Τα δημοσιονομικά του πενταμήνου
Πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης της τάξης των €551,2 εκ. σε σύγκριση με πλεόνασμα €542,6 εκ. για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2024.

Τα προκαταρκτικά δημοσιονομικά αποτελέσματα που ετοιμάστηκαν από τη Στατιστική Υπηρεσία για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2025 καταδεικνύουν πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης της τάξης των €551,2 εκ. (1,6% στο ΑΕΠ) σε σύγκριση με πλεόνασμα €542,6 εκ. (1,6% στο ΑΕΠ) για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2024 (ανακοίνωση Στατιστικής Υπηρεσίας)
H καταγραφή πλεονασμάτων, σε συνδυασμό με τη μείωση του Δημόσιου Χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελούν θετικά στοιχεία για μια οικονομία, σε μια περίοδο δύσκολη όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον. Φυσικά, θα πρέπει να αναμένουμε και τα στοιχεία Ιουνίου και Ιουλίου, ώστε να δούμε κατά πόσον έχει επηρεαστεί -και σε ποιο βαθμό- η κυπριακή οικονομία.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλιστεί η θετική πορεία της οικονομίας και να προωθηθούν οι ανάλογες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι πιο εύκολο να υιοθετηθούν σε περιόδους πλεονασμάτων και μπορούν να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις και την καθημερινότητα των πολιτών.
Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλιστούν συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής μέριμνας. Οπότε, παρόλο που οι αριθμοί κρίνονται ικανοποιητικοί, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων.
Τα στατιστικά στοιχεία του πρώτου πενταμήνου φέτος βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με πέρσι, με μια πολύ μικρή βελτίωση. Το ζητούμενο είναι αυτή η τάση να διατηρηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωπολιτική αστάθεια και τα προβλήματα που δημιουργούνται στο διεθνές εμπόριο.
Από την ανάλυση των εσόδων, η μεγάλη αύξηση οφείλεται στην ενίσχυση των εσόδων από τη φορολογία στο εισόδημα και τον πλούτο, καθώς και στις κοινωνικές εισφορές. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρουσιάζουν μείωση τα καθαρά έσοδα του ΦΠΑ (μετά την αφαίρεση των επιστροφών), ο οποίος αποτελεί τον κύριο έμμεσο φόρο.
Διεθνείς εκθέσεις καταγράφουν ότι η Κύπρος εμφανίζει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με τα φορολογικά έσοδα από τα κέρδη εταιρειών, γεγονός που αποδίδεται τόσο στις καλές επιδόσεις των επιχειρήσεων όσο και στη μετεγκατάσταση εταιρειών στην Κύπρο με σημαντικό αριθμό υπαλλήλων. Ο αυξημένος αριθμός υπαλλήλων ενισχύει τις κοινωνικές εισφορές, οι οποίες όμως καταγράφονται την ίδια στιγμή και ως χρέος προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Έτσι, εταιρείες τεχνολογίας και χρηματοοικονομικών μέσων συμβάλλουν στα φορολογικά έσοδα του κράτους, ενώ οι καλές χρονιές σε τουρισμό, ακίνητα και κατασκευές ενισχύουν επίσης σημαντικά τα δημόσια έσοδα του κράτους. Η ναυτιλία, η εκπαίδευση και οι εξαγωγές -όπως αυτές των φαρμάκων- συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην ενίσχυση του ΑΕΠ της χώρας.
Αρνητικό στοιχείο
Σε περιόδους αύξησης των εσόδων, η αντίστοιχη αύξηση των δαπανών ενδέχεται από ορισμένους να θεωρείται ορθή διαχείριση. Ωστόσο, ένα αρνητικό στοιχείο είναι ότι, ποσοστιαία, η αύξηση υπερβαίνει εκείνη των εσόδων, ενώ μεγάλο μέρος της αύξησης οφείλεται στη διόγκωση του κρατικού μισθολογίου και άλλων ανελαστικών δαπανών.
Ένα υψηλό ποσοστό ανελαστικών δαπανών ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε περιόδους ύφεσης. Είναι δύσκολο για μια κυβέρνηση να ανακαλέσει παραχωρήσεις που έχουν ήδη δοθεί. Από την άλλη πλευρά, οι αυξήσεις στους μισθούς ενισχύουν την κατανάλωση και, κατά συνέπειαν, τα έσοδα από έμμεσους φόρους, κάτι που προς το παρόν ίσως δεν αποτυπώνεται, ενδεχομένως λόγω της υψηλής βάσης σύγκρισης με το προηγούμενο έτος.
