Ανθρώπινες Ιστορίες

Το βάρος μισού αιώνα αδικίας: Η «τελευταία» φωνή μιας οικογένειας αγνοουμένου καταγγέλλει το κράτος

Η Δικαιοσύνη αποδείχθηκε επιλεκτική∙ άλλοι ευνοήθηκαν, άλλοι παραμερίστηκαν

Περισσότερο από μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή, οι πληγές των οικογενειών των αγνοουμένων παραμένουν ανοιχτές. Ανάμεσα σε αυτές και η οικογένεια του ήρωα της Δημοκρατίας Κυριάκου Κυριάκου του Σωτήρη, από το κατεχόμενο Λάπαθος Αμμοχώστου, που συνεχίζει να βιώνει μέχρι σήμερα την αδικία και την απαξίωση από το ίδιο το κράτος για το οποίο θυσιάστηκε. Ο Κυριάκος Κυριάκου, αγωνιστής της ΕΟΚΑ και μαχητής το 1974, ταυτοποιήθηκε ως αγνοούμενος μόλις το 2008.

Η κόρη του, Ανδρούλα Σωτηρίου Σταύρου, η μόνη σήμερα εν ζωή από την εξαμελή οικογένεια, κουβαλά στις πλάτες της έναν αγώνα που κρατά σχεδόν τρεις δεκαετίες. Το 1998, το κράτος ανέκτησε την οικογενειακή της κατοικία, εν μέσω πένθους, καθώς μέσα σε 48 μέρες είχαν χαθεί η μητέρα και ο μικρότερος αδελφός της, και μάλιστα με άμεση εμπλοκή υψηλόβαθμου κυβερνητικού προσώπου, που προχώρησε σε πιέσεις και απειλές για δικαστικές αγωγές.

Παρόλο που σε άλλες οικογένειες αγνοουμένων δεν εφαρμόστηκαν οι ίδιες διαδικασίες και τελικά δόθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Πολιτεία κινήθηκε αμείλικτα. Το αποτέλεσμα ήταν η οικογένεια να χάσει το μοναδικό της σπίτι, χωρίς ποτέ να δοθεί ουσιαστικό αντισταθμιστικό μέτρο.

Τα τελευταία έξι χρόνια, με αφορμή τον θάνατο του αδελφού Σεραφείμ και την ασθένεια του Σωτήρη, το θέμα ανακινήθηκε. Την ίδια ώρα, άλλες 14 οικογένειες αγνοουμένων και 70 οικογένειες παθόντων έλαβαν κατ’ εξαίρεσιν τίτλους ιδιοκτησίας με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 13/12/2022. Η οικογένεια Κυριάκου, αν και σε χειρότερη θέση, αγνοήθηκε πλήρως.

Με την αλλαγή κυβέρνησης, το αίτημα κατατέθηκε εκ νέου στο Προεδρικό και στάλθηκε για εξέταση στο Υπουργείο Εσωτερικών. Η απάντηση ήταν για άλλη μια φορά αρνητική και στερεότυπη, καθώς το Υπουργείο υποστήριξε ότι τα παιδιά του αγνοουμένου είχαν βοηθηθεί με σχέδια αυτοστέγασης και γι’ αυτό προχώρησε η ανάκτηση της κατοικίας. Η οικογένεια, όμως, υπενθυμίζει ότι σε άλλες περιπτώσεις όχι μόνο δεν έγινε ανάκτηση, αλλά παραχωρήθηκαν και τίτλοι ιδιοκτησίας.

Στις 2 Απριλίου 2024, η υπόθεση παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Παθόντων της Βουλής. Οι βουλευτές συμφώνησαν ότι η οικογένεια έχει αδικηθεί και εισηγήθηκαν να δοθεί κατ’ εξαίρεσιν οικονομική βοήθεια ίση με τη σημερινή αξία της κατοικίας, ωστόσο το Υπουργείο Εσωτερικών απάντησε ξανά αρνητικά.

Η οικογένεια μιλά για εμπαιγμό, αδιαφορία και κραυγαλέες διακρίσεις. Η Ανδρούλα Σωτηρίου Σταύρου σημειώνει ότι ο πατέρας τους αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για να υπάρχει αυτό το κράτος, όμως το κράτος τούς ξέχασε. Από το 1974 μέχρι σήμερα δεν υπήρξαν ούτε για το κράτος ούτε για τους εκάστοτε κυβερνώντες, γεγονός που χαρακτηρίζει λυπηρό και ντροπιαστικό.

