Οι «αδάμαστοι» Δρούζοι ξεμπροστιάζουν τις αδυναμίες του καθεστώτος Αλ Σάραα
Η πιο ρεαλιστική προοπτική για την επόμενη φάση είναι μια συμφωνία μη επιθετικότητας

Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και άνοιξε μια νέα, αβέβαιη, μέχρι στιγμής, φάση για τη Συρία. Η ανάληψη της εξουσίας από τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) και τον Άχμεντ αλ-Σάραα δημιούργησε κενά εξουσίας, αναδιάταξη των ισορροπιών και αναθέρμανση παλαιών εθνοτικών, γεωπολιτικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. Την ίδια ώρα, η νέα ηγεσία στη Δαμασκό επιχειρεί από τη μια την αποκατάσταση της κρατικής κυριαρχίας, αλλά από την άλλη αναζητά συνεννόηση με την Ουάσιγκτον και, ενδεχομένως, μια συμφωνία μη επιθετικότητας με το Ισραήλ.
Η μετα-Άσαντ εποχή
Από τον Δεκέμβριο, όταν η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) κατέλαβε την εξουσία στη Δαμασκό, δημιουργήθηκε ένα κενό εξουσίας στη νότια Συρία. Αυτό το κενό «ανάγκασε» το Ισραήλ να ενισχύσει εκεί τη στρατιωτική του παρουσία, προβλέποντας την πιθανότητα εισόδου μη φιλικών παραγόντων στην περιοχή, καθώς γνωρίζει ότι, παρά την εξασθένιση της Χεζμπολάχ και της ιρανικής επιρροής, η Τεχεράνη συνεχίζει να επιχειρεί να εδραιωθεί ξανά σε αυτές τις περιοχές.
Αναλυτές σημειώνουν ότι Ισραήλ και Συρία έχουν κάποιους κοινούς στόχους. Για παράδειγμα, και τα δύο κράτη επιδιώκουν να εμποδίσουν την επαναδραστηριοποίηση της Χεζμπολάχ και του Ιράν στην περιοχή. Η συνεργασία σε αυτό το επίπεδο είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η απώλεια του «χερσαίου διαδρόμου» που συνέδεε το Ιράν με τη Χεζμπολάχ έχει απομονώσει την οργάνωση, ωστόσο Συρία και Ισραήλ συνεχίζουν να επιτηρούν στενά τα σύνορα με τον Λίβανο.
Την ίδια ώρα, η Δαμασκός κρατάει χαμηλούς τόνους στο ζήτημα της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ, τονίζοντας συχνά την ανάγκη για ηρεμία στην περιοχή. Οι δύο χώρες έχουν μια σειρά από κοινούς στόχους, από την καταπολέμηση της διακίνησης όπλων της Χεζμπολάχ μέχρι την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Από την πτώση του Άσαντ και μετά, η Δαμασκός συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ σε θέματα αντικατασκοπίας, κάτι που ενίσχυσε την εμπιστοσύνη με τη Δύση. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση έχει ανταποκριθεί θετικά στις ισραηλινές ανησυχίες, βάζοντας στο στόχαστρο παλαιστινιακές οργανώσεις εντός Συρίας και επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ τα αρχεία του εκτελεσθέντος κατασκόπου Ελι Κοέν. Είναι σαφές ότι η Συρία θα επιθυμούσε την επαναφορά της πολιτικής του «καλού γείτονα» από πλευράς Ισραήλ, όπως ίσχυε την περίοδο που το Τελ Αβίβ περιέθαλπε τραυματίες του συριακού εμφυλίου.
Δεν πρέπει να λησμονείται όμως ότι τόσο ο Σάραα όσο και η HTS διατηρούσαν φιλοπαλαιστινιακή στάση τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστικά, χαιρέτισαν την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου και θρήνησαν τον θάνατο ηγετών της, όπως ο Χανίγια και ο Σινουάρ. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ωστόσο, η ρητορική έχει αλλάξει και μετακινήθηκε προς μια πιο πραγματιστική κατεύθυνση. Οι νέοι ηγέτες της Συρίας γνωρίζουν καλά πως μια σύγκρουση με το Ισραήλ θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα, όπως συνέβη με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Παρ’ όλα αυτά, πρώην στελέχη της HTS, που πλέον δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση, πανηγύρισαν για τις πρόσφατες ιρανικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ, παρά τη γενική τους αντιπάθεια προς το Ιράν, επειδή τις θεώρησαν «τιμωρία» για την ισραηλινή πολιτική στη Γάζα.
