Σύστημα εξετάσεων και διορισμών στην Εκπαίδευση: Αποτίμηση και εισηγήσεις
Οι γραπτές εξετάσεις μπορούν να παραμείνουν με αναθεωρημένη ύλη, αλλά θα πρέπει να συμπληρωθούν με αξιολόγηση που να περιλαμβάνει παρατήρηση των υποψηφίων σε πραγματικές συνθήκες διδασκαλίας
Το νέο σύστημα διορισμών στην Εκπαίδευση (ΝΣΔΕ) με εξετάσεις, που εφαρμόστηκε το 2015 στην Κύπρο, αποτέλεσε μια φιλόδοξη προσπάθεια για μετάβαση από το παραδοσιακό σύστημα της επετηρίδας σε ένα πιο αξιοκρατικό και διαφανές πλαίσιο επιλογής εκπαιδευτικών. Το σύστημα στηρίζεται κυρίως σε γραπτές εξετάσεις, οι οποίες λειτουργούν ως το βασικό εργαλείο για την κατάταξη στους πίνακες διορισίμων. Παρά την καλή πρόθεση πίσω από την εισαγωγή του, το ΝΣΔΕ έχει αναδείξει σοβαρές αδυναμίες, οι οποίες απαιτούν επείγουσα αντιμετώπιση.
Μια από τις βασικότερες αδυναμίες του συστήματος είναι η υπερβολική έμφαση που δίνεται στις γραπτές εξετάσεις, οι οποίες, ενώ μπορούν να αξιολογήσουν τη θεωρητική κατάρτιση -που ούτως ή άλλως τεκμηριώνεται από τις σπουδές και τους τίτλους σπουδών των υποψηφίων- αδυνατούν να αποτυπώσουν τις πραγματικές παιδαγωγικές δεξιότητες των υποψηφίων. Ικανότητες όπως η αποτελεσματική διδασκαλία, η επιβραβευτική και ενθαρρυντική αξιολόγηση των μαθητών, η διαχείριση της τάξης σε ένα συμπεριληπτικό σχολείο, αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις με τους μαθητές, που είναι θεμελιώδεις για την εκπαιδευτική διεργασία και διαδικασία, δεν αξιολογούνται επαρκώς. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα των εξετάσεων συχνά δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ικανότητες των υποψηφίων.
Επιπλέον, τα ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις σε ύλη που υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο συνδέεται άμεσα με τα αναλυτικά προγράμματα, είναι ανησυχητικά χαμηλά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά στη στελέχωση των σχολείων, ενώ παράλληλα αποθαρρύνονται πολλοί ικανοί εκπαιδευτικοί από το να συμμετάσχουν στη διαδικασία. Το σύστημα περιορίζεται στη διεξαγωγή εξετάσεων, χωρίς να παρέχει ευκαιρίες υποστήριξης και βελτίωσης των δεξιοτήτων των υποψηφίων, γεγονός που εντείνει την αίσθηση απομόνωσης και πίεσης. Παράλληλα, η ανταγωνιστική φύση του συστήματος προκαλεί σημαντική ψυχολογική πίεση στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι συχνά αισθάνονται ότι κρίνονται μόνο από τις επιδόσεις τους σε μια συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η εμπειρία και οι συνολικές δεξιότητές τους.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων απαιτείται μια συνολική αναθεώρηση του ΝΣΔΕ. Μία πρώτη πρόταση είναι η εισαγωγή ενός συνδυασμού αξιολόγησης θεωρητικών γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων. Οι γραπτές εξετάσεις μπορούν να παραμείνουν με αναθεωρημένη ύλη, αλλά θα πρέπει να συμπληρωθούν με αξιολόγηση που να περιλαμβάνει παρατήρηση των υποψηφίων σε πραγματικές συνθήκες διδασκαλίας. Αυτό θα επιτρέψει την εκτίμηση της παιδαγωγικής τους ικανότητας και της αποτελεσματικότητάς τους στην τάξη. Παράλληλα, είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα πληρέστερο ενιαίο πλαίσιο συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης. Μέσω σεμιναρίων, εργαστηρίων και προγραμμάτων καθοδήγησης, οι εκπαιδευτικοί θα έχουν τη δυνατότητα να εξελίσσονται συνεχώς, ανεξάρτητα από την επιτυχία ή αποτυχία τους στις εξετάσεις. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα ενίσχυε την επαγγελματική αυτοπεποίθηση των υποψηφίων και θα συνέβαλλε στη βελτίωση της συνολικής ποιότητας της εκπαίδευσης.
