Αναλύσεις

Η Τουρκία σε γεωπολιτικές προκλήσεις: Ευρωπαϊκή και ενεργειακή απομόνωση

Η Τουρκία δεν μπορεί επ’ αόριστον να ελίσσεται χωρίς να πληρώνει κόστος. Αν επιλέξει τη συνεννόηση, την εξομάλυνση και μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό, μπορεί να επανατοποθετηθεί ως κρίσιμος παράγοντας ανάμεσα στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

Η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας βρίσκεται σήμερα σε μια περίοδο έντονης αναδιαμόρφωσης, καθώς δύο παράλληλες εξελίξεις καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Άγκυρα καλείται να κινηθεί. Η τελευταία Έκθεση Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία, και η κοινή δήλωση Ηνωμένων Πολιτειών, Κύπρου, Ελλάδας και Ισραήλ για την ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι δύο αυτές πρωτοβουλίες, με διαφορετική αφετηρία, αλλά κοινό γεωπολιτικό αποτέλεσμα, σκιαγραφούν μια πραγματικότητα, όπου η Τουρκία καλείται να επιλέξει αν θα συνεχίσει την πορεία τής απομάκρυνσης από τη Δύση ή αν θα επιχειρήσει μια στρατηγική αναστροφή, επανατοποθετώντας τον εαυτό της στο Δυτικό σύστημα ασφάλειας και συνεργασίας.

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές Νοεμβρίου, θεωρείται ως η σκληρότερη των τελευταίων ετών. Χαρακτηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας «σε στασιμότητα», και καταγράφει σοβαρή επιδείνωση στους τομείς του κράτους δικαίου, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της ελευθερίας του Τύπου και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, επισημαίνει ότι η Άγκυρα δεν έχει επιδείξει πρόοδο στην εκπλήρωση των δεσμεύσεών της προς την Ένωση, μεταξύ των οποίων η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η συμμόρφωση με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για το Κυπριακό και η αποχή από ενέργειες που υπονομεύουν τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η έκθεση καταγράφει με σαφήνεια τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, τις μονομερείς εκδόσεις NAVTEX σε περιοχές κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς και τη συνεχιζόμενη κατοχή της βόρειας Κύπρου, που την χαρακτηρίζει ως «σοβαρό εμπόδιο» στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας.

Η αντίδραση της Άγκυρας υπήρξε άμεση και προβλέψιμα επιθετική. Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε την έκθεση «μεροληπτική, αβάσιμη και πολιτικά κατευθυνόμενη», υποστηρίζοντας ότι δεν αντανακλά τις προσπάθειες της χώρας για μια θετική ατζέντα με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πίσω, όμως, από τις ρητορικές απορρίψεις κρύβεται μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Η Τουρκία βρίσκεται σε διαρκή απόσταση από τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, ενώ η σχέση της με την Ένωση έχει μετατραπεί από ενταξιακή σε καθαρά συναλλακτική. Η πολιτική του Τούρκου Προέδρου να ελίσσεται μεταξύ Μόσχας και Βρυξελλών, να χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό ως εργαλείο πίεσης, και να επιδιώκει απομακρυσμένη αυτονομία στην εξωτερική πολιτική οδήγησε στην απώλεια εμπιστοσύνης από την ευρωπαϊκή πλευρά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις όποιες επιφυλάξεις, δείχνει να έχει αποφασίσει πως η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρείται αξιόπιστος εταίρος χωρίς θεσμικές εγγυήσεις και χωρίς σεβασμό του διεθνούς δικαίου.

Την ίδια στιγμή, η Ανατολική Μεσόγειος μετατρέπεται ξανά σε πεδίο διαμόρφωσης νέων ισορροπιών ισχύος. Η κοινή δήλωση Ηνωμένων Πολιτειών, Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ για ενεργειακή συνεργασία, στο πλαίσιο του σχήματος «3+1», αποτελεί ξεκάθαρο μήνυμα για την κατεύθυνση που λαμβάνουν οι ενεργειακές εξελίξεις. Οι τέσσερεις χώρες δεσμεύτηκαν να ενισχύσουν την περιφερειακή σταθερότητα και να προωθήσουν υποδομές που θα ενώνουν τα ενεργειακά δίκτυα της περιοχής με την Ευρώπη, τόσο μέσω φυσικού αερίου όσο και ηλεκτρικής διασύνδεσης. Στο επίκεντρο βρίσκονται έργα όπως ο Great Sea Interconnector, που θα συνδέσει ενεργειακά το Ισραήλ με την Κύπρο και την Ελλάδα, και ο ευρύτερος διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης, που αποκτά διαστάσεις γεωοικονομικής αναχαίτισης της κινεζικής και ρωσικής επιρροής. Για την Τουρκία, η νέα αυτή αρχιτεκτονική συνιστά καίριο πλήγμα στις φιλοδοξίες της να καταστεί ο αποκλειστικός ενεργειακός κόμβος της περιοχής. Ενώ η Άγκυρα είχε επενδύσει πολιτικά στο αφήγημα τής «Γαλάζιας Πατρίδας» και στον ρόλο της ως χώρας-διεξόδου για τη μεταφορά ενεργειακών πόρων προς την Ευρώπη, η πραγματικότητα διαμορφώνεται διαφορετικά. Η ενεργειακή συνεργασία πλέον προχωρεί χωρίς τη συμμετοχή της, με σαφή στήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη θεσμική νομιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν την Τουρκία σε μια δύσκολη θέση. Από τη μια, η απομάκρυνσή της από την ευρωπαϊκή προοπτική περιορίζει τα πολιτικά και οικονομικά της περιθώρια, ενώ η ενεργειακή της απομόνωση μειώνει τον γεωπολιτικό της μοχλό πίεσης. Από την άλλη, η συνεχιζόμενη αυταρχικοποίηση στο εσωτερικό της και η επιθετική ρητορική προς τους γείτονές της ενισχύουν την εικόνα μιας χώρας που απομονώνεται, όχι μόνο θεσμικά, αλλά και στρατηγικά. Η Τουρκία, παρά το μέγεθος, τον πληθυσμό και την ισχύ της, κινδυνεύει να βρεθεί έξω από τα νέα σχήματα συνεργασίας που διαμορφώνουν το μέλλον της περιοχής.

Η επαναφορά της έννοιας της «χρηστής γειτονίας» θα μπορούσε να μεταβάλει ριζικά το περιβάλλον της Τουρκίας. Η Άγκυρα οφείλει ν’ αποδείξει στην πράξη ότι προτιμά τη συνεργασία από την αντιπαράθεση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με σαφή δέσμευση σε συνομιλίες για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, με εποικοδομητική επιστροφή στο τραπέζι του Κυπριακού υπό την αιγίδα και με βάση τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, και με παύση των μονομερών ενεργειών στην κυπριακή και ελλαδική ΑΟΖ. Παράλληλα, η ενεργειακή συνεργασία δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως απειλή, αλλά ως πιθανό πεδίο συμμετοχής, εφόσον επιδείξει διάθεση καλής θέλησης, συμμόρφωσης με το διεθνές δίκαιο και διαφάνειας. Ένα τέτοιο βήμα θα μπορούσε ν’ αναστρέψει την αρνητική εικόνα της και να δημιουργήσει γέφυρες με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ. Η προσπάθειά της να ισορροπήσει ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση αποδεικνύεται ολοένα πιο δύσκολη, καθώς το γεωπολιτικό περιβάλλον μετακινείται σταθερά προς ανασυγκρότηση Δυτικών μπλοκ, με πλήρη επικράτηση και επιρροή των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία δεν μπορεί επ’ αόριστον να ελίσσεται χωρίς να πληρώνει κόστος. Αν η Τουρκία επιλέξει τη συνεννόηση, την εξομάλυνση και μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό, μπορεί να επανατοποθετηθεί ως κρίσιμος παράγοντας ανάμεσα στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

Συμπερασματικά, η επιλογή ανήκει αποκλειστικά στην Άγκυρα. Οι συνθήκες δεν είναι πια ευνοϊκές για ηγεμονικά οράματα, επεκτατική πολιτική και για επιθετικούς αναθεωρητισμούς τύπου «Γαλάζιας Πατρίδας», ούτε για στρατηγικά παιχνίδια ισορροπιών μεταξύ Μόσχας και Δύσης. Το ευρωπαϊκό περιβάλλον αλλάζει, η Ανατολική Μεσόγειος αποκτά νέα ενεργειακή και γεωπολιτική δυναμική σε μια αμερικανική σφαίρα επιρροής και επικράτησης, και η Τουρκία, αν αποβλέπει σοβαρά στην εξυπηρέτηση των καλώς νοουμένων συμφερόντων της, είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί. Αν συνεχίσει να αντιστέκεται και να υπονομεύει την πραγματικότητα, θα βρεθεί αντιμέτωπη με αυξανόμενη απομόνωση, γεωπολιτική, οικονομική και διπλωματική. Αν, όμως, επιλέξει τον δρόμο της αναπροσαρμογής, της ανανέωσης και της διεθνούς νομιμότητας, τότε, έστω και αργά, θα μπορέσει να ξανακερδίσει τον ρόλο της σε μια περιοχή που δεν μπορεί να την αγνοεί, αλλά και δεν είναι πλέον διατεθειμένη να την ανέχεται άκριτα και χωρίς επιπτώσεις.

*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης