Αθλητισμός

Αφιέρωμα: Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς της Εθνικής Ελλάδας

Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, άρχισε η θητεία του Ιβάν Γιοβάνοβιτς στην εθνική Ελλάδας. Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, πέτυχε δύο νίκες στις ισάριθμες πρώτες αγωνιστικές για τη League Β του Nations League, επικρατώντας στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» της Φινλανδίας με 3-0 και στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας με 2-0.

Μετρώντας πέντε τέρματα ενεργητικό, κανένα παθητικό και θετική εικόνα σε αμφότερες τις συγκεκριμένες αναμετρήσεις, οι Ελληνες διεθνείς, φαίνεται πως απέκτησαν εκ νέου ισχυρό κίνητρο για διάκριση, μετά την αποτυχία πρόκρισης στα τελικά του EURO 2024. Αυτό όμως, που είναι ορατό και διά γυμνού οφθαλμού, είναι το εξαιρετικό κλίμα που υπάρχει στο εσωτερικό της ομάδας. Και αυτό πιστώνεται κατά κύριο λόγο στην επιδραστικότητα του Γιοβάνοβιτς, αλλά και στην ποιότητα χαρακτήρα της συγκεκριμένης «φουρνιάς» ποδοσφαιριστών. Με παραστάσεις και καριέρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συντριπτική πλειονότητα αυτών των παικτών, αποδεικνύουν πως έχουν ξεφύγει από τα ελληνικά ποδοσφαιρικά δεδομένα.

Από τα χρόνια των κορυφαίων διδασκάλων του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, των αειμνήστων, Βαλερί Λομπανόφσκι και Ρίνους Μίχελς, οι οποίοι ουσιαστικά άλλαξαν τη φιλοσοφία στο λαοφιλέστερο των παιχνιδιών, η θετική ψυχολογία των παικτών, αποτελούσε «ακρογωνιαίο λίθο» στο «κτίσιμο» μίας ομάδας. Και από εκείνα τα χρόνια, δηλαδή περίπου μισό αιώνα νωρίτερα, επινοήθηκε και τηρήθηκε «ευλαβικά», ένας «άγραφος νόμος».

Για να επιχειρήσεις να δημιουργήσεις μία καλή ομάδα, με υψηλές προσδοκίες και προοπτική, πρέπει να βρεις οπωσδήποτε τρεις ποδοσφαιριστές «κλειδιά». Εναν κεντρικό αμυντικό, έναν δημιουργό (σ.σ. το παλιό «δεκάρι») και έναν επιθετικό που βάζει την μπάλα στα δίχτυα.

Και παρά το γεγονός, πως παραμένει άγνωστο εάν ο Σέρβος προπονητής είναι «θιασώτης» αυτού του... αξιώματος, όλα δείχνουν ότι έχει βρει αυτούς τους ποδοσφαιριστές. Ο Γιοβάνοβιτς είχε «πέσει με τα μούτρα στη δουλειά», πολύ πριν ανακοινωθεί η πρόσληψη του και συγκεκριμένα από την ημέρα, που «έδωσε τα χέρια» με τον Μάκη Γκαγκάτση, τον νέο πρόεδρο της ΕΠΟ, ο οποίος -επίσης- δεν είχε αναλάβει τα καθήκοντα του. Γιατί όταν ο Γιοβάνοβιτς δίνει τα χέρια, είναι σαν να έχει υπογράψει το συμβόλαιο του.

Ο Γιοβάνοβιτς λοιπόν, με τη βοήθεια των συνεργατών του «κτένισε» την υφήλιο, προκειμένου να ενημερωθεί για όλους τους Ελληνες παίκτες, οι οποίοι παίζουν σε ομάδες του εξωτερικού. Παρακολουθούσε διαρκώς το «μεταγραφικό παζάρι» και σχημάτισε πλήρη εικόνα, έτσι ώστε να καταλήξει στην επιλογή της πρώτης αποστολής. Αριστος γνώστης της ψυχολογίας, ο έμπειρος κόουτς, φρόντισε να ενισχύσει το φρόνημα των διεθνών, ενώ παράλληλα έβαλε εαυτόν σε «δεύτερη μοίρα», επισημαίνοντας ότι ο προπονητής σε μία εθνική ομάδα «περισσότερο επιλέγει, παρά προπονεί».

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και η τοποθέτηση του Γιοβάνοβιτς, ο οποίος δήλωσε πως θα ήταν «τουλάχιστον κακό, για να μην πω κάτι χειρότερο, εάν δεν ήξερα τον Εθνικό Υμνο της Ελλάδας». Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σέρβος τεχνικός, έδειξε χωρίς δισταγμό τα αισθήματα που τρέφει για την Ελλάδα. Ηταν 4 Απριλίου 1999, όταν στο περιθώριο του ντέρμπι Ηρακλής-Αρης και με αφορμή τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην Γιουγκολσβαία, μπήκε στον αγωνιστικό χώρο υψώνοντας ένα πλακάτ με την φράση «Στην Ελλάδα κτυπά η καρδιά της καρδιάς μας». Και όπως ήταν λογικό, γνώρισε την αποθέωση από τους χιλιάδες φιλάθλους που ήταν στο «Καυτανζόγλειο» εκείνη την ημέρα...

Επιστρέφοντας σε αμιγώς αγωνιστικό κλίμα, γίνεται αντιληπτό, ότι ο Γιοβάνοβιτς έχει καταλήξει -τουλάχιστον μέχρι στιγμής- στον άξονα των τριών ποδοσφαιριστών, πάνω στους οποίους μπορεί να «κτίσει» την ομάδα. Πρόκειται για τον Κώστα Κουλιεράκη, έναν κεντρικό αμυντικό με εντυπωσιακή ποδοσφαιρική ευφυϊα, εξαιρετικές ικανότητες, σημαντικότερες δυνατότητες και μεγάλη προοπτική για μία σπουδαία καριέρα στα γήπεδα της «γηραιάς ηπείρου». Ο δεύτερος «πυλώνας», είναι ο Τάσος Μπακασέτας, ένας ποδοσφαιριστής, με άριστη τεχνική κατάρτιση και αντίληψη της χωροταξίας μέσα στο γήπεδο, ο οποίος μπορεί εξ' ίσου καλά να «φτιάξει» το παιχνίδι, να «μοιράσει» ασιστ και να σκοράρει. Οσον αφορά στο τρίτο μέρος αυτού του άξονα, δεν είναι άλλος από τον -τρόπον τινά- ελληνιστί συνεπώνυμο του Γιοβάνοβιτς, Φώτη Ιωαννίδη. Ο νεαρός επιθετικός έχει κυριολεκτικά «μεταμορφωθεί» την τελευταία διετία, καθώς έχει βελτιωθεί εκπληκτικά σε όλους τους τομείς «εμπλοκής» του, με αποκορύφωμα την εκτελεστική δεινότητα. Δεν είναι άλλωστε, διόλου τυχαία τα δεκάδες εκατομμύρια, που είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν για να τον αποκτήσουν, σύλλογοι από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης.

Πριν απ΄όλα αυτά, όμως, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς είναι ένας προπονητής, ο οποίος έχει επιλέξει τους συνεργάτες του με αυστηρά κριτήρια. Και δίπλα στο «σταθερό» επιτελείο του τα τελευταία χρόνια, δηλαδή τους βοηθούς του, Πρέντραγκ Ερακ και Νίκο Κολομπούρδα, προστέθηκε (σ.σ. ή καλύτερα διατηρήθηκε, καθώς η συνεργασία τους σταμάτησε για μερικούς μήνες όταν ο κόουτς αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό), ο αναλυτής, Δημήτρης Μπρούσαλης. Μαζί με τον προπονητή φυσικής κατάστασης, Δημήτρη Δανιηλίδη, τον βοηθό του, Χρήστο Καρυδόπουλο και τον προπονητή τερματοφυλάκων, Φάνη Κατεργιαννάκη, συναποτελούν την ομάδα του Γιοβάνοβιτς, με τους οποίους καταστρώνουν τα πλάνα τους και στοχοθετούν, κάνοντας την απαραίτητη αυτοκριτική. Και φυσικά με την αρωγή του Δημήτρη Σαλπιγγίδη και του Βασίλη Τοροσίδη, των δύο πρώην διεθνών ποδοσφαιριστών, που επελέγησαν από την νέα διοίκηση της ΕΠΟ και οι οποίοι βρίσκονται στο πλευρό της εθνικής ομάδας, προκειμένου με την εμπειρία τους να συνδράμουν τα μέγιστα για την εύρυθμη λειτουργία αυτής της «οικογένειας», επιλύοντας παράλληλα, ο,τιδήποτε προκύπτει.

Ο Γιοβάνοβιτς έπαιξε ποδόσφαιρο σε μία κρίσιμη καμπή για την «στρογγυλή θεά». Ηταν η εποχή που από την απόλυτη -μέχρι και σε βαθμό αυθαιρεσίας ενίοτε- ελευθερία κινήσεων, το ποδόσφαιρο άρχισε να μεταφέρεται σε έναν «πλανήτη» με μεγαλύτερη οργάνωση, ευρύτερο προγραμματισμό και περισσότερα ποδοσφαιρικά «κουτάκια».

Ο Μαρσέλο Μπιέλσα, ένας από τους κορυφαίους προπονητές στα χρονικά, είπε κάποτε ότι η πιο δύσκολη θέση για να καλυφθεί είναι το «8», επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Την ονόμασα θέση Μόντριτς. Επειδή ο Μόντριτς μπορεί να αμύνεται σαν 6άρι και να επιτίθεται σαν 10άρι». Για όσους λοιπόν δεν γνώρισαν τον ποδοσφαιριστή Γιοβάνοβιτς ήταν αυτό ακριβώς. Δεν άφηνε καμμία φάση χαμένη, έκανε δεκάδες χιλιόμετρα σε κάθε ματς, διέθετε εντυπωσιακή διορατικότητα, εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και με λίγα λόγια «έκανε την μπάλα ό,τι ήθελε», προσπαθώντας κυρίως να βοηθήσει τους συμπαίκτες του στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Ενα μικρό δείγμα της ποδοσφαιρικής ευφυϊας του Γιοβάνοβιτς, αποτυπώνεται και στο βίντεο από το εκπληκτικό γκολ, που σημείωσε ο Σέρβος το 1991 στην εκτός έδρας αναμέτρηση του Ηρακλή με την Δόξα Δράμας.

Πέραν των γνώσεων περί προπονητικής και γενικότερα της ποδοσφαιρικής «ζωής», ο Γιοβάνοβιτς έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Είναι ένας άνθρωπος, ένας επαγγελματίας, ο οποίος δεν έχει ανάγκη ν' αποδείξει σε κανένα απολύτως τίποτε. Μετά από τέσσερις δεκαετίες στα γήπεδα, είναι οικονομικά ανεξάρτητος και απαλλαγμένος από συμπλέγματα κατωτερότητας ή/και ανωτερότητας. Εχει κάνει εδώ και καιρό την απομυθοποίηση που οφείλει στον εαυτό του, κάθε άνθρωπος της ηλικίας και της εμπειρίας του, γνωρίζοντας άριστα ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη και την βελτίωση. Και όχι απλά μία έννοια «της μόδας», όπως συμβαίνει στην σύγχρονη εποχή...

ΚΥΠΕ-ΑΠΕ