν’ αποβιβαστούν την αυγή, είναι αμφίβολο αν θα κατόρθωναν, με πεσμένο το ηθικό τους.

Όπως καταθέτουν οι αξιωματικοί, που είχαν αναλάβει την αντεπίθεση, αντισυνταγματάρχες τότε και μετέπειτα στρατηγοί, Μπούφας και Μπίκος, δεν ήταν μόνο εγκληματική η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έγκαιρη παρουσία πυροβολικού και ενεργών ταγμάτων στον τόπο της απόβασης. Ήταν και η πολύ καθυστερημένη ανάθεσης της απόκρουσης των εισβολέων σε επιστρατευτικά τάγματα, δηλαδή εφέδρων, που δεν είχαν τον κατάλληλο για την αποστολή τους οπλισμό. Και το χειρότερο για την Κύπρο, τα δυο υποβρύχια, που έπλεαν ανοιχτά της Κερύνειας με αποστολή να πλήξουν τον αποβατικό στόλο, διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη Ρόδο.

Έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της κατάληψης της Κερύνειας, με την επέλαση της πρώτης φάλαγγας των αρμάτων και των τεθωρακισμένων του Αττίλα προς την πόλη του Κηφέα, ακολουθούμενων από πεζικό. Αντιμετωπίζοντας υποτυπώδη, αλλά ηρωική αντίσταση από τις ελάχιστες και σχεδόν άοπλες δυνάμεις Πεζικού και Καταδρομέων της Εθνικής Φρουράς, οι Τούρκοι προωθήθηκαν ανατολικά προς τον Άγιο Γεώργιο και κατέλαβαν την Κερύνεια. Συνεχίζοντας την προέλασή τους με νοτιοανατολική κατεύθυνση, μέσω Μπογαζίου, ενώθηκαν με τον θύλακο Αγύρτας - Κιόνελι, που ήταν ήδη ενισχυμένος, εκτός από την ΤΟΥΡΔΥΚ και με αλεξιπτωτιστές, που είχαν ριχθεί την προηγούμενη μέρα και εξακολουθούσαν να πέφτουν.

Στις 22 Ιουλίου ολοκληρώθηκε η μεταφορά δυνάμεων και πολεμικού υλικού από τη Μερσίνα και γύρω στις έντεκα η ώρα, με αεροπορική και ναυτική κάλυψη, ενισχυμένοι με πεζικό και άρματα, οι εισβολείς ξεκίνησαν την προέλαση - επίθεση εναντίον της Κερύνειας. Σκληρή αλλά άνιση μάχη διεξήχθη στα πρόθυρα της πόλης, στην περιοχή Αγίου Γεωργίου, όπου ο εχθρός συνάντησε δυνάμεις Καταδρομών και Πεζικού, που, παρά τη σθεναρή αντίστασή τους, στάθηκε αδύνατο να τον αντικόψουν, όχι μόνο λόγω έλλειψης αντιαρματικής κάλυψης, αλλά και της υπεροχής του εχθρού σε άντρες και υλικό. Το απόγευμα είχε καταληφθεί η πόλη της Κερύνειας και διευρύνθηκε το τουρκικό προγεφύρωμα.

Οι μάχες του Πενταδακτύλου

Στη νότια πλευρά του Πενταδακτύλου η ΕΛΔΥΚ, σε μια θυελλώδη προέλασή της στην περιοχή Κιόνελι, άρχισε να καταλαμβάνει τη μια μετά την άλλη τις μόνιμες αμυντικές θέσεις της ΤΟΥΡΔΥΚ. Προτού όμως ολοκληρώσει την προέλασή της πήρε διαταγή να επιστρέψει στο στρατόπεδό της. Στον Πενταδάκτυλο, το 231 Τάγμα Πεζικού απέκρουε στην Αετοφωλιά τη μια μετά την άλλη τις επιθέσεις Τούρκων αλεξιπτωτιστών, που επιχειρούσαν να βγουν στην κορυφογραμμή του βουνού και να καταλάβουν τη στρατηγική θέση της Διάβασης Αγίου Παύλου. Ταυτόχρονα, άλλες δυνάμεις του Τάγματος επιχειρούσαν και κατελάμβαναν τα μόνιμα τουρκικά οχυρά στο Καλαμπάκι, το Πιλέρι και τη Φώττα, ενώ παράλληλα ο δεύτερος λόχος απέκρουε τη μια μετά την άλλη τις επιθέσεις των Τούρκων αλεξιπτωτιστών στα υψώματα Άσπροι του Αγίου Βασιλείου. Ο Τούρκος στρατηγός Σαμπρί Εμβρέν είπε, για τη δράση του 231 Τάγματος Πεζικού, σε τηλεοπτική συζήτηση σε τουρκικό κανάλι, για την εισβολή: «Την πρώτη νύχτα της εισβολής υπήρχε φοβερή αντίσταση από ελληνικής πλευράς στο όρος Πενταδάκτυλος. Η αντίσταση αυτή πραγματικά έθεσε σε κίνδυνο, η όλη επιχείρηση να εξελιχθεί σε μεγάλο φιάσκο».

