Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, διαχρονικό πρόβλημα χωρίς λύση
Το νέο σχέδιο έχει μερικές καινοτομίες, όργανα και άλλα στοιχεία για την αξιολόγηση. Όμως δεν διαφέρει ριζικά από το υφιστάμενο σχέδιο
Υπηρέτησα περισσότερο από 40 χρόνια στην εκπαίδευση. Διορίστηκα στη θέση δασκάλου το 1963 και αφυπηρέτησα από τη θέση του επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης το 2004. Πέρασα όλα τα στάδια της αξιολόγησης. Υπήρξα αξιολογούμενος δάσκαλος, βοηθός διευθυντής, διευθυντής, και αξιολογών διευθυντής των μελών του προσωπικού των σχολείων όπου υπηρέτησα και αξιολογών επιθεωρητής των εκπαιδευτικών της εκπαιδευτικής μου περιφέρειας. Θεωρώ ότι μπορώ να έχω άποψη για το θέμα του Σχεδίου Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών.
Πριν παραθέσω τις απόψεις μου, θα αναφέρω μια διαπίστωση ενός αείμνηστου συναδέλφου, που υπήρξε διευθυντής μου στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τότε που άρχισε η εφαρμογή του νέου, για τότε, σχεδίου αξιολόγησης. Σχολιάζαμε τις προαγωγές, οι οποίες, όπως και σήμερα, δεν ήταν αδιάβλητες. Μου είπε τότε, ότι στη δική του εποχή, 20 χρόνια προηγουμένως, οι δάσκαλοι από μόνοι τους έκριναν ποιοι άξιζαν προαγωγής και συνήθως έπαιρναν προαγωγή αξιοκρατικά τα ίδια πρόσωπα που εκείνοι υπολόγιζαν ότι θα προαχθούν. Και τότε δεν υπήρχε σχέδιο αξιολόγησης με τα διάφορα αντικειμενικά, μετρήσιμα και άλλα κριτήρια, αλλά οι αξιολογούντες έκριναν από τη γενική εικόνα και παράσταση, που είχε ο κάθε εκπαιδευτικός και που την έδειχνε με την εργασία και τη συμπεριφορά του.
Το 1963 είχα την πρώτη μου αξιολόγηση και βαθμολογία, που γινόταν στην κλίμακα του 40. Σε λίγες μέρες, όταν έγιναν γνωστές αρκετές βαθμολογίες, διαπίστωσα ότι τη δική μου βαθμολογία είχε ένα πολύ μικρό ποσοστό συναδέλφων. Φυσικά στο φάκελό μας υπήρχε και η περιγραφική τεκμηρίωση στους διάφορους τομείς της εκπαιδευτικής αξιολόγησης και η αριθμητική αποτίμησή τους. Τριάντα χρόνια αργότερα, όταν έγινα επιθεωρητής, διαπίστωσα ότι όλοι σχεδόν αξιολογούνταν ως εξαίρετοι, με αριθμητική αποτίμηση 36 για τους απλούς δασκάλους, 37 για τους Β.Δ. και 38 για τους διευθυντές. Μερικοί διευθυντές είχαν 39 στη δεύτερη και τρίτη αξιολόγησή τους. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, η πλήρης ισοπέδωση, που αποτελεί και το μεγάλο πρόβλημα της αξιολόγησης. Φυσικά το πρόβλημα δεν οφείλεται σε λανθασμένες παραμέτρους του σχεδίου αξιολόγησης. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν μπορούν να αναλυθούν σε ένα μονοσέλιδο άρθρο. Ούτε και οι αξιολογούντες και η υποκειμενικότητα φέρουν ακέραιη την ευθύνη. Και φυσικά κανένα σχέδιο δεν μπορεί να καταργήσει αυτήν την ισοπέδωση μέσα σε λίγα χρόνια. Οι ρίζες είναι βαθιές.
Η αξιολόγηση έχει δυο όψεις. Η πρώτη είναι η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, της εκπαιδευτικής δραστηριότητάς της και των αποτελεσμάτων που έχει. Σε αυτήν αξιολογείται και η ικανότητα και επάρκεια των νέων εκπαιδευτικών. Σκοπός είναι η ανατροφοδότηση και στοχεύει στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της εργασίας των εκπαιδευτικών. Για την αξιολόγηση αυτή δεν υπάρχουν αντιδράσεις.