Με όλα τα αδέλφια της νεκρά και τα 13 εγγόνια των γονιών της να μεγαλώνουν χωρίς στήριξη - τα 9 από αυτά ορφανά - η ίδια ζητά ισότητα και ισονομία. Ζητά να αντιμετωπιστεί η οικογένεια ως οικογένεια παθόντων και να παραχωρηθεί επιτέλους αντισταθμιστικό μέτρο.

Και καταλήγει με μια σκληρή διαπίστωση, τονίζοντας ότι όταν τα παιδιά και οι οικογένειες των ηρώων αδικούνται κατάφωρα από κυβερνητικούς αξιωματούχους, τότε οι τιμές που τους αποδίδονται σε επετείους μνήμης αποτελούν απλώς ψέμα και υποκρισία. Οι ήρωες, υπογραμμίζει, αγωνίστηκαν και θυσίασαν τη ζωή τους για να υπάρχει σήμερα ένα δίκαιο κράτος, όμως, δυστυχώς, κάποιοι δεν το τιμούν και καπηλεύονται τους αγώνες, τα πιστεύω και τις αξίες τους.

Σήμερα, μετά και τον θάνατο όλων των αδελφών της κ. Ανδρούλας, η ίδια συνεχίζει τον αγώνα για δικαίωση. Στο πλευρό της στέκεται ο σύζυγός της, κ. Χριστάκης Σταύρου, ο οποίος βίωσε από πρώτο χέρι τον πόνο, τις αδικίες και τις ατελείωτες υποσχέσεις που σημάδεψαν την οικογένεια. Σε συνέντευξη, που παραχώρησε στη «Σημερινή», μεταφέρει τη δική του μαρτυρία για το δράμα μιας οικογένειας που θυσίασε τον πατέρα της στον βωμό της ελευθερίας, μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπη με την αδιαφορία και την άνιση μεταχείριση ενός κράτους που όφειλε να σταθεί αρωγός.

Πώς ήταν για εσάς όταν παντρευτήκατε την Ανδρούλα και βρεθήκατε να μοιράζεστε ένα τόσο βαρύ φορτίο πόνου και αδικίας;

Τη σύζυγό μου, την Ανδρούλα, την γνώρισα στον συνοικισμό Καμάρες ΙΙ στη Λάρνακα. Οι οικογένειές μας κατοικούσαν στην ίδια οδό. Αρραβωνιαστήκαμε το 1984 και μέχρι το 1987 διέμενα μαζί με την οικογένειά της. Από τις πρώτες κιόλας μέρες αντιλήφθηκα τις δύσκολες συνθήκες και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η μακαριστή πεθερά μου. Μόνη της, χωρίς καμία βοήθεια, με τα πενιχρά επιδόματα και μια πολύ μικρή σύνταξη από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, προσπαθούσε υπεράνθρωπα να επιβιώσει με αξιοπρέπεια – τόσο η ίδια όσο και τα τέσσερα παιδιά της. Κανείς δεν μπορούσε πραγματικά να κατανοήσει τι περνούσε μια οικογένεια με τον πατέρα αγνοούμενο και τέσσερα ανήλικα ορφανά παιδιά, εκτός αν είχε ζήσει προσωπικά αυτές τις συνθήκες.

Πώς γνωρίσατε από κοντά τον πόνο και τα προβλήματα που βίωνε η οικογένεια του πατέρα της;

Η οικογένεια της συζύγου μου έζησε τον απόλυτο εφιάλτη του πολέμου, εγκλωβισμένη για τέσσερεις ολόκληρους μήνες στο χωριό τους, αρχικά στο Λάπαθος και μετά στη Γύψου. Την 1η Σεπτεμβρίου 1974 οι Τούρκοι εισβολείς συνέλαβαν τον πατέρα της και τότε, ο μικρός της αδερφός, μόλις έξι χρονών, έκλεισε την καρδιά του στον πόνο και αποσύρθηκε στον δικό του κόσμο. Τα ψυχικά τραύματα του παιδιού έγιναν ένα ακόμη βαρύ φορτίο για τη μητέρα της, που ήδη προσπαθούσε να σηκώσει τον σταυρό της απώλειας και της αγωνίας. Κάθε μέρα ήταν μια μάχη επιβίωσης, με το βάρος της θλίψης να γίνεται σχεδόν ανυπόφορο. Ο πόνος τους ήταν αβάσταχτος, όμως η αγάπη και η αφοσίωση της μητέρας τους κράτησε όρθια αυτήν τη σπασμένη οικογένεια.

Ποια ήταν η δική σας πρώτη εντύπωση για τον τρόπο με τον οποίο το κράτος στάθηκε απέναντι στην οικογένειά της;

Η πρώτη μου εντύπωση και μεγάλη μου απορία ήταν η έλλειψη εξασφάλισης μιας αξιοπρεπούς εργασίας από το κράτος σε μια σύζυγο ενός ήρωα. Με τα λιγοστά επιδόματά της, δεν μπορούσε να μεγαλώσει τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της. Ήταν λοιπόν αναγκασμένη να εργάζεται ως εργάτρια περισυλλογής σταφυλιών, εσπεριδοειδών, και όταν την γνώρισα εργαζόταν ως καθαρίστρια σε ιδιωτικό φροντιστήριο και σε κλιμακοστάσια ιδιωτικών πολυκατοικιών. Το κράτος και η Πολιτεία δεν έδειξαν ποτέ πραγματικό ενδιαφέρον για την οικογένειά της. Ποτέ δεν είδα κάποιον λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας να επισκεφθεί το σπίτι τους, για να δει τα μικρά ανήλικα παιδιά - ιδιαίτερα τον αδερφό της, που αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Το 1997, τρεις μήνες πριν από τον θάνατο της μητέρας της από την επάρατη νόσο της λευχαιμίας, η σύνταξη που ελάμβανε ήταν μόλις 108 λίρες. Αυτό και μόνο αρκεί για να δείξει ποιο ήταν το ενδιαφέρον και ποια η πραγματική συμπαράσταση του κράτους. Την οικογένειά της τη θυμούνταν μόνο στις επετειακές εκδηλώσεις για την εισβολή και για τους αγνοούμενους.

Εδώ και χρόνια η σύζυγός σας κουβαλά μόνη τον αγώνα για δικαίωση. Εσείς πώς την στηρίζετε σε αυτήν την προσπάθεια;

Η συνεχής αυτή προσπάθειά μας αποτέλεσε την πιο ψυχοφθόρα διαδικασία που βιώσαμε, πέρα φυσικά από τις απώλειες των αγαπημένων της προσώπων.

Όταν χάθηκαν οι αδελφοί της Ανδρούλας και έμεινε η ίδια μόνη, τι σηματοδότησε αυτό για εσάς προσωπικά;

Οι απώλειες όλων των μελών της οικογένειάς της ξεκίνησαν από το 1974 με την απώλεια του πατέρα της, ενώ ακολούθησαν οι θάνατοι της μητέρας της, η οποία έφυγε σε ηλικία 62 ετών τον Μάιο του 1997, και τον Ιούλιο του ίδιου έτους, του μικρού της αδερφού, 28 ετών. Το 2019 έχασε από καρδιακό επεισόδιο τον δεύτερο αδερφό της, σε ηλικία 54 ετών, και το 2025 απώλεσε και τον τρίτο αδερφό της, σε ηλικία 60 ετών, από καρκίνο. Αντιλαμβάνεστε, με όλα αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα στη ζωή της, πώς βίωσε το συνεχές πένθος και πόση συμπαράσταση χρειαζόταν από εμένα και τα παιδιά μας. Τα γεγονότα αυτά, που σίγουρα ελάχιστες οικογένειες έχουν βιώσει, με πείσμωσαν ακόμη περισσότερο ώστε να επιμείνω για τη δικαίωση της οικογένειας της συζύγου μου, την οποία δυστυχώς χτύπησε αλύπητα ο θάνατος. Το κράτος και η Πολιτεία, δυστυχώς, αντί να την στηρίξουν, βρίσκονταν και εξακολουθούν να βρίσκονται απέναντί της.

Νιώθετε και εσείς ότι έχετε γίνει μέρος αυτού του αγώνα;

Από τη μέρα που έγινα μέλος της οικογένειας της συζύγου μου, εδώ και 40 χρόνια, την θεώρησα πλέον δική μου. Βίωσα όλες τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις απώλειες αυτής της οικογένειας και πάντα ήμουν παρών να προσφέρω ό,τι μπορούσα. Ένιωθα τον εαυτό μου ως τον μεγάλο αδερφό όλων. Η συμπαράστασή μου, τόσο στην πεθερά μου όσο και στους κουνιάδους μου, ήταν χωρίς όρια. Αγάπησα την οικογένειά της σαν να ήταν δική μου.

Έχετε παρευρεθεί σε συναντήσεις με υπουργούς και κρατικούς λειτουργούς. Πώς σας αντιμετώπισαν;

Στα τελευταία 7 χρόνια που επαναφέραμε για εξέταση το θέμα που αφορά την κατοικία της οικογένειας συναντήσαμε κρατικούς λειτουργούς, αξιωματούχους τόσο της πρώην όσον και της νυν κυβέρνησης. Βουλευτές της Επιτροπής Προσφύγων τόσο ξεχωριστά όσο και σε συνεδρία της επιτροπής στις 02.04.24. Επισκεφθήκαμε το γραφείο του Επιτρόπου Προεδρίας κ. Φώτη Φωτίου το 2021 και το 2022, όσο και μετέπειτα την προϊσταμένη του ιδίου γραφείου κ. Άννα Αριστοτέλους. Συναντήσαμε τον Διευθυντή του Προεδρικού Γραφείου κ. Χαράλαμπο Χαραλάμπους. Είχαμε αποστείλει επιστολές σε όλα τα τμήματα και θεσμούς του κράτους. Οι περισσότεροι μάς αντιμετώπισαν με αξιοπρέπεια και κατανόηση. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που με τα λόγια τους μας έκαναν να νιώσουμε προσβεβλημένοι, μείωσαν τόσο την αξιοπρέπεια όσο και τη νοημοσύνη μας. Σε άλλες περιπτώσεις νιώσαμε ως ζητιάνοι που επιζητούν την ελεημοσύνη τους. Το ότι μετά από τόσα χρόνια προσπαθειών το θέμα μας δεν έχει τελεσφορήσει αποδεικνύει ότι κανείς δεν προσπάθησε όσο έπρεπε ώστε να μας προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Το γιατί, πιστεύω ότι ο καθένας το καταλαβαίνει. Όταν αγωνίζεσαι μόνος, χωρίς πολιτικές και κομματικές πλάτες σ’ αυτό το κράτος, πώς θα καταφέρεις να δικαιωθείς;

Όταν σας είπαν ότι «τα παιδιά του αγνοουμένου είχαν βοηθηθεί με σχέδια αυτοστέγασης», τι σκεφτήκατε;

Όταν μας αναφέρθηκε επανειλημμένα η πιο πάνω φράση καταλάβαμε ότι το κράτος και οι αξιωματούχοι του αντιμετωπίζουν πρόσφυγες και μη πρόσφυγες και οικογένειες παθόντων και αγνοουμένων ως ίδιες περιπτώσεις. Βέβαια η πραγματικότητα δεν είναι αυτή. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις οικογενειών αγνοουμένων η αντιμετώπιση δεν ήταν η ίδια. Οι διαδικασίες και οι κανονισμοί εφαρμόζονται από το αρμόδιο Υπουργείο και τους λειτουργούς του κατά το δοκούν.

Πώς αισθανθήκατε όταν ακούσατε ότι άλλες οικογένειες έλαβαν κατ’ εξαίρεσιν τίτλους ιδιοκτησίας, ενώ η δική σας οικογένεια όχι;

Καταλάβαμε ότι κανένας δεν μας αντιμετώπιζε ως οικογένεια παθόντων/αγνοουμένων. Θυμός, απογοήτευση, παραγκωνισμός, και γι’ ακόμα μια φορά νιώσαμε τη διάκριση και την ανισότητα αυτού του άδικου κράτους. Αυτές οι οικογένειες που τους δόθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 94114 στις 13.012.22 ήταν οικογένειες παθόντων. Αυτά ισχυρίζονται οι βουλευτές της Επιτροπής Παθόντων.

Πιστεύετε ότι υπάρχει πραγματική βούληση από το κράτος ν’ αποκαταστήσει την αδικία ή πρόκειται για ένα παιχνίδι υποσχέσεων;

Το οδοιπορικό αυτού του αγώνα για τη δικαιοσύνη κρατεί πάρα πολλά χρόνια. Εξαντλήσαμε όλα τα περιθώρια και προσπάθειες. Η σύζυγός μου φθάρηκε ψυχολογικά επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια σε ώτα μη ακουόντων. Το ανέφερα και πιο πάνω ότι όταν είσαι μόνος χωρίς ουσιαστική βοήθεια κανείς δεν σε λαμβάνει υπόψη. Η άποψη που έχουμε σχηματίσει είναι ότι δεν υπάρχει βούληση πραγματική από τους κρατούντες την εξουσία ν’ αποκαταστήσουν την αδικία. Το κράτος μας ήταν ανέκαθεν άδικο και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα.

«Παρόλα αυτά, διατηρούμε την ελπίδα ότι, έστω και ύστερα από τόσα χρόνια, θα βρεθούν επιτέλους τα κατάλληλα πρόσωπα που θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Πρόσωπα με ευθυκρισία, ενσυναίσθηση, ανθρωπιά και θάρρος, ικανά να πράξουν το αυτονόητο και να επανορθώσουν μια κατάφωρη αδικία που δεν αξίζει να μένει στο σκοτάδι», ανέφερε καταληκτικά ο κ. Σταύρου.