Η ηγεσία της Χούντας παρέπαιε…

Δυστυχώς, οι μεμονωμένες επιτυχείς αντιδράσεις μονάδων της Εθνικής Φρουράς δεν ήταν αρκετές για ν’ ανακοπεί η προέλαση του Αττίλα. Υστερούσαμε τόσο σε έμψυχο, όσο και σε πολεμικό υλικό. Ο εχθρός ήταν πολυπληθέστερος και εφοδιασμένος με όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα, ενώ καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε από την Ελλάδα για την αντιμετώπισή του. Η ηγεσία της Χούντας παρέπαιε. Δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την κρίση που ορθωνόταν αμείλικτη μπροστά της και απειλούσε όχι μόνο την Κύπρο αλλά και τον Ελληνισμό γενικότερα.

Αργά το βράδυ της 20ής Ιουλίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα, με το οποίο ζητούσε την άμεση κατάπαυση του πυρός και την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο, που βρίσκονταν παρά τα διεθνή σύμφωνα. «Ξένα στρατεύματα» και διεθνή συμφωνία (της Ζυρίχης), το ψήφισμα εννοούσε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς και άντρες που διοικούσαν και στελέχωναν την Εθνική Φρουρά.

Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας έγινε προσύσκεψη στο γραφείο του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Μπονάνου, όπου στις 7.30 π.μ., χωρίς προειδοποίηση ή αναγγελία, μπήκαν οι Αμερικανοί υφυπουργοί Σίσκο - Εξωτερικών, Έλσγουορθ - Εθνικής Άμυνας, Τάσκα - πρέσβης στην Αθήνα και Μάντερ - στρατιωτικός ακόλουθος. Εκεί ο Σίσκο συνέστησε σύνεση και αυτοσυγκράτηση, «για ν’ αποφευχθεί o πόλεμος». Τότε ο ταξίαρχος Ιωαννίδης είπε οργισμένος: «Μας εξαπατήσατε», και κινούμενος προς την έξοδο είπε: «Εμείς θα κηρύξουμε πόλεμο». Ο Αραπάκης ισχυρίζεται ότι έκανε κάποια καθησυχαστικά μηνύματα στον στρατηγό Μπονάνο.

Στο πολεμικό συμβούλιο, όπου είχε καταργηθεί κάθε έννοια ιεραρχίας, συμμετείχε και μεγάλος αριθμός αξιωματικών, που δε δικαιούντο συμμετοχή. Ακούστηκαν, κατά τον στρατηγό Κατσαδήμα, συνθήματα για πόλεμο, Ένωση και άλλα, ενώ ο Ιωαννίδης είπε: «Να αναγγείλουμε ότι θα κάνουμε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά δεν θα την κάνουμε. Θα το πούμε για να εκφοβίσουμε του Τούρκους, για να τους δείξουμε την αποφασιστικότητά μας. Ας διακόψουμε τώρα. Πηγαίνετε, εμείς κάνουμε επιστράτευση, μπήκαμε στον πόλεμο τώρα ό,τι βγάλει ο τόπος».

*Η συνέχεια, στην έντυπη "Σ" την Κυριακή 28 Ιουλίου, με ειδική αναφορά στην περιπέτεια του οχηματαγωγού «Ρέθυμνον»