Αναλύσεις

Οι εφιάλτες της μετα-Ανανικής εποχής

Πώς ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ έσπειραν τον κατευνασμό και θερίζουν την υποτέλεια

Στην επαύριον του συντριπτικού "Όχι" στο Σχέδιο Ανάν το 2004, η κυπριακή πολιτική σκηνή εισήλθε σε περίοδο αντιφατικής αναδίπλωσης. Αντί η ετυμηγορία του λαού να ενδυναμώσει τη διπλωματική φαρέτρα της Λευκωσίας, ορισμένα κόμματα έσπευσαν να μεταφράσουν το αποτέλεσμα σε ευκαιρία “επαναπροσέγγισης”. Πρωτοστατούντων του ΑΚΕΛ και του τότε Προέδρου του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, είδαμε τη σταδιακή εμπέδωση ενός ιδιότυπου πολιτικού ραγιαδισμού, που εργαλειοποιούσε τον διεθνισμό και τον ευρωπαϊσμό για να διαστρέψει το γεωπολιτικό διακύβευμα της κατοχής.

Το ΑΚΕΛ, διαχρονικά φορέας της κομματικής εξωτερικής πολιτικής των “ισορροπιών”, υπονόμευσε το "Όχι" τού 2004 αναλαμβάνοντας ρόλο πολιτικού προξένου προς τους μηχανισμούς της Ε.Ε. και του ΟΗΕ. Οι ηγετικές του ομάδες, είτε από ιδεολογική εμμονή στον δικοινοτισμό είτε από ιδιοτελή ανάγκη να παραμείνουν στο κάδρο των εξελίξεων, προώθησαν την ιδέα πως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παρεξήγηση – και όχι η συνειδητή απόρριψη μιας αποικιοκρατικής λύσης. Η επιμονή του ΑΚΕΛ σε αυτήν τη γραμμή το μετέτρεψε σταδιακά σε συνομιλητή διεθνών δρώντων, που επιθυμούσαν την επαναφορά του Ανάν από το παράθυρο.

Την ίδια στιγμή, ο Αβέρωφ Νεοφύτου, διαχρονικά πρεσβευτής της ρεαλπολιτίκ, πρωταγωνίστησε σε πρωτοβουλίες που ξεκινούσαν από επισκέψεις στην Άγκυρα και κατέληγαν σε δηλώσεις περί πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων χωρίς σαφή ανταλλάγματα. Ο ρόλος του δεν ήταν απλώς παρασκηνιακός. Ο Αβέρωφ επέλεξε να υποκαταστήσει τον θεσμικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να λειτουργήσει ως ανεπίσημος διπλωμάτης ενός εξευτελισμένου ρεαλισμού. Κινήσεις που, ενώ βαφτίζονταν ως "πατριωτική ευθύνη", ουσιαστικά λειτουργούσαν ως φορείς αποδοχής της τουρκικής λογικής περί δύο κρατών.

Το ερώτημα δεν είναι αν οι παραπάνω ενέργειες υπήρξαν αντεθνικές· το κρίσιμο ερώτημα είναι για ποιον λόγο προέβησαν σε αυτές όταν η Τουρκία δεν είχε επιδείξει καμία διάθεση μεταστροφής. Μήπως επειδή, για κάποιους, το Κυπριακό δεν είναι υπόθεση εθνικής επιβίωσης, αλλά πολιτικό εργαλείο χειραγώγησης του εκλογικού σώματος;

Μήπως επειδή στο υπόβαθρο αυτής της στάσης κρύβεται ένα πατερναλιστικό και νεοαποικιακό αφήγημα περί "καθυστερημένων Ελληνοκυπρίων", που πρέπει να υπακούσουν σε γεωστρατηγικά κελεύσματα χωρίς αντιρρήσεις;

Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, το ίδιο δίδυμο –ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ– κινήθηκε “χέρι-χέρι” προς μια νέα φάση διαπραγματεύσεων, εξωραΐζοντας την Τουρκία και επιρρίπτοντας τις ευθύνες αποκλειστικά στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Η πολιτική του κατευνασμού, που προώθησαν, βρήκε αντίκτυπο σε διεθνείς εκθέσεις, ευρωπαϊκά συμπεράσματα και δηλώσεις Γ.Γ. του ΟΗΕ, όπου σταδιακά η Κυπριακή Δημοκρατία παρουσίαζε το προφίλ του “αρνητή της λύσης”. Αυτή η επικίνδυνη μετάθεση ευθυνών υπήρξε αποτέλεσμα επιμελημένης εσωτερικής φθοροποιού δράσης.

Παρά τις ξεκάθαρες τουρκικές θέσεις υπέρ της λύσης δύο κρατών, παρά τις παράνομες γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ και την αποστολή πολεμικών σκαφών στη θαλάσσια ζώνη της Κύπρου, ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ υποστήριξαν την ανάγκη για άνευ όρων επιστροφή στις συνομιλίες. Οι πιέσεις προς την Προεδρία να υποχωρήσει σε ζητήματα πολιτικής ισότητας, ασφάλειας και εγγυήσεων, έγιναν έντονες. Υποτίθεται ότι αυτή η “ευελιξία” θα οδηγούσε στην πολυπόθητη λύση. Όμως το αποτέλεσμα ήταν η εμπέδωση της τουρκικής αντίληψης περί ισοτιμίας κατοχής και κρατικότητας.

