Αναλύσεις

Οι εφιάλτες της μετα-Ανανικής εποχής: 2025 και η εσωτερική διάβρωση της κυπριακής υπόθεσης

Η Κύπρος δεν αντέχει άλλη ήττα μεταμφιεσμένη σε συμφωνία. Το ερώτημα πια δεν είναι αν θα λυθεί το Κυπριακό. Το ερώτημα είναι πώς θα λυθεί το Κυπριακό

Δύο δεκαετίες μετά το ηχηρό και αδιαμφισβήτητο “Όχι” του κυπριακού λαού στο Σχέδιο Ανάν, το πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο εξακολουθεί να ταλανίζεται από τα απόνερα μιας εσωτερικής διχοστασίας, που δεν έχει θεραπευθεί. Ενώ η ετυμηγορία του 2004 όφειλε να λειτουργήσει ως πυξίδα εθνικής ενότητας και διπλωματικής αξιοπρέπειας, αντίθετα λειτούργησε ως αφετηρία ενός υπόγειου ρεύματος πολιτικού αναθεωρητισμού, που επιδίωξε -και επιδιώκει ακόμη- να διαβρώσει το νόημα εκείνης της απόφασης.

ΚΡΙΣ 1.jpg

Από τις πρώτες κιόλας μέρες μετά το δημοψήφισμα, κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες επιδόθηκαν σε μια επιχείρηση αποδόμησης του “Όχι”, παρουσιάζοντάς το είτε ως “λάθος” είτε ως “ευκαιρία για νέα αρχή”, προκειμένου να συντηρηθεί στην πολιτική σκηνή η λογική της «λύσης πάση θυσία». Το ΑΚΕΛ, με ιδεολογική εμμονή στον δικοινοτισμό και την υπεράσπιση της «επαναπροσέγγισης», έπαιξε κεντρικό ρόλο στην εδραίωση της ιδέας ότι το Κυπριακό δεν είναι ζήτημα εισβολής και κατοχής, αλλά απλώς ένα «πολιτειακό πρόβλημα» που χρειάζεται διαχείριση. Από την άλλη, η ηγεσία του ΔΗΣΥ, με χαρακτηριστικότερη μορφή τον Αβέρωφ Νεοφύτου, επένδυσε σε μια ρητορική ρεαλισμού, προτάσσοντας συνεχώς την ανάγκη “να μη χάσουμε το τρένο της λύσης”, ακόμη και όταν οι όροι της λύσης εξευτέλιζαν κάθε έννοια κυριαρχίας, αξιοπρέπειας και διεθνούς νομιμότητας.

ΚΡΙΣ 2.jpg

Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκαν και οι γνωστοί θιασώτες της “όποιας λύσης”: ένα ετερόκλητο δίκτυο πολιτικών, δημοσιολογούντων, ακαδημαϊκών και παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι με συνέπεια προωθούν εδώ και χρόνια κάθε εκδοχή διευθέτησης του Κυπριακού, ανεξαρτήτως περιεχομένου και εθνικού κόστους. Η στάση τους δεν καθορίζεται από τη διεθνή πραγματικότητα ή τη συμπεριφορά της Άγκυρας, αλλά από έναν εσωτερικό ιδεολογικό φανατισμό υπέρ της “επανένωσης”, ακόμη κι αν αυτή συνεπάγεται την αναγνώριση τετελεσμένων, τη νομιμοποίηση της τουρκικής παρουσίας και την ακύρωση βασικών δικαιωμάτων του κυπριακού Ελληνισμού. Στο λεξιλόγιό τους, όποιος αντιστέκεται στη λογική της συνθηκολόγησης βαφτίζεται «εθνικιστής» ή «οπαδός της διχοτόμησης».

Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι αμείλικτη. Η Τουρκία, ειδικά μετά το 2020, εγκατέλειψε κάθε προσχηματική προσήλωση στην ομοσπονδία και επιδιώκει πια ανοικτά λύση δύο κρατών. Ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ λειτουργεί ως πιστός εντολοδόχος της Άγκυρας, απορρίπτοντας εκ των προτέρων οποιοδήποτε μοντέλο λύσης που θα οδηγούσε σε επανένωση υπό μία κυριαρχία.

