Με τον GSI η Κύπρος θα καταστεί ενεργειακός κόμβος στην ΝΑ Μεσόγειο
Πολλά τα πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις ενέργειας και τους καταναλωτές της Κύπρου
Το διαχρονικό όραμα της Κύπρου να καταστεί ενεργειακός κόμβος στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου θα γίνει πραγματικότητα με την κατασκευή του μεγαλεπήβολου έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ. Αυτό συνάγεται από όλες τις σχετικές μελέτες που έχουν γίνει από την Ε. Ένωση, τις κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας και τον ΑΔΜΗΕ, ενώ οι ειδικοί του τομέα εκτιμούν ότι από το 2030 και εφόσον όλος ο σχεδιασμός υλοποιηθεί με βάση τις προτάσεις του Φορέα Υλοποίησης, του ΑΔΜΗΕ Ελλάδας, η Κύπρος θα μετατραπεί σε κύριο παίκτη ηλεκτρικής ενέργεας στην περιοχή μας.
Σύμφωνα, με τον όλο σχεδιασμό, η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας– Κύπρου – Ισραήλ θα άρει την ενεργειακή απομόνωση του τελευταίου μη διασυνδεδεμένου κράτους της ΕΕ, συμβάλλοντας στην επίτευξη των υψηλών στόχων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για διείσδυση ΑΠΕ μέχρι το 2040. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται ήδη όλες οι χώρες της ΕΕ, προχωρώντας σταδιακά στη διασύνδεση των νησιωτικών περιοχών τους τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας– Κύπρου– Ισραήλ θα δώσει στην Κύπρο τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε μείζονα ενεργειακό κόμβο της Μεσογείου, χάρη στις εξαγωγές πράσινης ενέργειας προς την Ευρώπη μέσω των διασυνοριακών ηλεκτρικών διασυνδέσεων που προωθεί ο ΑΔΜΗΕ. Αντιστοίχως θα δώσει την δυνατότητα για εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας και προς το Ισραήλ, τις οποίες θα τροφοδοτήσει τόσο το εγχώριο δυναμικό ΑΠΕ, όσο και τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που διαθέτει.
Επίσης, η ηλεκτρική διασύνδεση Great Sea Interconnector παρουσιάζει πολλαπλά οφέλη καθώς θα προσφέρει στην Κύπρο αυξημένη ενεργειακή ασφάλεια, πιο "πράσινο" μείγμα ηλεκτροπαραγωγής και φθηνότερη ενέργεια για όλους τους Κύπριους καταναλωτές.
Άλλα οφέλη της ηλεκτρικής διασύνδεσης είναι τα εξής:
Η διασύνδεση εντάσσει την Κύπρο στην ενιαία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ανοίγοντας τον δρόμο για συμμετοχή των Κυπρίων επιχειρηματιών σε όλες τις δραστηριότητες της ενεργειακής ευρωπαϊκής αγοράς, ήτοι στην παραγωγή, την προμήθεια και το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ένταξη στην ενιαία αγορά θα οδηγήσει νομοτελειακά σε σύγκλιση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας της Κύπρου με αυτές της υπόλοιπης Ευρώπης προς όφελος των ιδιωτών και εταιρικών καταναλωτών, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, αναφέροντας ενδεικτικά για ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 5.000 KWh ετησίως, αγγίζει τα 400 ευρώ στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος κατ’ έτος.
Μέσω του διασυνδεδεμένου συστήματος, η παραγόμενη ενέργεια ΑΠΕ βρίσκει διέξοδο προς τη ζήτηση, γεγονός που δίνει πλεονέκτημα στους παραγωγούς ΑΠΕ (κυρίως φ/β) της Κύπρου που παράγουν φθηνότερα σε σύγκριση με την Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις η Κύπρος διασυνδεθεί, η μεγάλη παραγωγή ΑΠΕ των σταθμών της (κυρίως ΦΒ) που θα πρέπει να εγκατασταθούν στη νήσο για την επίτευξη πολύ υψηλών στόχων διείσδυσης ΑΠΕ, μετατρέπει την Κύπρο σε εξαγωγική για την περίσσεια παραγωγής ΑΠΕ.
Δεδομένου ότι το φυσικό αέριο συνιστά μεταβατικό καύσιμο και για την Κύπρο στην κοινή πορεία απανθρακοποίησης της Ευρώπης μέχρι το 2050, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της χώρας έναντι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, οι μονάδες παραγωγής Φ/Α μαζί με τις υπόλοιπες μονάδες συμβατικών καυσίμων, όταν η διείσδυση των ΑΠΕ θα έχει αυξηθεί σημαντικά, θα λειτουργούν στη βάση της εφεδρείας ή συμπληρωματικής λειτουργίας μέσω μηχανισμού ισχύος για εφεδρεία – ευελιξία (capacity mechanism).
Υπενθυμίζεται ότι η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας– Κύπρου– Ισραήλ είναι ενταγμένη στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (PCIs), λαμβάνοντας επιχορήγηση ύψους 657 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε τόσο υψηλή χρηματοδότηση ενός διασυνοριακού έργου, έχει προβεί σε λεπτομερείς μελέτες κόστους - οφέλους, οι οποίες έχουν αποδείξει το όφελος για τους καταναλωτές και την οικονομική βιωσιμότητα του έργου.
Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας– Κύπρου– Ισραήλ αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων παγκοσμίως, πρωτοπορώντας στην πόντιση καλωδίων σε βάθος 3.000 μέτρων και καινοτόμου τεχνολογίας σταθμών μετατροπής (High Voltage Direct Current).