Η Δημοκρατία της Κύπρου, υπό αυτές τις πολιτικές, έπαψε να λειτουργεί ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και μετατράπηκε σε αντικείμενο πειραματισμών μεταξύ Άγκυρας, Λονδίνου και Ουάσιγκτον. Από σημείο αναφοράς του ευρωπαϊκού δικαίου, η Κύπρος εξελίχθηκε σε αποικιακό κατάλοιπο. Ας αναρωτηθούμε: αν ένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τη νομιμότητά του εντός της Ε.Ε., τι μήνυμα στέλνει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες;

Οι Αμερικανοί πρέσβεις, κατά καιρούς, επιδόθηκαν σε “δηλώσεις σοκ”, αμφισβητώντας ακόμη και την τουρκική εισβολή και κατοχή – με ανοχή ή και σιωπηλή συνενοχή των ίδιων κομμάτων. Εφημερίδες και ΜΜΕ, ευθυγραμμισμένα με τα συμφέροντα της λεγόμενης λύσης “όποιας και να ’ναι”, αποσιώπησαν επικίνδυνες προσεγγίσεις και απάλειψαν τις ευθύνες της Άγκυρας από τη δημόσια συζήτηση.

Σήμερα, η γεωπολιτική συγκυρία παρέχει στην Κυπριακή Δημοκρατία συγκριτικά πλεονεκτήματα – ενεργειακά, στρατηγικά, ευρωπαϊκά. Η συγκρότηση αξόνων με Ισραήλ, Αίγυπτο και Ελλάδα, η συμπερίληψη της Κύπρου στους διαλόγους του East Med Gas Forum και η αναβάθμιση της στρατηγικής της θέσης εντός της Ε.Ε. αποτελούν μοναδικά κεφάλαια εθνικής ασφάλειας. Όμως, τα ίδια πρόσωπα και οι ίδιες δυνάμεις εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται το Κυπριακό όχι ως εθνικό ζήτημα πρώτης γραμμής, αλλά ως επικοινωνιακή τακτική και κομματικό αφήγημα.

Ο Αβέρωφ Νεοφύτου σήμερα προβάλλεται ως τεχνοκράτης της σταθερότητας. Το ΑΚΕΛ, ως πατριωτικό κόμμα κοινωνικής ευαισθησίας. Όμως, οι πολιτικές τους διαδρομές αποκαλύπτουν άλλο αφήγημα: την εμπέδωση της ήττας ως στρατηγικής. Εάν δεν αποκαλυφθούν πλήρως οι μηχανισμοί αυτής της εγχώριας “πέμπτης φάλαγγας”, η Κύπρος θα παραμείνει αιχμάλωτη όχι μόνο της τουρκικής επιθετικότητας αλλά και της δικής της εσωτερικής διάβρωσης.

Ο πολιτικός διάλογος στην Κύπρο οφείλει να αποκτήσει δομή, βάθος και νηφαλιότητα. Το 2025 δεν είναι 2004. Ο λαός έχει ωριμάσει. Οι διεθνείς συσχετισμοί έχουν μεταβληθεί. Η εθνική στρατηγική πρέπει να στηριχθεί στη σταθερότητα, στο διεθνές δίκαιο, στις στρατηγικές συμμαχίες, και όχι στους πρόθυμους κομιστές της Πειθούς και της Βίας.

Y.Γ.: Παραμονές της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό πρέπει να έχουμε υπόψη μέσα σε ποιες συνθήκες και δεδομένα επιχειρείται κάτι τέτοιο και ασφαλώς με ποιον εχθρό έχουμε να κάνουμε. Στις 20/7/2020, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης προέβαινε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Η πολιτική του κατευνασμού δεν πρόκειται να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε σχέση με την Τουρκία. Δοκιμάστηκε και έχει αποτύχει. Τουναντίον, αντί να λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την υιοθέτηση μιας λογικής, ρεαλιστικής και συνάδουσας με το διεθνές δίκαιο στάσης, εκτρέφει ακόμη περισσότερο τη μεγαλομανία, τις παράνομες δράσεις, τις εκβιαστικές προσεγγίσεις και τις επικίνδυνες ψευδαισθήσεις μίας χώρας, που θεωρεί τον εαυτό της ως ηγέτιδα της περιοχής και όχι μόνο».

Αν αυτά λέγονται από τον Νίκο Αναστασιάδη, τον βολικό, τον διαλλακτικό, τον «ανανικό», τον ρεαλιστή, τον δεδηλωμένο οπαδό της λύσης και της επανένωσης, σκεφτείτε ποιο είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο καλούμαστε να προσέλθουμε σε έναν νέο γύρο συνομιλιών και ποιες πιθανότητες επιτυχίας υπάρχουν. Γιατί, όσα κι αν λέγονται, τίποτε δεν έχει αλλάξει από τότε που έκανε τις διαπιστώσεις ο τότε Πρόεδρος. Αντίθετα, τα δεδομένα άλλαξαν προς το χειρότερο. Τώρα έχουμε απέναντί μας έναν Τατάρ με τις γνωστές θέσεις και την αδιαλλαξία του. Έχουμε την απόλυτη στροφή προς λύση δύο κρατών, που υποστηρίζεται μέρα και νύκτα και από την Άγκυρα εξαφανίζοντας κάθε περίπτωση συνδιαλλαγής και κατάληξης σε μια υποφερτή λύση.