Αναλύσεις

Εδώ, δεν φοράμε… κίτρινα γιλέκα

Το μανιφέστο της διαμαρτυρίας στην κυπριακή κοινωνία των πολιτών

Ορμώμενο από την άνοδο στην τιμή των καυσίμων ξεπήδησε τον περασμένο Νοέμβριο, μέσα από τα σπλάχνα της περιφερικής Γαλλίας (και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης), το κίνημα «Gilets Jaunes» - η πιο σύγχρονη και προχωρημένη έκφραση «οργανωμένης οργής» του 21ου αιώνα, που ξεχείλισε στους δρόμους του Παρισιού και εξανάγκασε τον Εμμανουέλ Μακρόν σε «μάζεμα» των αντιδημοφιλών, νεοφιλελεύθερων πολιτικών του και αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας του, μέσω των μέτρων που εξήγγειλε για να κατασιγάσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματα της μαζικής αντίδρασης, η οποία λάβωσε το προφίλ του καταφέρνοντας σημαντικούς (και απρόσμενους) κλυδωνισμούς στη θητεία του.


«Αν δεν τα σπάσεις, δεν σε παίρνουν στα σοβαρά», αποφάνθηκε σε συνέντευξή του στην «El Pais» ο συγγραφέας Μαρσέλ Γκοσέ, αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατεί στη γαλλική πολιτική ζωή. Στην Κύπρο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Την ώρα που σε Βέλγιο, Ολλανδία, Ισραήλ και άλλες χώρες, το λαϊκό κίνημα βρήκε συνεχιστές και συνοδοιπόρους, στην εγχώρια καθημερινότητά τους τα «Κίτρινα Γιλέκα» περιορίζονται σ’ ένα διαδικτυακό γκρουπ, που προς το παρόν ψάχνει την ιεραρχία του στη δημιουργία τοπικών επιτροπών και οι Κύπριοι πολίτες παραμένουν... ήσυχοι.


Παθητικοί θεατές σε κυβερνητικές πολιτικές που μπαίνουν στην τσέπη τους και μειώνουν την αγοραστική τους δύναμη, αναβλητικοί στην κήρυξη της... κοινωνικής επανάστασης, ακόμα και όταν αποφασιζόταν κι εφαρμοζόταν -σε ευρωπαϊκή πρώτη- το περιβόητο «bail -in» του 2013. Κουλτούρα υποταγής, νοοτροπία που εμπέδωσε την τακτική του συμβιβασμού, κομματικές εξαρτήσεις που εξαντλούν τα περιθώρια αυτόβουλης δράσης ή, τελικά, μια άδικη σύγκριση που επιζητεί κοινές συνισταμένες ανάμεσα σε ανόμοιες κοινωνίες και ιστορικές καταβολές;


Επί τούτου, αναλύουν τα κυπριακά δεδομένα στη «Σημερινή» ο δόκτωρ κοινωνιολογίας Νίκος Περιστιάνης, ο πολιτικός επιστήμονας, Γιώργος Κέντας και ο φοιτητής και αρθρογράφος του περιοδικού «Πεζοδρόμιο», Χρίστος Πέτρου.
Θα κιτρινίσει η Κύπρος;


Αντίστοιχες αντιλαϊκές πολιτικές, είτε επιβληθείσες από μνημονιακές υποχρεώσεις προς τους Τροϊκανούς στο πρόσφατο παρελθόν, είτε στο πλαίσιο προσαρμογής με το γερμανικό οικονομικό μοντέλο που επέλεξε μετέπειτα να εφαρμόσει το κυβερνητικό επιτελείο, δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να πυροδοτήσουν επί κυπριακού εδάφους μία κοινωνική εξέγερση, όπως αυτήν που στην περίπτωση της Γαλλίας, ο Κριστόφ Γκιλλουί (συγγραφέας του βιβλίου «Το λυκόφως των ελίτ: Ευημερία, Περιφέρεια και το μέλλον της Γαλλίας») χαρακτήρισε «σύμπτωμα μιας βαθιά διαιρεμένης κοινωνίας» - από τη μία η κατώτερη μεσαία τάξη και από την άλλη η ελίτ.


Το κίνημα που, κατά τη Βελγίδα φιλόσοφο Σαντάλ Μουφ, όπως το ιταλικό παράδειγμα του κινήματος των Πέντε Αστέρων, «δεν είναι ούτε αριστερό ούτε δεξιό, και προς το παρόν παίρνει μια ετερογενή και αντιπολιτική μορφή», αποτελεί όπως εξήγησε σε συνέντευξή της στη «Liberation», την απόρριψη «οποιουδήποτε πράγματος έχει σχέση με τα κόμματα και την αντιπροσώπευση του κατεστημένου».


Υπό το πρίσμα της πολιτικής ανάλυσης, ο Γιώργος Κέντας εξηγεί ότι, σε αντίθεση με τη Γαλλία, στην Κύπρο η οργή της κοινωνίας -απόρροια του πολιτικού κενού που δημιούργησε η οικονομική κρίση όταν πλέον διαρρήχθηκε η παραδοσιακή σχέση ανάμεσα στα κόμματα και τους ψηφοφόρους τους- «εκτονώνεται στην αποχή και στο ΕΛΑΜ».


Απαντώντας δε άμεσα στο ερώτημα «γιατί στην Κύπρο δεν φοράμε κίτρινα γιλέκα;», ο κ. Κέντας κάνει λόγο για «κουλτούρα υποταγής και ψευδαίσθηση ατομικού-οικογενειακού βολέματος», που δεν επιτρέπει τη δημιουργία αντίστοιχων κινημάτων στα καθ’ ημάς. Ανάλογη είναι και η κοινωνιολογική ανάγνωση στην οποία προβαίνει ο δρ Νίκος Περιστιάνης, εντοπίζοντας μια καλά εμπεδωμένη και παγιωμένη «κουλτούρα συμβιβασμού», που χαρακτηρίζει όλες τις εκφάνσεις της πολιτικοποίησης του μέσου Κυπρίου.


Για τον Χρίστο Πέτρου τίθεται θέμα διαφορετικής ανθρωπογεωγραφίας σε ό,τι αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κυπριακής κοινωνίας, αν και κατά τη δική του εκτίμηση «δεν αποκλείεται να προκύψει μια ‘κατ’ αναλογίαν’ κοινωνική κίνηση, που να αφορά ζητήματα τα οποία ακριβώς για την κυπριακή κοινωνία έχουν αντίστοιχη βαρύτητα και σημασία με αυτά που συνιστούν στη Γαλλία πρόβλημα για τα Κίτρινα Γιλέκα».
«Εκτόνωση στην αποχή και στο ΕΛΑΜ»
«Η κατάρρευση κάθε αξιοπιστίας του λεγόμενου συντεχνιακού κινήματος θα συνεχίσει να στρέφει τον κόσμο στην πολιτική αδιαφορία»

«Η άνοδος της εθνικιστικής δεξιάς είναι η θεμελιώδης ένδειξη της κρίσης και του αδιεξόδου του παραδοσιακού κομματικού-πελατειακού κατεστημένου», αναφέρει ο Γιώργος Κέντας και αναλύει το πολιτικό κενό που δημιούργησε η οικονομική κρίση, όταν «τα παραδοσιακά κόμματα δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τους ψηφοφόρους-πελάτες τους». Αυτή η κρίση αναξιοπιστίας στην «εξυπηρέτηση ψηφοφόρων-πελατών», όπως την αποκαλεί, «δημιούργησε μία πολιτική οργή, η οποία εκτονώνεται στην αποχή και το ΕΛΑΜ».


Κερδισμένα, εξηγεί, «είναι και τα μεγάλα κόμματα, ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ, τα οποία έχουν ένα ευρύ σκληρό κομματικό πυρήνα και μπορούν να διατηρούν τα ποσοστά τους». Το ΑΚΕΛ, συνεχίζει, «είχε μία αποτυχημένη διακυβέρνηση, απογοήτευσε την κομματική βάση και δεν έχει πλέον τη δύναμη της ιδεολογικής πειθούς». Δείγμα ιδεολογικής σύγχυσης χαρακτηρίζει την «γκέλα με τις προεδρικές εκλογές» και εκτιμά ότι μία αλλαγή ηγεσίας στο ΑΚΕΛ «ίσως να επαναφέρει μία δυναμική».


Ως εκ τούτου, η οργή δεν κατευθύνεται σε μαζικές κοινωνικές κινητοποιήσεις, αλλά «σε πολιτική απόφαση του 30-45% του εκλογικού σώματος είτε να απέχει είτε να ψηφίζει με σκεπτικό διαμαρτυρίας-τιμωρίας». Το ΕΛΑΜ, κατά τον κ. Κέντα, «κατάλαβε και κατάφερε να εκφράζει έναν δεξιό λαϊκισμό, ο οποίος δεν βασίζεται μόνο στον εθνικισμό, αλλά και σε ένα είδος ‘κοινωνικού σοσιαλισμού’». Ακολουθεί, προσθέτει, «τις διδαχές και τα μηνύματα των προπομπών της εθνολαϊκής δεξιάς της δεκαετίας του 1930-40 στην Ευρώπη», ενώ πιστεύει ότι «αν μελετήσουν καλύτερα, θα δούμε τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται σε σταθερά διψήφια νούμερα».


Θεωρεί, επίσης, ότι τα παραδοσιακά κόμματα δεν έχουν κανένα αξιόπιστο πολιτικό ανάχωμα στο ΕΛΑΜ, ενώ «η κατάρρευση κάθε αξιοπιστίας του λεγόμενου συντεχνιακού κινήματος, το οποίο δεν μπορεί πια να διεκδικήσει με αποτελεσματικότητα εργατικά αιτήματα, θα συνεχίσει να στρέφει τον κόσμο στην πολιτική αδιαφορία και σε επιλογές διαμαρτυρίας και ακρότητας». Συμπερασματικά, εκτιμά ότι «το πολιτικό μέλλον στην Κύπρο βρίσκεται στην λαϊκιστική δεξιά, εθνικιστική, παραδοσιακή και ετερόκλητη».
«Δεν είμαστε δυτική κοινωνία»
«Δεν αποκλείεται να προκύψει μια ‘κατ’ αναλογίαν’ κοινωνική κίνηση, που να αφορά ζητήματα τα οποία για την κυπριακή κοινωνία έχουν αντίστοιχη βαρύτητα»

Ως ένα κίνημα «με συγκεκριμένη σύνθεση και κοινωνική ανθρωπογεωγραφία - η οποία απαντάται και σε άλλες προηγμένες βιομηχανικά χώρες της Δύσης, όπως οι ΗΠΑ και η Ιταλία», περιγράφει τα Κίτρινα Γιλέκα ο Χρίστος Πέτρου. Πρόκειται, όπως λέει, για μια κοινωνική «τρίτη τάξη», η οποία -με την εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης- κατέστη πέρα από οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, και πολιτισμικό.


«Στις δυτικές χώρες», συνεχίζει, «για τις οποίες γίνεται λόγος (προφανώς και στη Γαλλία) υπάρχουν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που για τις πνευματικές, οικονομικές και μιντιακές ελίτ, είναι ανύπαρκτα, όντας αποκομμένα από την παραγωγική διαδικασία -που πλέον είναι αποκλειστικά συγκεντρωμένη στις μεγαλουπόλεις- και απομακρυσμένα από τα κέντρα εξουσίας, επειδή ακριβώς ζουν στις αποβιομηχανοποιημένες, αγροτικές και μικρομεσαίες πόλεις της περιφέρειας».


Η Κύπρος, προσθέτει, «δεν έχει χαρακτηριστικά δυτικής κοινωνίας, ούτε ως προς την ανθρωπογεωγραφία της, ούτε ως προς τους κοινωνικούς σχηματισμούς ή τις παραδόσεις της». Συνεπώς, αναφέρει, «δεν μπορεί να ξεπηδήσει ένα κίνημα αντίστοιχο με τα Κίτρινα Γιλέκα στην ιδιότυπη κοινωνία της Κύπρου».


Παρόλα αυτά, εκτιμά ότι «δεν αποκλείεται όμως να προκύψει μια ‘κατ’ αναλογίαν’ κοινωνική κίνηση, που να αφορά ζητήματα τα οποία ακριβώς για την κυπριακή κοινωνία έχουν αντίστοιχη βαρύτητα και σημασία με αυτά που συνιστούν στη Γαλλία πρόβλημα για τα Κίτρινα Γιλέκα». Αναλύοντας περαιτέρω εξηγεί ότι «στην Κύπρο, η υπαρξιακή εξασφάλιση και η κοινωνική σταθερότητα δεν εξαρτάται από την άρτια λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας και της κοινωνικής ισορροπίας όπως στη Δύση - σίγουρα και αυτά παίζουν τον ρόλο τους, ωστόσο με άλυτο το εθνικό μας ζήτημα, είναι σαν από τον 19ο αιώνα, να πηδάμε στον 21ο χωρίς να διανύουμε τον 20ό».


Καταληκτικά σημειώνει ότι μπορούν να επισημανθούν και μία σειρά από άλλους λόγους που να απαντούν «γιατί στην Κύπρο δεν φοράμε κίτρινα γιλέκα;» και αναφέρει ενδεικτικά «τη μειωμένη κινηματική μας παράδοση για αμιγώς κοινωνικά ζητήματα και το υψηλό βιοτικό επίπεδο που καθιστά εν πολλοίς ανούσιες και επιδερμικές τις κοινωνικές αντιδράσεις».
«Ανάχωμα τα κόμματα, τύπου μπλοκ»
«Τα κόμματα εξαντλούν τα περιθώρια πολιτικοποίησης και δεν αφήνουν αυτόνομους χώρους δράσης πέρα από αυτά»

«Ίσως το πιο καθοριστικό δεδομένο είναι η αδύναμη κοινωνία πολιτών στην Κύπρο», αναφέρει στη «Σ» ο δρ Περιστιάνης, από τη σκοπιά των κοινωνικών επιστημόνων. Και εξηγεί ότι «οι πολίτες που δεν είναι οργανωμένοι σε κόμματα, δεν έχουν τρόπους αυτόνομης κι ανεξάρτητης οργάνωσης, μέσα από την οποία να εκφράζουν τις απόψεις και τη διαμαρτυρία τους - αυτή η αδυναμία φάνηκε όταν πριν από μερικά χρόνια στην Ευρώπη και σε χώρες της Μέσης Ανατολής άνθιζαν οι διαμαρτυρίες των ‘Αγανακτισμένων’ και στην Κύπρο υπήρξαν μόνο σποραδικές αντιδράσεις, που ήταν όμως παροδικές κι ανοργάνωτες».


Δεν υπήρξαν τότε οργανωμένοι εναλλακτικοί φορείς των πολιτών για να κατευθύνουν τις εκδηλώσεις και να συμβάλουν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων και αιτημάτων, όπως λέει και θυμίζει τις διαμαρτυρίες μετά το Μαρί, όπου «δεν υπήρχαν ούτε κεντρικά συνθήματα και μηνύματα, εξ ου και η διάρκεια των αντιδράσεων ήταν μικρής διάρκειας και, ταυτόχρονα, ασθενική».


Επιχειρώντας περαιτέρω ανάλυση της αδυναμίας της κοινωνίας των πολιτών, αναφέρει ότι «έγκειται στο γεγονός ότι από το 1974 και έπειτα, στην Κύπρο έχουν οργανωθεί τα κόμματα με έναν τρόπο που καταλαμβάνει τελικά ολόκληρους χώρους - γι’ αυτό και αναφερόμαστε σε παρατάξεις» και σημειώνει «ότι το φαινόμενο ανάγεται στη δεκαετία του 1940, όταν δημιουργείται το ΑΚΕΛ και πολύ γρήγορα δημιουργεί δικές του συντεχνίες, λαϊκές οργανώσεις και στη συνέχεια αρχίζει να αντιδρά η δεξιά, με αποτέλεσμα περί τα τέλη της δεκαετίας να έχουμε δύο μεγάλες παρατάξεις -στην ουσία πρόκειται περί μετώπων, μπλοκ- που περιλαμβάνουν εφημερίδες, αθλητικούς συλλόγους, καφενεία, μπακάλικα... και χωρίζουν την κυπριακή κοινωνία στα δύο».


Από το 1977 και μετά, συνεχίζει, «έχουμε μια υγιή πολιτική ζωή με τη δημιουργία κομμάτων, τα πλείστα μόνιμοι σχηματισμοί από τότε, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει το φαινόμενο των ευρύτερων σχηματισμών πέρα από το κόμμα - το κάθε κόμμα, δηλαδή, ταυτίζεται και με μια σειρά από οργανώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι εξαντλούν τα περιθώρια πολιτικοποίησης των πολιτών και δεν αφήνουν αυτόνομους χώρους δράσης πέρα από αυτά».


Εκτιμά, πάντως, ότι «σήμερα θα μπορούσαν και στην Κύπρο να υπάρχουν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας». Παρόλα αυτά, υπογραμμίζει ότι «από τα δύο μεγάλα κόμματα, το ένα βρίσκεται στην εξουσία (άρα όσοι είναι οργανωμένοι στα σχήματα του ΔΗΣΥ δεν θα αντιδράσουν) και ο άλλος μεγάλος συνασπισμός, με πυρήνα το ΑΚΕΛ, ενώ είναι εκτός εξουσίας και θα μπορούσε να καθοδηγήσει μια τέτοια προσπάθεια, αν το έκανε θα ήθελε να βάλει τη δική του σφραγίδα, να ενδυναμώσει τον δικό του χώρο και το δικό του όνομα και όχι την κοινωνία των πολιτών».


Συνεπώς, δηλώνει, «δεν υπάρχει περιθώριο για άλλη, αυτόνομη οργάνωση που να καθοδηγήσει κάτι νέο». Οι πολίτες έχουν μάθει και συνηθίσει στο κάλεσμα των κομμάτων για να εκφράσουν τις διαμαρτυρίες τους, εξηγεί και κάνει λόγο για πολίτες που, σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους, «παραμένουν περισσότερο κομματικοποιημένοι, παρά πολιτικοποιημένοι». Τέλος, αναφέρεται και σε μια «κουλτούρα συμβιβασμού» συνυφασμένη σε μεγάλο βαθμό και με τη διαχρονική προσέγγιση της ηγεσίας στο Κυπριακό.