Η διαφάνεια στη διαδικασία των εξετάσεων είναι επίσης κρίσιμη. Η δημοσιοποίηση των κριτηρίων αξιολόγησης και η εισαγωγή μηχανισμών επαναξιολόγησης και επανεξέτασης θα ενίσχυαν την εμπιστοσύνη των υποψηφίων προς το σύστημα. Παράλληλα, η μείωση της έμφασης στη μονοδιάστατη αξιολόγηση μέσω γραπτών εξετάσεων είναι απαραίτητη. Η εμπειρία, οι συστατικές επιστολές, η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλοι παράγοντες θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων. Ένα ακόμη μέτρο, που θα μπορούσε να βελτιώσει το σύστημα, είναι ο καθορισμός ποσοστώσεων και ειδικών κατηγοριών για την κάλυψη αναγκών σε περιοχές με ελλείψεις προσωπικού ή για εκπαιδευτικούς από ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Τέλος, η συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας με πανεπιστήμια και εκπαιδευτικούς οργανισμούς θα μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση πιο ουσιαστικών κριτηρίων αξιολόγησης και στη βελτίωση των προγραμμάτων κατάρτισης.
Η υλοποίηση των προτεινόμενων αλλαγών στο ΝΣΔΕ απαιτεί ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης, το οποίο θα βασίζεται στη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων και στη σταδιακή εφαρμογή μέτρων με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Πρώτο βήμα είναι η αναθεώρηση της διαδικασίας αξιολόγησης. Το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς οργανισμούς και πανεπιστήμια, θα πρέπει να αναπτύξει νέα κριτήρια, που θα συνδυάζουν γραπτές εξετάσεις, παρατήρηση σε πραγματικές συνθήκες διδασκαλίας και αξιολόγηση άλλων ποιοτικών παραμέτρων, όπως η εμπειρία και η συμμετοχή σε επιμορφωτικά προγράμματα. Αυτό μπορεί να ξεκινήσει πιλοτικά σε ορισμένες ειδικότητες, με στόχο την πλήρη εφαρμογή εντός τριετίας. Παράλληλα, θα δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο συνεχούς επαγγελματικής ανάπτυξης για τους εκπαιδευτικούς. Το Υπουργείο, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια, θα οργανώσει επιμορφωτικά προγράμματα και εργαστήρια, ενώ θα θεσπιστούν κίνητρα για τη συμμετοχή σε αυτά, όπως η αναγνώριση της επιτυχούς ολοκλήρωσής τους στη διαδικασία διορισμού.
Η διαφάνεια και η λογοδοσία στη διαδικασία των εξετάσεων θα διασφαλιστούν μέσω της δημοσιοποίησης των κριτηρίων αξιολόγησης και της δυνατότητας επανεξέτασης. Παράλληλα, θα δημιουργηθούν ποσοστώσεις για την κάλυψη αναγκών σε απομακρυσμένες περιοχές και ευπαθείς ομάδες. Τέλος, ο διάλογος με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς -εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές- θα αποτελέσει θεμέλιο για την επιτυχία του σχεδίου. Με ένα σαφές χρονοδιάγραμμα και τη δέσμευση για συνεχή αξιολόγηση και βελτίωση, το νέο σύστημα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για μια δίκαιη και αποτελεσματική εκπαιδευτική πολιτική.
Είναι σαφές ότι το ΝΣΔΕ, παρά τις καλές του προθέσεις, έχει δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιχείρησε να λύσει. Η αναθεώρηση του συστήματος πρέπει να στηριχθεί σε μια πολυδιάστατη προσέγγιση, που θα λαμβάνει υπόψη την πρακτική εμπειρία, τη συνεχή επαγγελματική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το μέλλον της εκπαίδευσης εξαρτάται από την ικανότητα του συστήματος να επενδύσει στους ανθρώπους που την υπηρετούν. Ένα δίκαιο, αξιοκρατικό και αποτελεσματικό σύστημα επιλογής εκπαιδευτικών δεν είναι μόνο αναγκαίο, αλλά και απόλυτα εφικτό, αν υπάρξει η κατάλληλη πολιτική βούληση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης και πρώην Πρoέδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).