Αναλύσεις

Αναβάθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας: Ανάλυση, προκλήσεις και εισηγήσεις

Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο της πρότασης αφορά την αύξηση των αμυντικών δαπανών και τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοδότησης της άμυνας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά την αμυντική της πολιτική, καθώς η αυξανόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι νέες προκλήσεις ασφάλειας αναγκάζουν τα κράτη-μέλη να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στη συλλογική άμυνα. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 σηματοδότησε μια στροφή στην ευρωπαϊκή προσέγγιση προς την άμυνα, αναδεικνύοντας τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της υπάρχουσας πολιτικής ασφάλειας. Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην ΕΕ παραμένει επιφυλακτική, αν όχι επιθετική, με βασικά σημεία τριβής την άμυνα, το εμπόριο και τη γενικότερη θέση της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα. Επιπλέον, οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή, η ασταθής κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια και η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Αφρική και στον Ινδοειρηνικό δημιουργούν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και απρόβλεπτο περιβάλλον, στο οποίο η ΕΕ καλείται ν’ ανταποκριθεί με τρόπο αποφασιστικό και συντονισμένο.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ηγέτες της ΕΕ εργάζονται για την προώθηση μιας νέας πρότασης αναβάθμισης της ευρωπαϊκής άμυνας, που να στοχεύει στην ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ένωσης και στη διασφάλιση της ασφάλειας των πολιτών της. Η πρόταση αναμένεται να συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου και εστιάζει σε τρεις βασικούς άξονες: την ενισχυμένη αμυντική συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, την αύξηση των αμυντικών δαπανών και την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Αυτοί οι πυλώνες κρίνονται ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων απειλών και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αποτρεπτικής ικανότητας.

Ένα από τα κεντρικά στοιχεία της πρότασης είναι η εμβάθυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών σε επίπεδο στρατιωτικού σχεδιασμού, επιχειρησιακής ετοιμότητας και ανταλλαγής πληροφοριών. Παρόλο που η ΕΕ διαθέτει ήδη ορισμένους μηχανισμούς κοινής άμυνας, όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας, η αποτελεσματικότητά τους έχει μέχρι στιγμής περιοριστεί από την έλλειψη συντονισμού και την απροθυμία ορισμένων χωρών ν’ αναθέσουν κυριαρχικές αρμοδιότητες σε υπερεθνικό επίπεδο. Η νέα πρόταση επιδιώκει να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια, προωθώντας τη δημιουργία κοινών στρατιωτικών μονάδων που θα μπορούν ν’ αναλαμβάνουν αποστολές τόσο εντός όσο και εκτός ευρωπαϊκού εδάφους. Παράλληλα, η εναρμόνιση των εθνικών στρατιωτικών δογμάτων και η βελτίωση της συνεργασίας σε επίπεδο αμυντικής πληροφόρησης αποτελούν κρίσιμα βήματα προς την κατεύθυνση μιας πιο ενιαίας και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής.

Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο της πρότασης αφορά την αύξηση των αμυντικών δαπανών και τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοδότησης της άμυνας. Οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με αρκετές χώρες, όπως η Γαλλία και η Πολωνία, να πλησιάζουν ή να ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές επενδύσεις. Παρόλα αυτά, η κατανομή των δαπανών παραμένει κατακερματισμένη και βασίζεται κυρίως σε εθνικές πρωτοβουλίες, χωρίς συντονισμένη προσέγγιση σε επίπεδο Ένωσης. Η πρόταση που προωθείται προβλέπει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αμυντικού ταμείου, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων, την εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής παρουσίας σε κρίσιμες περιοχές. Ένα τέτοιο ταμείο θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τις εθνικές αμυντικές δαπάνες, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη ευελιξία και αποδοτικότητα στις επενδύσεις.

Η τρίτη βασική διάσταση της πρότασης αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Παρόλο που η ΕΕ διαθέτει μια ισχυρή βιομηχανική βάση, μεγάλο μέρος των στρατιωτικών προμηθειών της εξακολουθεί να προέρχεται από τρίτες χώρες, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2023, το 78% των στρατιωτικών προμηθειών της Ευρώπης προήλθε από μη ευρωπαϊκούς προμηθευτές, κάτι που αναδεικνύει την εξάρτηση της Ένωσης από εξωτερικές δυνάμεις. Η πρόταση της ΕΕ στοχεύει στη μείωση αυτής της εξάρτησης μέσω κινήτρων για την ανάπτυξη ευρωπαϊκών αμυντικών τεχνολογιών, την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα της άμυνας και την προώθηση κοινών ευρωπαϊκών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικά οικονομικά οφέλη, ενισχύοντας τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας σε στρατηγικούς τομείς.

Παρόλο που η πρόταση της ΕΕ για αναβάθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας περιλαμβάνει αρκετά θετικά στοιχεία, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν για την επιτυχή εφαρμογή της. Ένα από τα κύρια εμπόδια είναι η πολιτική βούληση των κρατών-μελών, καθώς η άμυνα παραμένει ένας τομέας στενά συνδεδεμένος με την εθνική κυριαρχία. Ορισμένες χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Αυστρία, εμφανίζονται επιφυλακτικές απέναντι στην προοπτική μιας πιο ενοποιημένης ευρωπαϊκής άμυνας, φοβούμενες ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια εθνικού ελέγχου. Επιπλέον, η Γερμανία, παρά τη δέσμευσή της για αύξηση των αμυντικών δαπανών, διατηρεί μια πιο μετριοπαθή στάση όσον αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή τής ΕΕ σε διεθνείς συγκρούσεις. Ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα αφορά τη χρηματοδότηση της πρότασης. Παρόλο που η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αμυντικού ταμείου θεωρείται μια φιλόδοξη πρωτοβουλία, η υλοποίησή της απαιτεί σημαντικούς πόρους, που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αντιστάσεις από κράτη-μέλη που τηρούν αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως η Ολλανδία και η Σουηδία, ενδέχεται να αντιταχθούν στην ιδέα της κοινοτικής χρηματοδότησης αμυντικών δαπανών, φοβούμενες την επιβάρυνση των κρατικών τους προϋπολογισμών.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχής εφαρμογή της πρότασης, η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες των κρατών-μελών και θα προσφέρει ευέλικτες λύσεις. Η δημιουργία ενός μηχανισμού επιμερισμού των αμυντικών δαπανών, ο οποίος θα βασίζεται σε αναλογική συνεισφορά των κρατών ανάλογα με το ΑΕΠ και τις αμυντικές τους ανάγκες, θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξομάλυνση των αντιστάσεων. Παράλληλα, η ενίσχυση και περαιτέρω ανάπτυξη και οργάνωση της διακοινοτικής συνεργασίας μέσω της PESCO και η ενδυνάμωση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον συντονισμό των αμυντικών πολιτικών.

Η πρόταση που επεξεργάζονται οι ηγέτες της ΕΕ για αναβάθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για την ΕΕ να ενισχύσει την ασφάλειά της και να αποκτήσει μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία. Παρόλο που η υλοποίησή της θα αντιμετωπίσει προκλήσεις, η ανάγκη για μια πιο ισχυρή και ανεξάρτητη Ευρώπη καθιστά τη μεταρρύθμιση αυτή αναπόφευκτη.

*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης