Αναλύσεις

Απόκριες: Πανάρχαια ήθη και έθιμα του τόπου μας

Ένα αφιέρωμα με αφορμή την αυριανή μέρα, που θα τιμηθεί δεόντως ανά το παγκύπριο
Μέσα από σκληρές δοκιμασίες, η λαογραφική ταυτότητα της κυπριακής παράδοσης μένει εκεί, ασάλευτη και ζωντανή, για να στηρίζει τη δική μας παρουσία
Η ΚΥΡΙΑΚΗ της Απόκρεω, δηλαδή η αποχή από το κρέας, όπως ετυμολογικά ορίζει και η λέξη, είναι η τελευταία ημέρα όπου οι πιστοί τρώνε κρέας

Στον ελληνικό πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα παραμένουν μέσα από τους αιώνες ζωντανά και διαχρονικά. Κάθε γενιά έχει χρέος να μεταδίδει στους νεότερους τα μηνύματα και τις συνήθειες των προγόνων μας. Σε τελική ανάλυση, όλα αυτά συναποτελούν τις ρίζες και τα θεμέλια του λαογραφικού μας πολιτισμού, ο ύπνος με τη σειρά του μας κρατά ακέραιους μέσα στον χρόνο. Παρά τις επιδρομές, τους πολέμους, την κατοχή και την οικονομική καταστροφή, ο κυπριακός λαός φαίνεται ότι έχει αντοχές.


Είναι αυτό το αδιόρατο μυστικό μονοπάτι που συνδέει τον αρχαίο και τον νέο κόσμο της Κύπρου. Μέσα από σκληρές δοκιμασίες, η λαογραφική ταυτότητα της κυπριακής παράδοσης μένει εκεί, ασάλευτη και ζωντανή, για να στηρίζει τη δική μας παρουσία. Ο Κώστας Μόντης, διαβλέποντας αυτή τη δύναμη του λαού μας, θα εμπνευστεί και θα γράψει τους ακόλουθους κυπριώτικους στίχους με ένα διαχρονικό χαρακτήρα και μιαν ανόθευτη πεισμοσύνη:
«Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες, τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους
εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στον ρότσον τους!».
Νηστεία ως κάθαρση σώματος και ψυχής
Ένας από τους ιερότερους εκκλησιαστικούς κανόνες είναι η νηστεία, η οποία για τους ορθόδοξους χριστιανούς θεωρείται ύψιστης σημασίας. Ειδικά οι εβδομάδες που προηγούνται της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την αποχή από το κρέας. Ουσιαστικά η νηστεία δεν εκπληρώνει μονάχα μια πτυχή της χριστιανικής πίστης, αλλά οριοθετεί παράλληλα και μια πρακτική προϋπόθεση όσον αφορά τον καθαρισμό του σώματος από τις βλαβερές επιπτώσεις της πολυφαγίας.


Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η νηστεία, πέρα από την πνευματική ταύτιση του Ορθόδοξου Χριστιανού με την εκκλησιαστική παράδοση, ρυμουλκεί ταυτόχρονα και το σώμα του σε μια ισορροπημένη κατάσταση με αρκετά οφέλη για την ανθρώπινη υγεία. Η Κυριακή της Απόκρεω, δηλαδή η αποχή από το κρέας, όπως ετυμολογικά ορίζει και η λέξη, είναι η τελευταία ημέρα κατά την οποία οι πιστοί τρώνε κρέας. Μετά αρχίζει η νηστεία, η οποία συναντά την αμέσως επόμενη Κυριακή της Τυρινής και τότε σταματά και η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων. Η επόμενη ημέρα είναι η Καθαρά Δευτέρα, η αρχή της Σαρακοστής, μέχρι το Πάσχα.
Τα Καρναβάλια
Με τα έθιμα αυτά, συνυπάρχουν και τα μασκαρέματα με τα γνωστά μας Καρναβάλια, στα οποία οι άνθρωποι συνηθίζουν να μεταμφιέζονται σε διάφορες φιγούρες, ζώα, πειρατές, κάου-μπόη κ.λπ. Βέβαια, οι αμφιέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους σε πανάρχαιες πηγές στην Ελλάδα, τα Βακχεία, και στην αρχαία Ρώμη, τα Σατουρνάλια. Σε αυτές τις πολυπληθείς συναθροίσεις επικρατούσε η ευθυμία, η διασκέδαση, οι μεταμφιέσεις με συμβολικό χαρακτήρα, τα τραγούδια, οι χοροί κ.λπ. Τα σύγχρονα Καρναβάλια έχουν τη μορφή διαγωνισμού με βραβείο και επαίνους για κάθε ομάδα που θα πετύχει την καλύτερη παρουσία στις μεγάλες κοσμοπολίτικες παρελάσεις.


