Αναλύσεις

Στην έδρα, με μίνιμουμ κριτήρια

Εκσυγχρονισμό του συστήματος διορισμού των δικαστών και διαφάνια στα κριτήρια επιλογής που υιοθετεί το Ανώτατο προτάσσει ο νομικός κόσμος

Ως «προβληματικός» και «αδιαφανής» περιγράφεται ο υφιστάμενος τρόπος διορισμών δικαστών, ο οποίος, παρά την προωθούμενη μεταρρύθμιση και τις σχετικές συστάσεις της Greco, θα παραμείνει ως έχει μέχρι νεωτέρας. Πλην των ελαχίστων προϋποθέσεων που καθορίζει η νομοθεσία, η οδός που ακολουθείται για τον διορισμό, την ανέλιξη, τον έλεγχο και την απόλυση δικαστών φαίνεται να αποτελεί... προσωπική υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να εδράζεται σε μια διαχρονική κουλτούρα εσωστρέφειας για τα «εν οίκω» του συστήματος.
Έξι χρόνια και... βιογραφικό


Τα προσόντα που οφείλουν να πληρούν οι υποψήφιοι δικαστές καθορίζονται στο Άρθρο 6 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, όπου προνοείται ότι «oυδείς θα έχη τα πρoσόvτα ίvα διoρισθή ως Επαρχιακός Δικαστής εκτός εάv είvαι δικηγόρoς ασκώv τo επάγγελμα αυτoύ επί έξι έτη και είvαι υψηλoύ ηθικoύ επιπέδo». Οι δικηγόροι που ενδιαφέρονται για διορισμό, κατόπιν προκήρυξης θέσεων, υποβάλλουν αίτηση (σε μορφή επιστολής εφόσον δεν υπάρχει συγκεκριμένο έντυπο) συνοδευόμενη από βιογραφικό σημείωμα, στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Επαρχίας τους.


Το βιογραφικό σημείωμα, σύμφωνα με σχετικές ανακοινώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να «συνοδεύεται με πρόσφατη φωτογραφία και σ' αυτό να αναγράφεται ο Αριθμός Μητρώου Δικηγόρου». «Στην αίτηση δεν είναι απαραίτητο να επισυναφθεί απολυτήριο λυκείου, πτυχιακό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή οποιοδήποτε άλλο ακαδημαϊκό προσόν, αλλά μόνο ένα βιογραφικό σημείωμα», αναφέρει στη «Σ» ο δικηγόρος Χριστόφορος Χριστοφή και περιγράφει ότι στη συνέχεια «οι υποψήφιοι καλούνται σε συνέντευξη ενώπιον της ολομέλειας των δικαστών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΔΣ), η οποία διαρκεί συνήθως 10-15 λεπτά και σε αυτήν υποβάλλονται νομικής φύσεως ερωτήματα».


Συμπληρώνει, μάλιστα, ότι «το ΑΔΣ λαμβάνει και τις απόψεις των δικαστών των επαρχιακών δικαστηρίων πριν καταλήξει στους υποψηφίους που θα διοριστούν, αν και δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι το θεσμοθετημένο» και χαρακτηρίζει ως κεντρικά ζητήματα της διαδικασίας, τόσο τη μέθοδο όσο και τα κριτήρια επιλογής.
«Αναχρονιστικό σύστημα»


«Είναι φανερό ότι το υφιστάμενο σύστημα διορισμού δικαστών είναι αδιαφανές, αναχρονιστικό, προβληματικό και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών», συμπεραίνει, υπογραμμίζοντας ότι «οποιοδήποτε σύστημα διορισμού δικαστών στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να εδράζεται στην αρχή της δημοκρατικής νομιμοποίησης».


«Είναι απαραίτητη η εισαγωγή και της γραπτής εξέτασης στα κριτήρια, σε συνδυασμό με τη συνέντευξη, για να διασφαλίζεται ότι υπάρχει η απαραίτητη γνώση και κατάρτιση», αναφέρει επί του θέματος ο δικηγόρος Ηλίας Στεφάνου, ο οποίος υπογραμμίζει την ανάγκη διορισμού των νέων δικαστών τουλάχιστον έξι μήνες πριν βρεθούν στην έδρα.


«Βέλτιστη πρακτική θα ήταν να παρακάθονται σε υποθέσεις και να τυγχάνουν εκπαίδευσης, που θα τους καθιστά έτοιμους να αντιμετωπίζουν προβλήματα και δυσκολίες, για ένα χρόνο», αναφέρει σε σχέση με πρωτοδιόριστους δικαστές και προσθέτει ότι «στο Δικαστικό Συμβούλιο, στο Σώμα δηλαδή που διορίζει δικαστές ή έχει αρμοδιότητα επί των δικαστών, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται έστω και με μικρό αριθμό και οι δικηγόροι και σίγουρα ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος είναι σημαντικό γρανάζι -ειδικά της ποινικής δικαιοσύνης- και πρέπει να έχει λόγο και ρόλο στις προτεινόμενες τροποποιήσεις».


Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο των συστάσεων της GRECO, καταγράφεται εισήγηση για εισαγωγή εκπαίδευσης σε σχέση με τη δικαστική ηθική, συγκρούσεις συμφερόντων και πρόληψη διαφοράς, ως καθορισμένο μέρος της επαγωγικής εκπαίδευσης των νεοπροσληφθέντων δικαστών που να παρέχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.


Ειδική μνεία περιλαμβάνουν οι συστάσεις της GRECO και όσον αφορά τα κριτήρια, βάσει των οποίων αποφασίζουν την ακεραιότητα του χαρακτήρα ενός ατόμου για τον σκοπό διορισμού ή προαγωγής, με την υπόδειξη να οριστούν και να είναι μετρήσιμα, αντικειμενικά και να ελέγχονται πριν από τον διορισμό ή προαγωγή.


Τα κριτήρια, κατά την GRECO, πρέπει και να δημοσιοποιούνται. Περαιτέρω, δομικό φαίνεται να είναι το πρόβλημα και σε ό,τι αφορά καταγγελίες πειθαρχικών παραπτωμάτων και απολύσεις δικαστών. Το θέμα «χρήζει θεσμοθέτησης» διατείνονται νομικοί και υπενθυμίζουν την απόφαση που εξέδωσε το ΕΔΑΔ τον Οκτώβρη του 2017 υπέρ του δικαστή του Εργατικού Δικαστηρίου, Κώστα Καμένου, όπου γίνεται αναφορά για «λειτουργική ατέλεια».
Ενδεικτική και η απόφαση (5 Φεβρουαρίου 2018), που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την εξέταση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου σε προσφυγή του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, Γιώργου Στυλιανίδη, για προαγωγή συναδέλφων του στη θέση του Προέδρου, με την οποία αποφάνθηκε ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (ίδια μέλη με το Ανώτατο) δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.
Αίρει το αδιέξοδο η μεταρρύθμιση;


Η προσπάθεια αναθεώρησης και εκσυγχρονισμού του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Ανωτάτου, επικουρία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και οικονομική συνδρομή της ΕΕ, «δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο στο πλατύ σώμα των δικηγόρων τι επακριβώς περιλαμβάνει», αναφέρουν νομικοί κύκλοι.


Παρόλα αυτά, οι συντεταγμένες της δικαστηριακής μεταρρύθμισης, που επεξεργάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι οποίες βρέθηκαν τις τελευταίες ημέρες στο μικροσκόπιο, επικεντρώνονται κατά κοινή ομολογία κυρίως στην επίλυση του ζητήματος της εκκρεμοδικίας, ενισχύοντας τις υποδομές και προωθώντας τροποποιήσεις με στόχο την επιτάχυνση της εκδίκασης υποθέσεων - αρκετές έχουν ήδη ψηφισθεί.


Τα μέτρα, σύμφωνα με τον κ. Στεφάνου, που αποβλέπουν στην επίλυση του προβλήματος των καθυστερήσεων, περιορίζονται στο αστικό δίκαιο και «δεν έχουμε αγγίξει», όπως λέει, τη διαδικασία της εκδίκασης ποινικών υποθέσεων. «Οχτώ χρόνια εκκρεμοδικίας στο αστικό 'αντιστοιχούν' με τρία-τέσσερα στο ποινικό», αναφέρει χαρακτηριστικά.


«Αν θέλουμε να υπάρχει αποτροπή της εγκληματικότητας, οι υποθέσεις θα πρέπει να καταχωρίζονται άμεσα, να δικάζονται άμεσα και να επιβάλλονται άμεσα οι ποινές», δηλώνει και προσθέτει ότι το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό στις υποθέσεις που αφορούν βία στην οικογένεια, βία στα γήπεδα, ρατσιστικές επιθέσεις, σεξουαλικά αδικήματα εναντίον παιδιών και νεανική παραβατικότητα.


Ερωτηθείς κατά πόσον η μεταρρύθμιση αποτελεί μέσον προς αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον θεσμό και αν επιλύει τα ζητήματα που προέκυψαν μετά τις καταγγελίες Ν. Κληρίδη, ο δικηγόρος Αχιλλέας Αιμιλιανίδης απαντά στη «Σ» ότι «οι μεταρρυθμίσεις, και αυτό ισχύει γενικά, δεν επιλύουν από μόνες τους προβλήματα».


Εξηγεί, επίσης, ότι «το Δικαστικό Συμβούλιο, για το οποίο γίνεται λόγος απ' όλους, δεν αφορά έλεγχο δικαστών Ανωτάτου Δικαστηρίου». Ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είναι εξ εκείνων που υποστηρίζουν την ιδέα του τριτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραθέτει επιπλέον την άποψη ότι, «δεν θα λυθούν τα προβλήματα με την ύπαρξη Εφετείου αστικού, ποινικού και διοικητικού δικαίου».
Στην ατζέντα και οι διορισμοί


Η μεταρρύθμιση «αγγίζει και τους διορισμούς, αγγίζει και τις προαγωγές, αγγίζει και την αξιολόγηση των δικαστών», δηλώνει στη «Σ» ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Ιωνάς Νικολάου, που εμφανίζεται αισιόδοξος ότι η εφαρμογή των μέτρων που προωθεί η Κυβέρνηση θα αποκαταστήσει την τρωθείσα εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό της Δικαιοσύνης.


«Όταν επιταχύνεις τη διαδικασία εκδίκασης των υποθέσεων και προχωρήσεις στις τομές που πρέπει να γίνουν όσον αφορά τη λειτουργία, όπως τον διαχωρισμό της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου στο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο Εφετείο και όταν καθορίσεις κριτήρια για τους διορισμούς και τις προαγωγές των δικαστών, γιατί να μην κερδίσουμε το στοίχημα της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό μας σύστημα;», αναφέρει.


Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι είναι εξίσου σημαντικό να προχωρήσουν οι δικαστές στην έκδοση του κώδικα δεοντολογίας και της δικαστικής πρακτικής που θα ρυθμίζει το θέμα της εξαίρεσής τους. Όσον αφορά τις επικείμενες αλλαγές επί του συστήματος διορισμών, ο Υπουργός δήλωσε ότι αναμένεται σύντομα «η προκαταρκτική μελέτη ξένων εμπειρογνωμώνων για το συγκεκριμένο θέμα», ενώ η τελική έκθεση πρόκειται να παραδοθεί τον ερχόμενο Μάρτη.