Παρά τις συνθήκες αυτές, και παρότι η Τουρκία συνεχίζει τις παραβιάσεις στην ΑΟΖ, τις προκλήσεις εντός της νεκρής ζώνης και την προώθηση εποίκων, στο εσωτερικό της Κυπριακής Δημοκρατίας διατηρείται ζωντανή μια πολιτική γραμμή που επιμένει πως “πρέπει να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες χωρίς όρους”.

Η γραμμή αυτή δεν είναι απλώς αφελής· είναι επικίνδυνη. Διότι επιχειρεί να επιβάλει στο δημόσιο αίσθημα την ιδέα πως η Κυπριακή Δημοκρατία είναι εξίσου υπεύθυνη για τη μη λύση του Κυπριακού, και άρα πρέπει να δείξει “ευελιξία” για να ξεκολλήσει η διαδικασία. Πρόκειται για μια αντίληψη που αθωώνει την τουρκική πολιτική, παγιώνει την κατοχή και διαβρώνει σταδιακά την εθνική συνείδηση, ιδίως στις νεότερες γενιές.

Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι οι πολιτικοί φορείς που πρωτοστάτησαν σε αυτήν τη γραμμή -από το ΑΚΕΛ μέχρι τον ΔΗΣΥ- συνεχίζουν και σήμερα να εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της “υπευθυνότητας”, του “εκσυγχρονισμού” και της “πολιτικής ωριμότητας”. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου προβάλλεται ως “τεχνοκράτης της σταθερότητας” και το ΑΚΕΛ ως “κόμμα πατριωτικό με κοινωνική ευαισθησία”. Και, όμως, πρόκειται για τους ίδιους πολιτικούς μηχανισμούς που υπονόμευσαν συστηματικά το διεθνές κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδεχόμενοι την πολιτική ισότητα χωρίς αντίκρισμα, δικαιολογώντας την παρουσία στρατευμάτων, ή εμφανίζοντας την Τουρκία ως εταίρο που μπορούμε να πείσουμε – αν φανούμε αρκετά υποχωρητικοί.

Μπροστά σε αυτό το σκηνικό, η εθνική στρατηγική της Κύπρου δεν μπορεί να στηρίζεται άλλο σε αυταπάτες. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να αναμένουμε «καλή θέληση» από έναν επιτιθέμενο που δεν κρύβει τις προθέσεις του. Δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε συνεχώς με τον εαυτό μας, ενώ η άλλη πλευρά θέτει τελεσίγραφα. Η Κύπρος έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα: συμμετοχή στην Ε.Ε., στρατηγικές συμμαχίες με Ισραήλ, Αίγυπτο, Ελλάδα, ενεργειακές δυνατότητες. Αυτά πρέπει ν’ αποτελέσουν τη βάση για μια εθνική πολιτική ανάσχεσης, όχι μια πλατφόρμα νέων υποχωρήσεων.

Ακόμα και ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης, ο πλέον “διαλλακτικός” Πρόεδρος της μετα-Ανανικής περιόδου, είχε παραδεχτεί δημόσια το 2020 ότι η πολιτική τού κατευνασμού απέτυχε. Αν αυτό το διαπίστωνε ο αρχιτέκτονας της προσέγγισης με την τουρκική πλευρά, τότε τι ακριβώς προσδοκούν σήμερα όσοι μιλούν για «θετική ατζέντα» και νέα ευκαιρία λύσης με έναν Τατάρ απέναντί τους;

Η επανέναρξη των συνομιλιών που συζητείται σήμερα δεν μπορεί να γίνεται χωρίς πλήρη επίγνωση των νέων -και πολύ χειρότερων- δεδομένων. Δεν μπορεί να γίνει με αφέλεια ή από ανάγκη να παραχθεί πολιτικό έργο. Πρέπει να υπάρχει σαφής στόχος, σαφές όριο και κυρίως: εθνική ενότητα, χωρίς “πέμπτες φάλαγγες” στο εσωτερικό.

Ο δρόμος μπροστά δεν είναι εύκολος. Αλλά σίγουρα δεν περνά μέσα από τη λογική της «όποιας λύσης». Η Κύπρος δεν αντέχει άλλη ήττα μεταμφιεσμένη σε συμφωνία. Το ερώτημα πια δεν είναι αν θα λυθεί το Κυπριακό. Το ερώτημα είναι πώς θα λυθεί το Κυπριακό. Λύση για την οποία απλώς συμβιβαζόμαστε ή λύση που μας δικαιώνει;