Η πιο ρεαλιστική προοπτική για την επόμενη φάση είναι μια συμφωνία μη επιθετικότητας μεταξύ των δύο κρατών. Η πλήρης ειρήνευση ή η συμμετοχή της Συρίας στις Συμφωνίες του Αβραάμ απαιτεί περισσότερα βήματα εμπιστοσύνης. Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι η αποχώρηση του Ισραήλ από τα εδάφη που κατέχει στην επαρχία Κουνέιτρα από την πτώση του προηγούμενου καθεστώτος και έπειτα. Η παρουσία του εκεί έχει προκαλέσει ζημίες στη γεωργία και τις υδάτινες πηγές, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα στον Σάραα στο εσωτερικό.
Η σημασία των Δρούζων
Οι Δρούζοι της Συρίας, μια θρησκευτική και εθνοτική μειονότητα συγκεντρωμένη κυρίως στη νότια Συρία και ειδικότερα στην επαρχία Σουέιντα, βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο μιας περίπλοκης και επικίνδυνης δυναμικής. Με βαθιές ρίζες κοινοτικής συνοχής και ιστορικής αυτονομίας, οι σχέσεις τους με την εκάστοτε εξουσία στη Δαμασκό υπήρξαν πάντα τεταμένες. Η δυσπιστία τους προς το κεντρικό κράτος δεν είναι καινούργια αλλά χρονολογείται ήδη από την εποχή της γαλλικής εντολής και επανέρχεται κάθε φορά που το κράτος κλονίζεται. Οι συγκρούσεις με γειτονικές σουνιτικές βεδουίνικες φυλές, που συχνά επαναλαμβάνονται σε περιόδους αστάθειας, αποκαλύπτουν το πόσο εύθραυστο είναι το τοπικό μωσαϊκό.
Σημειώνεται ότι, κατά την εξέγερση του 2011, οι Δρούζοι επέλεξαν έναν δικό τους δρόμο. Απέφυγαν μεν να ταχθούν με το καθεστώς Άσαντ, αλλά την ίδια ώρα δεν συμπορεύτηκαν με την αντιπολίτευση, προκρίνοντας την ουδετερότητα και την άμυνα των τοπικών τους κοινοτήτων. Η στάση αυτή ενόχλησε τόσο τον Μπασάρ αλ-Άσαντ όσο και, σήμερα, τον διάδοχό του, Άχμεντ αλ-Σάραα, ο οποίος επιχειρεί να αποκαταστήσει τον πλήρη έλεγχο του κράτους στον νότο.
Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, ο σεΐχης Χικμάτ αλ-Χίτζρι, μία από τις σημαντικότερες θρησκευτικές προσωπικότητες των Δρούζων, απηύθυνε δημόσια έκκληση για διεθνή προστασία της κοινότητας. Σύμφωνα με ειδικούς, Η τοποθέτηση αυτή σηματοδότησε σημαντική ρήξη με τη νέα κυβέρνηση της Δαμασκού. Ωστόσο, στο εσωτερικό της κοινότητας εκφράζονται και πιο επιφυλακτικές απόψεις, με ορισμένους ηγέτες να προειδοποιούν ότι μια υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικές δυνάμεις, όπως το Ισραήλ, μπορεί να απομονώσει περαιτέρω τους Δρούζους και να υπονομεύσει την όποια μελλοντική εθνική συνεννόηση.
Σε κάθε περίπτωση, οι δεσμοί των Δρούζων με συγγενικές κοινότητες στον Λίβανο και στο Ισραήλ δίνουν στις εξελίξεις περιφερειακή διάσταση, καθιστώντας πιο επικίνδυνο το ενδεχόμενο διάχυσης της κρίσης εκτός συριακών συνόρων. Η εμπλοκή του Ισραήλ, το οποίο εμφανίζεται ως «προστάτης» των Δρούζων, περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση και εντείνει την καχυποψία από άλλες συριακές κοινότητες.