Ένα από τα μεγαλύτερα Καρναβάλια του κόσμου είναι αυτό του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, με φαντασμαγορικές αμφιέσεις, χορούς, σάμπα, παρελάσεις, άρματα, πυροτεχνήματα και εκατομμύρια θεατές. Επίσης, μεγάλο Καρναβάλι γίνεται και στη Βενετία, με αρκετές φιγούρες και πολύχρωμες ενδυμασίες ανάμεσα στις γόνδολες και την πανάρχαια μουσική πανδαισία. Στην Ελλάδα δεσπόζει το Καρναβάλι της Πάτρας και της Ξάνθης, ενώ στην Κύπρο το Καρναβάλι της Λεμεσού είναι αξεπέραστο. Πέρα από τις εξαιρετικές του ομάδες, ξεχωρίζει η αυθόρμητη σάτιρα, η επικαιρότητα και η μεγάλη διασκέδαση.
Οι Σήκωσες της Τυρινής
Ο Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής, στο έργο του «Κυπριακά ήθη και έθιμα», σχολιάζει τις συνήθειες που ακολουθεί ο λαός κατά τις Σήκωσες και πώς οι άνθρωποι υποδέχονται τη μεγάλη περίοδο των νηστειών:


«Απόκριες ή Σήκωσες της Τυρινής (γιατί σηκώνονται τα γαλακτερά, καθώς και τα αβγά και τα ψαρικά από τα τραπέζια για περίοδο πενήντα ημερών μέχρι την Κυριακή του Πάσχα), ήταν μια από τις πιο ανέμελες περιόδους της χρονιάς. Οι χωρικοί γλεντούσαν και ξεφάντωναν σ’ αυτή την εύθυμη περίοδο της βασανισμένης τους ζωής. Τα παλιά χρόνια οι εκδηλώσεις άρχιζαν τέσσερεις βδομάδες πριν από την είσοδο στη Μεγάλη Σαρακοστή, την περίοδο της νηστείας και της θρησκευτικής νηφαλιότητας και κατάνυξης. Από την αρχή του Τριωδίου, την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, οι χωρικοί προετοιμάζονταν για να αποχαιρετίσουν τα γλέντια, το φαγοπότι, τα μυλλωμένα, τα κρέατα, πράγμα που θα γινόταν τη Δευτέρα της πρώτης Κυριακής των Νηστειών, την Καθαρή Δευτέρα. Γι’ αυτό διασκέδαζαν τις ενδιάμεσες μέρες με αποκορύφωμα τη βδομάδα της Τυρινής».
Ένα παμπάλαιο έθιμο
Ένα παμπάλαιο έθιμο παιχνιδιού είναι και το «Άβκαν της Τυρινής», που το έπαιζαν σε διάφορα χωριά της Κύπρου το βράδυ της Κυριακής της Τυροφάγου. Ο Ξενοφών Φαρμακίδης, στο βιβλίο του «Κυπριακά Λαογραφικά σπουδάσματα», μας πληροφορεί σχετικά:


«Ο οικοδεσπότης της οικίας, όπου θα παρατεθεί η τράπεζα, αναρτά από της στέγης της αιθούσης, διά κλωστής, εψημένον και καθαρισμένον αβγόν, άνωθεν ακριβώς, και εν τω μέσω της τραπέζης, αφού πρότερον το βυθίσει εντός οξέος γάλακτος (γιαούρτιν). Κατά την εστίασιν, και εν ώρα γενικής ευθυμίας, θέτουσιν αυτό εις μικράν κίνησιν, ως εκκρεμές ωρολόγιον και έκαστος προσπαθεί να το συλλάβει διά του στόματός του, οπότε ο πλησιέστερος προς αυτό φέρων τα χείλη, χρίεται διά του οξυγάλακτος και τότε επέρχεται γέλιο. Μετά το τέλος του δείπνου, καίουσιν την κλωστήν, αναρτημένην ούσαν εκ των κάτω και όσο το πυρ προχωρεί προς τα άνω, φωνάζουσιν εν χορώ και χαρά: Τζιαι του χρόνου, αφέντη μου, Θεέ μου, τζιαι του χρόνου...». Ο Παντελής Κακολής, στην ποιητική του συλλογή «Με γνήσιον προζύμιν» (Εκδόσεις Κ. Επιφανίου) κάνει μια εξαίρετη λαογραφική κατάθεση στίχων στη κυπριακή διάλεκτο:
«Η γη νηστεύκει στον τζιαιρόν τζι ύστερα κάμνει Πάσκαν
τζιαι σαν την αναφανταρκάν, στης φύσης τ’ αρκαστήριν
φανίσκει κάθε εποχής μιαν αλλαήν τζιαι μάσκαν
στου γρόνου τα γυρίσματα να κάμνει παναΰριν».