Η δεύτερη είναι η αξιολόγηση του κάθε εκπαιδευτικού και ιδιαίτερα όσων βρίσκονται στο στάδιο προαγωγής. Έχει σκοπό την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αυτών και την κατάταξή τους σε κατάλογο υποψηφίων για προαγωγή με βάση την αριθμητική βαθμολογία τους. Αυτή είναι η αξιολόγηση που προξενεί προβλήματα και αντιδράσεις.
Φυσικά τα σχέδια αξιολόγησης ορίζουν τα κριτήρια, με τα οποία αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί. Όλοι αναζητούν αντικειμενικά και ατυχώς, κάποτε, αναφέρονται και σε μετρήσιμα κριτήρια. Μετρήσιμα κριτήρια είναι τα έτη υπηρεσίας. Μετρήσιμα είναι και τα ακαδημαϊκά προσόντα, ανάλογα με το επίπεδό τους, αλλά και αυτά έχουν μια λανθασμένη βαρύτητα στην καταμέτρησή τους. Τα μόνα σίγουρα μετρήσιμα κριτήρια είναι η ηλικία, το βάρος και το ύψος, αλλά αυτά δεν αποτελούν στοιχεία για την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής ικανότητας.
Η άποψή μου είναι ότι ούτε αντικειμενικά κριτήρια μπορεί να υπάρχουν. Γιατί την αξιολόγηση δεν την κάνουν τα αντικειμενικά κριτήρια, αλλά η ανθρώπινη αντικειμενικότητα των αξιολογούντων. Οι άνθρωποι, όσο αντικειμενικοί και δίκαιοι θέλουν και προσπαθούν να είναι, δεν μπορούν να αποφύγουν την υποκειμενική κρίση, με την οποία κρίνει ο καθένας το ίδιο αντικείμενο, ικανότητα, ή τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά και δράση ενός ατόμου. Φυσικά η υποκειμενική κρίση επηρεάζεται και από εξωτερικούς, εξωγενείς και περιστασιακούς παράγοντες. Το χειρότερο όμως είναι ότι πολλές φορές η υποκειμενική κρίση και αξιολόγηση είναι είτε στρατευμένη σε κάποιο στόχο είτε είναι προκατειλημμένη σε κάποια κατάληξη.
Άλλο μειονέκτημα είναι ότι είμαστε μικρός τόπος και η υποκειμενικότητα επηρεάζεται από τις γνωριμίες, την ιδεολογία, τις γενικές απόψεις και θέσεις αξιολογούμενου και αξιολογούντος και την ενσυνείδητη προσπάθεια να είναι η αξιολόγηση αποδεκτή και ευχάριστη για όλους. Κυρίως από το σημείο αυτό προέρχεται και η γενική ισοπέδωση της βαθμολογίας.
Φυσικά η ισοπέδωση μπορεί να περιοριστεί με τον καθορισμό «καλουπιών». Δηλαδή ο καθορισμός ποσοστών για το άριστα, το λίαν καλώς, το καλώς και το μέτρια. Αλλά όταν έγινε απόπειρα καθορισμού ποσοστών, τέτοια οδηγία θεωρήθηκε αντισυνταγματική και απορρίφθηκε. Και από τότε οι αξιολογούντες ένιωσαν ελευθερία και άνεση να αξιολογούν όλους, ή σχεδόν όλους με το άριστα.
Είμαι βέβαιος ότι ούτε και η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορεί να κρίνει αντικειμενικά τους ανθρώπους, αν της δοθούν οι ίδιες οδηγίες, τα ίδια κριτήρια και οι ίδιες περιγραφές για τους τομείς αξιολόγησης, όπως δίνονται στους αξιολογούντες.
Το νέο σχέδιο έχει μερικές καινοτομίες, όργανα και άλλα στοιχεία για την αξιολόγηση. Όμως δεν διαφέρει ριζικά από το υφιστάμενο σχέδιο. Οι τομείς αξιολόγησης είναι περίπου οι ίδιοι. Και τα αποτελέσματα θα είναι περίπου τα ίδια, χωρίς τα αντισυνταγματικά «καλούπια». Αναμένω μικρή διαφοροποίηση της ισοπέδωσης. Και ούτε η νέα πρόνοια για αναθεωρητική αρχή θα μπορεί να διαφοροποιήσει αρκετά την κατάσταση.
Εύχομαι να έχω λάθος και το νέο σχέδιο να αποδειχθεί σύγχρονο, αντικειμενικό και δίκαιο.