ΤΡΙΠΛΗ ΘΥΣΙΑ: Χαρίλαος Μιχαήλ
«Μάμα, είναι για την πατρίδα μου που πάω. Να το έχεις ευχαρίστηση και να το κρατείς καύχημα» - «Έχω το θάρρος να πατήσω την αγχόνην, πατέρα»
Μέρος Β’
Ο δεύτερος ηρωομάρτυρας που οδηγήθηκε στο ικρίωμα της αγχόνης με τον Αντρέα Ζάκο και τον Ιάκωβο Πατάτσο, στις 9 Αυγούστου 1956, ήταν το λεβεντόπαιδο της Γαληνής, Χαρίλαος Μιχαήλ, 23 μόλις χρόνων. Είχε πάρει κι αυτός μέρος στην ενέδρα στο Μερσινάκι, στις 15 Δεκεμβρίου 1955, κατά την οποία έπεσε ο πρώτος αντάρτης της ΕΟΚΑ, Χαράλαμπος Μούσκος, πρωτοξάδελφος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Η άδικη θανατική καταδίκη του βοά από τη μαρτυρία του ταγματάρχη Μπράιαν Κουμπ, που τον είχε συλλάβει στην ίδια ενέδρα με τον Αντρέα Ζάκο: «Δεν μου ήταν δυνατό να τον συσχετίσω με την κατοχή ή χρήση οποιουδήποτε όπλου». Κι όμως ο Βρετανός δικαστής, αδίσταχτα κι εκδικητικά, του επέβαλε τη θανατική ποινή με βάση τους Κανονισμούς Έκτακτης Ανάγκης.
Οι γονείς, οι σύντροφοι στον Αγώνα και όλοι όσοι τον γνώρισαν στις Κεντρικές Φυλακές ως μελλοθάνατο μιλούν με τα καλύτερα λόγια για το πάντα ανοιχτόκαρδο γελαστό παιδί, που ούτε η καταδίκη του στην εσχάτη των ποινών δεν έκαμψε το ηθικό του. Ο συγχωριανός και σύντροφός του στο βουνό, Στυλλής Ξαπόλυτος, που τον έζησε από κοντά από παιδί μέχρι τη σύλληψή του, θα μαρτυρήσει:
«Τον Απρίλιο του 1956 μού υπεδείχθη ότι έπρεπε να αυξήσω τον αριθμό των μελών της ομάδας μου από τρεις, σε περισσότερους. Μεταξύ άλλων πρόσθεσα και τον Χαρίλαο, ο οποίος ποτέ δεν έλειψε από καμιά ενέργεια της ομάδας, ούτε και αρνήθηκε διαταγή. Ήταν πάντοτε πρόθυμος. Ειδοποιηθήκαμε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε στο βουνό στις 16 Νοεμβρίου. Θα φεύγαμε από το μαγαζί του Τεύκρου Λοΐζου στο Ξερό.
»Στις έξι το απόγευμα της επομένης μεταφέρεται στα βουνά ο Ζάκος, για να ενωθεί με την ομάδα του Μάρκου Δράκου, που είχε δραπετεύσει από το φρούριο της Κερύνειας. Ενωθήκαμε με τον Χρίστο Ελευθερίου και τον Μούσκο. Πήγαμε στο σπίτι του Γεώργιου Νικολάου στον Πύργο Τηλλυρίας. Από εκεί με τη βοήθεια του Βρυωνίδη, πεθερού του Γιώργου, οδηγούμεθα σε μια σπηλιά στο δάσος, όπου μένουμε. Σύνδεσμος και τροφοδότης μας ήταν ο Βρυωνίδης».
Στο Μερσινάκι…
Για τη δράση της ομάδας μέχρι τη μοιραία ενέδρα στο Μερσινάκι θα εξιστορήσει ο Ξαπόλυτος: «Δευτέρα, 28.11.1956. Εφοδιαστήκαμε με τρόφιμα και χειροβομβίδες και τραβήξαμε για το Μερσινάκι, έτοιμοι για επίθεση, αν ήμασταν τυχεροί να κινηθούν οι Άγγλοι, οι οποίοι, ας σημειωθεί, δεν τολμούσαν να κινηθούν νύχτα.
»Την επομένη ήλθε κοντά μας ο Ζάκος και έφυγε ο Ελευθερίου. Τις μέρες που ακολούθησαν, με υπεύθυνο τον Ανδρέα Ζάκο και φρουρό μας τον Χαρίλαο Μιχαήλ, ναρκοθετήσαμε τον δρόμο Κάμπου, στην τοποθεσία Σαντάλια. Παραμονή της ενέδρας, στις 14 Δεκεμβρίου 1955, έρχονται και ενώνονται μαζί μας και τα παιδιά της ομάδας Κύκκου. Με αρχηγό της αποστολής τον Μάρκο Δράκο, ψάχνουμε να βρούμε κατάλληλο μέρος να κτυπήσουμε στον δρόμο Ξερού προς Πάφο. Καθίσαμε κάπου για φαγητό και ξεκούραση. Ο Μούσκος καθάριζε και ξανακαθάριζε το όπλο του. Στα πειράγματά μας, μας λέει: “Άστε με, ρε παιδιά, να το καθαρίσω και πάλι. Ποιος ξέρει τι θα γίνει;”».