Παράλληλα, οι κρατικές δαπάνες πρέπει να σχεδιάζονται με τρόπο που να ενεργοποιεί πολλαπλάσιους ιδιωτικούς πόρους, προς ενίσχυση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.
Η απελευθέρωση των παραγωγικών μονάδων της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμη ανάπτυξη, εφόσον υποστηριχθεί από καλύτερη στόχευση των κρατικών δαπανών σε τομείς με υψηλό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο και μέσω της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση.
Η κυπριακή οικονομία αναπτύσσεται, ωστόσο το μοντέλο ανάπτυξης απαιτεί προσοχή. Η κοινωνία αντιμετωπίζει δυσκολίες, οι δημόσιες δαπάνες προκαλούν προβληματισμό και οι προκλήσεις παραμένουν σημαντικές. Καταγράφονται θετικά στοιχεία, αλλά και τα αρνητικά, όπως η αύξηση των δαπανών οι οποίες θα πρέπει να τύχουν καλύτερης διαχείρισης.
Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων είναι ευκολότερη σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, εφόσον υπάρχουν οι αναγκαίοι πόροι για την υλοποίησή τους. Το ζητούμενο είναι να αξιολογούνται εγκαίρως οι πιθανοί κίνδυνοι υπό λιγότερο ευνοϊκά σενάρια, για παράδειγμα, σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων ή υφεσιακών πιέσεων.
Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην Κύπρο, ωστόσο δεν είναι επαρκείς. Παρατηρείται καθυστέρηση στην προώθηση πολιτικά δύσκολων μέτρων, ιδίως όταν προκαλούνται αντιδράσεις από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Προτεραιότητα πρέπει να είναι το γενικότερο καλό, κάτι που απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση.
Η ψηφιοποίηση αποτελεί πλέον αναγκαιότητα για κάθε σύγχρονο κράτος που σέβεται τους πολίτες του, όπως και η μείωση του κόστους ενέργειας.
Η κυπριακή οικονομία καλείται να λειτουργήσει μέσα σε ένα δύσκολο εξωτερικό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικές εντάσεις, φαινόμενα αποπαγκοσμιοποίησης, ασθενή ευρωπαϊκή οικονομία, δασμολογικούς πολέμους και γενικότερη μεταβλητότητα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οποιεσδήποτε αρνητικές εξελίξεις ενδέχεται να αφήσουν την Κύπρο εκτεθειμένη, εάν δεν υπάρξει έγκαιρη προσαρμογή και περιορισμός των δαπανών.
Από την άλλη πλευρά, η χώρα μας, μέσα από τη μετεγκατάσταση εταιρειών τεχνολογίας και άλλων κλάδων τα τελευταία χρόνια, έχει αναδειχθεί σε ανταγωνιστικό προορισμό τόσο για επιχειρήσεις όσο και για την εγκατάσταση οικογενειών. Το βασικό ζητούμενο είναι η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται το ερώτημα: Τι συνιστά πραγματική ανάπτυξη; Είναι, για παράδειγμα, η ασύμμετρη πώληση ακινήτων ή η ορθολογική πολεοδομική ανάπτυξη που προσφέρει δυνατότητες στέγασης στους νέους; Η μονοδιάστατη ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων ενέχει κινδύνους, ενώ ο συνδυασμός τους με την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, μέσω εισαγωγής στοχευμένης τεχνογνωσίας από γειτονικές χώρες μπορεί να προσδώσει μεγαλύτερη βιωσιμότητα. Οι επιδοτήσεις, από μόνες τους, δεν επαρκούν για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Συχνά γίνεται λόγος για τον οικονομικό μετασχηματισμό και την ανάγκη οι οικονομίες να προσαρμόζονται διαρκώς στα νέα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η τεχνολογία. Έτσι, βασικό κριτήριο επιτυχίας ενός δημοσιονομικού μοντέλου είναι η ικανότητα του κρατικού μηχανισμού και της διακυβέρνησης να αξιολογούν ορθά τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα που θα διατηρούν την ανταγωνιστικότητα.
Κατά συνέπειαν, από τη μία καταγράφεται ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, ενώ από την άλλη είναι επιτακτική η ανάγκη να τροχοδρομηθούν οι πολιτικές εκείνες που θα διατηρήσουν τη χώρα ανταγωνιστική, θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των πολιτών και θα την θωρακίσουν απέναντι σε ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις στο εξωτερικό περιβάλλον.