Το τελευταίο ξέσπασμα βίας στη Σουέιντα, με αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Δρούζων πολιτοφυλάκων και σουνιτών Αράβων Βεδουίνων, έφερε στην επιφάνεια βαθιά ριζωμένες κοινωνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις. Εκμεταλλευόμενη το κενό ασφαλείας, η κυβέρνηση του Σάραα έσπευσε να παρέμβει και να καταστείλει τις συγκρούσεις, επιχειρώντας ταυτόχρονα να επαναφέρει τον κρατικό έλεγχο στην περιοχή και να σταματήσει τις αυξανόμενες φωνές υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρά τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές και τις ανησυχίες που εκφράστηκαν από τη διεθνή κοινότητα, η Δρούζικη κοινότητα εμφανίζεται σήμερα πιο ευάλωτη από ποτέ.
Αναλυτές εξηγούν ότι η απόσυρση των κυβερνητικών δυνάμεων από την επαρχία μπορεί να θεωρηθεί μια εμβληματική νίκη για τον σεΐχη Χίτζρι και τους υποστηρικτές του, ωστόσο η συγκυρία είναι πιο κρίσιμη από ποτέ. Όλοι οι εμπλεκόμενοι βρίσκονται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι είτε θα επιδιώξουν μια διαπραγματευτική και ειρηνική λύση για την επανένταξη της Σουέιντα στη συριακή πολιτεία είτε θα οδηγηθούν σε νέα έκρηξη βίας. Η πιθανότητα μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης είναι απολύτως υπαρκτή.
Σε ευρύτερο επίπεδο, το Ισραήλ από την πλευρά του παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της κατάστασης και επιδιώκει να αποτρέψει περαιτέρω αποσταθεροποίηση στη Συρία. Από τη σκοπιά του Ισραήλ, υπάρχουν δύο ερμηνείες για τις επιθέσεις κατά των Δρούζων στη Σουέιντα. Είτε οι δράστες δρουν με την κάλυψη ή εντολή του Σάραα (ο οποίος έτσι φανερώνει τις τζιχαντιστικές του καταβολές), είτε η Δαμασκός είναι πλέον ανίκανη να επιβάλει τον έλεγχό της στη χώρα και άρα δεν αποτελεί αξιόπιστο συνομιλητή. Και τα δύο ενδεχόμενα είναι για το Ισραήλ εξίσου ανησυχητικά και δεν του επιτρέπουν να μείνει αμέτοχο.
Παράλληλα, το Ισραήλ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό κάθε πιθανότητα εμπλοκής τρίτων περιφερειακών δυνάμεων, κυρίως της Τουρκίας, στο συριακό θέατρο. Παρά τις αναφορές για εκεχειρία, η πραγματικότητα στο έδαφος προμηνύει διαρκή ένταση και αβεβαιότητα για το προσεχές μέλλον.
Η θέση των ΗΠΑ
Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ στις 13 Μαΐου να καλέσει σε πλήρη άρση των κυρώσεων κατά της Συρίας άνοιξε ένα σπάνιο παράθυρο ευκαιρίας για τη Δαμασκό να αποκαταστήσει ουσιαστικά τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον. Παράλληλα, ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος Τομ Μπάρακ ανακοίνωσε την έναρξη έμμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ του Άχμεντ αλ-Σάραα και του Ισραήλ, με επίκεντρο τη δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας μη επιθετικότητας.
Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να εκτονώσει τη διαρκή ένταση, η οποία έχει ενισχυθεί από επιθέσεις και διεισδύσεις εκατέρωθεν της γραμμής του Γκολάν. Επιπλέον, θα έδινε στον Σάραα τον απαραίτητο πολιτικό χώρο για να επικεντρωθεί στην εσωτερική σταθεροποίηση της Συρίας, να απομακρύνει τη χώρα από την ιρανική σφαίρα επιρροής, ν’ αποκαταστήσει τον κρατικό έλεγχο και ν’ ανταποκριθεί στις πέντε βασικές προϋποθέσεις που έθεσε ο Πρόεδρος Τραμπ: ένταξη στις Συμφωνίες του Αβραάμ, εκδίωξη ξένων μαχητών, απομάκρυνση ριζοσπαστικών παλαιστινιακών οργανώσεων, συνέχιση των επιχειρήσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους και ανάκτηση ελέγχου επί των κέντρων κράτησης που φιλοξενούν χιλιάδες μαχητές και συγγενείς του Ισλαμικού Κράτους. Μέχρι στιγμής, η Δαμασκός έχει δώσει ενδείξεις ότι προσπαθεί ν’ ανταποκριθεί στα περισσότερα από αυτά τα σημεία.
Σύμφωνα με ειδικούς, η στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ δεν επικεντρώνεται στην οικοδόμηση θεσμών, αλλά στο κατά πόσον ο Σάραα μπορεί πράγματι να εγγυηθεί σταθερότητα και να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Η Ουάσιγκτον παρακολουθεί στενά πώς διαχειρίζεται τις αποσχισθείσες ομάδες της HTS, την πορεία της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας, την ενσωμάτωση των Κούρδων της SDF, τη διευθέτηση των εντάσεων με τις δρούζικες φατρίες, αλλά και την οργάνωση των επερχόμενων κοινοβουλευτικών εκλογών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ έχουν δύο βασικά εργαλεία, τη διπλωματία και τα θετικά κίνητρα. Οι διπλωματικές επαφές έχουν ήδη ξεκινήσει, ενώ το ισχυρότερο «καρότο» φαίνεται να είναι ο συνδυασμός εποπτείας των ειρηνευτικών συνομιλιών Ισραήλ–Συρίας με επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα. Ήδη, Τουρκία και Κατάρ έχουν ανακοινώσει συμφωνία ύψους 7 δισ. δολαρίων για ενεργειακά έργα στη Συρία. Αντίθετα, η άσκηση πίεσης μέσω απειλών (το μαστίγιο) παραμένει εκτός συζήτησης, προς το παρόν.
Για τις ΗΠΑ διακυβεύονται πολλά. Η αποκλιμάκωση της έντασης στη νότια Συρία είναι καθοριστικής σημασίας, ιδιαίτερα τη στιγμή που η Ουάσιγκτον επιδιώκει εκεχειρία και συμφωνία ομήρων στη Γάζα. Μια νέα ανάφλεξη στο μέτωπο της Συρίας θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα την εύθραυστη περιφερειακή ισορροπία. Η απόφαση Τραμπ για άρση των κυρώσεων είναι μια επένδυση στη σταθερότητα της Συρίας υπό τον Σάραα. Ωστόσο, η εικόνα ισλαμιστών μαχητών που δρουν με κρατική ανοχή και επιτίθενται σε Δρούζους πολίτες πλήττει καίρια την αξιοπιστία αυτής της επιλογής. Η ισραηλινή απάντηση με πλήγματα στη Δαμασκό ήρθε να προσθέσει κι άλλη ένταση. Την ίδια ώρα, δεκάδες Δρούζοι από το Ισραήλ και τον Λίβανο προσπαθούν να περάσουν στη Συρία για να υπερασπιστούν συγγενείς και ομοθρήσκους, φουντώνοντας περαιτέρω την έκρυθμη κατάσταση.
Η κατάσταση αυτή δίνει στις ΗΠΑ έναν σημαντικό μοχλό πίεσης, το «χαρτί» της άρσης των κυρώσεων. Γι’ αυτό δεν αποκλείεται το «χαρτί» αυτό να χρησιμοποιηθεί άμεσα, για να περιοριστεί η δράση παραστρατιωτικών ομάδων που υπονομεύουν κάθε προοπτική σταθερότητας. Οι ΗΠΑ με αυτόν τον τρόπο θα στείλουν σαφές μήνυμα πως η βοήθεια και οι επενδύσεις, που χρειάζεται απεγνωσμένα η Συρία, εξαρτώνται από την αποκλιμάκωση της βίας.