Αφού πήραν τις θέσεις τους, οι αντάρτες περίμεναν τον εχθρό. Στις έντεκα και μισή ο Ξαπόλυτος, που ήταν παρατηρητής, κι ο Χαρίλαος, που ήταν δίπλα του, άκουσαν το βουητό αυτοκινήτου, αλλά τους ξέφυγε και πέρασε το γεφύρι που έπρεπε να ανατινάξουν. Ο Μάρκος, ο Αντρέας Πολυβίου και ο Μούσκος άρχισαν να βάλλουν εναντίον του στρατιωτικού αυτοκινήτου που απομακρυνόταν. Γίνεται μάχη. Οι αντάρτες κτυπούν το στρατιωτικό λαντ-ρόβερ, πληγώνουν θανάσιμα τον οδηγό και το αυτοκίνητο ακυβέρνητο πέφτει σε χαντάκι. Ο συνεπιβάτης, ταγματάρχης Μπράιαν Κουμπ, βγαίνει από το όχημα και αρχίζει να κτυπά τους αντάρτες. Στην ανταλλαγή πυρών ο Μούσκος πέφτει νεκρός και τραυματίζονται ο Δράκος και ο Ζάκος. Ο Δράκος καταφέρνει ν’ απομακρυνθεί. Απομακρύνονται και οι άλλοι, εκτός από τον Ζάκο και τον Χαρίλαο. Ο έμπειρος Κουμπ κατορθώνει να τους συλλάβει.
Για το άκουσμα της σύλληψης του Χαρίλαου θα πει η μάνα του: «Το μαύρο μήνυμα μού το έφερε ο άντρας μου. Του το έδωσε ο Τεύκρος Λοΐζου, που είχε κατάστημα στο Ξερό. Από το κατάστημα του Τεύκρου, που ήταν δίπλα από τον αστυνομικό σταθμό, είδε ο άντρας μου με τα ίδια του τα μάτια τον Χαρίλαό μας, που τον έφερε ο Άγγλος -Μπράιαν Κουμπ- και τον παρέδωσε σε άλλους Εγγλέζους, οι οποίοι τον πήραν στη Λεύκα. Εστράφην ο άντρας μου, ήρτεν και με βρήκεν που έκλεγα. Το είχα ακούσει για τη μάχη στο Μερσινάκι. Μου είπε: “Έγινε μάχη στο Μερσινάκι. Ο Ζάκος είναι πληγωμένος. Ο Μούσκος είναι νεκρός. Ο Δράκος είναι πληγωμένος, αλλά τους έφυγε. Τον γιο μας τον συνέλαβαν”. Πήγαμε στη Λεύκα. Δεν μας άφησαν να τον δούμε. Τον μετέφεραν στη Λευκωσία. Μας επέτρεψαν να τον δούμε στις σαράντα μέρες».
«Μάμα, είναι για την πατρίδα μου που πάω»
Από τις 15 Δεκεμβρίου, που συνέλαβαν τους δύο, μέχρι τις 9 Αυγούστου, που τους εκτέλεσαν, οι γονείς τους πήγαιναν καθημερινά και τους έβλεπαν. Ο Χαρίλαος, πάντοτε ψύχραιμος, έλεγε στη μάνα του που έκλαιγε: «Μάμα, είναι για την πατρίδα μου που πάω. Να το έχεις ευχαρίστηση και να το κρατείς καύχημα». Όπως είπαν όσοι τον γνώριζαν, και ιδιαίτερα οι μελλοθάνατοι και οι κατάδικοι αγωνιστές στις Κεντρικές Φυλακές, παρά το νεαρό της ηλικίας του, συμπεριφερόταν σαν ώριμος άντρας. Η μάνα του θα πει για τη συμπεριφορά του την τελευταία ημέρα της επίσκεψής τους στις Κεντρικές Φυλακές, παραμονή της εκτέλεσής του: «Την τελευταία ημέρα που πήγαμε τον έβγαλαν έξω από το κελί των μελλοθανάτων. Τον φιλήσαμε με δακρυσμένα μάτια. Ήταν η αδελφή του μικρή, εννέα χρονών, τρίτη τάξη του Δημοτικού. Την έπιασε πάνω του, το ένα της πόδι από τη μια και το άλλο από την άλλη, την έσφιξε στην αγκάλη του και έδωσε τρεις γυρούς λέγοντας: “Είχα μεγάλο πόθο για σένα μονάκριβή μου αδελφή, αλλά αφού τα έφερεν η τύχη έτσι, έχεις άλλους τέσσερεις αδελφούς”. Τον αγκαλιάσαμε και οι τρεις μαζί την ίδια ώρα, τον φιλούσαμε, τον φιλούσαμε, τον φιλούσαμε. Ο πατέρας του βρήκε τη δύναμη και του είπε, ενώ τον αγκαλιάζαμε: “Θάρρος, παιδί μου, ώς το μεσάνυκτον έχουν ακόμα ώρες πολλές. Κάτι μπορεί να γίνει”. Ο Χαρίλαός μου κτύπησε το πόδι του χαμαί και μας είπε: “Έχω το θάρρος να πατήσω την αγχόνην, πατέρα”».
Στο άκουσμα της απάντησης του μελλοθάνατου γιου της, η μάνα έγειρε. Λιποθύμησε. Ο Άγγλος που ήταν εκεί της έγειρε νερό, την συνέφερε και την έβγαλε στην αυλή. Εκείνη την ώρα έμπαινε η μάνα του Ζάκου, που είχαν το ίδιο όνομα. Να πώς θα αφηγηθεί αργότερα η μάνα του Χαρίλαου τη συνάντηση των δυο τραγικών μανάδων: «Αφροδίτη μου, μου είπε -η μάνα του Ζάκου-, έδωσες τους τελευταίους χαιρετισμούς; Αχ, Αφροδίτη μου, της απάντησα, δεν κιάρω -δεν έχω τη δύναμη- να τους αποχαιρετήσω. Έκλαια… Άκουσα μια φωνή: “Θεία”, εγύρισα πάνω. Είδα τα πόδια των μελλοθανάτων κρεμασμένα από το παραθυράκι. Τα χτυπούσαν και φώναζαν. Ήταν ο Μιχαήλ Κουτσόφτας, ο Αντρέας Παναγίδης και ο Στέλιος Μαυρομμάτης. Μου είπεν ο Στέλιος δυνατά: “Θέλουμε τζι εμείς, θεία, να πάμε τωρά, μαζί με τον Χαρίλαο”. Άκουσεν ο γιος μου τα κλάματά μου μέσα στο κελί του, που τον έκλεισαν. Μπήκε η μάμα του Ζάκου μέσα. Της είπε ο γιος μου: “Σαν βγεις έξω, πες της μάμας μου να μην κλαίει. Δεν μπορώ να την ακούω να κλαίει”. Ήρτεν έξω η Αφροδίτη και μου είπε: “Σιώπα, ακούει σε ο γιος σου και λυπάται. Το πρόσωπο του γιου σου είναι τριαντάφυλλο, έχει θάρρος”».
Το τελευταίο γράμμα
Το τελευταίο γράμμα του Χαρίλαου στους γονείς του φέρει ημερομηνία 7 Αυγούστου 1956. Γράφτηκε, δηλαδή, δυο μέρες πριν από την εκτέλεσή του. Και η επιστολή κλείνει με την ευχή πολύ σύντομα ν’ αποκτήσουν την ελευθερία τους. Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο της επιστολής:
«Αγαπητοί μου γονείς,
»Όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό, εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από τη ζωή. Μη νομίσετε, όμως, ότι αυτό με λυπεί. Αντίθετα, επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεστώ, αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρό και γαλήνιο και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με αφάνταστη ψυχραιμία. Τι κι αν ζήσω 50 και 60 χρόνια, πάλι θα πεθάνω και μάλιστα άδοξα. Δεν θέλω να λυπάστε καθόλου για μένα. Έχετε πολλά παιδιά και δεν πρέπει να λυπηθείτε, που θα θυσιάσετε ένα για τη λευτεριά της Κύπρου μας. Τις ατέλειωτες ώρες μου τις περνώ διαβάζοντας θρησκευτικά βιβλία και τραγουδώντας εθνικά τραγούδια. Ας μη με κολακεύει η μητέρα μου, ότι ζήσω και θα ξανάρθω στο σπίτι, γιατί έχω δώσει κιόλας την ψυχή μου στους ουρανούς. Ζήσετε ευτυχισμένοι με τα άλλα μου αδέλφια και ο Παντοδύναμος Θεός θα σας δίνει κουράγιο για ν’ αντέξετε σε όλες τις δοκιμασίες που σας περιμένουν. Λυπούμαι που θ’ αφήσω πίσω μου αγαπημένα μου πρόσωπα. Τι να γίνει, όμως, που ήταν θέλημα Θεού να με χάσετε;
»Αυτά έχω να σας γράψω, κλείω δε το γράμμα μου με τον τελευταίο θερμό μου ασπασμό και με την ευχή, όπως πολύ σύντομα αποκτήσετε εκείνο για το οποίο εγώ πεθαίνω».
Έχουν περάσει από την ημέρα της θυσίας των τριών παλληκαριών 68 ολόκληρα χρόνια, αλλά η μνήμη τους αγέραστη θα παραμένει και ο κυπριακός Ελληνισμός θα τους τιμά και θα τους ευγνωμονεί, γιατί ποτέ δεν ξεχνά ότι έδωσαν τη νεανική ζωή τους στον βωμό της λευτεριάς, που ακόμα δεν μας αγκάλιασε όλους. Μεγάλο τμήμα της Κύπρου μας στενάζει κάτω από την μπότα του εισβολέα Αττίλα.
Στο επόμενο: Ιάκωβος Πατάτσος