Αναλύσεις

Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές

«Είναι σίγουρο ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια αναμένεται ν’ αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και προβληματισμού: από τις συνθήκες πτώχευσης στη σταδιακή ανάκαμψη, με την έξοδο από το μνημόνιο αλλά και τη συνέχιση εφαρμογής των μέτρων του».

Η Ελληνική Κυβέρνηση προχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα σε έκδοση 10ετούς ομολόγου με κουπόνι 1,5%, με το ποσό που αντλήθηκε να ανέρχεται στο €1,5 δις, ενώ υπήρξαν υπερπολλαπλάσιες προσφορές, που, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, έφτασαν τα €7,6 δις. Το συγκεκριμένο κουπόνι ανήκει στα ιστορικά χαμηλά και επιβεβαιώνει από τη μια τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας αλλά και το περιβάλλον των σημαντικά χαμηλών αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. H Ελλάδα, όπως και η Κύπρος παλαιότερα, παρά το γεγονός ότι δεν εμπίπτει στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων εφόσον η οικονομία της δεν βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα, αξιοποιεί την πορεία των αποδόσεων στις διεθνείς αγορές ομολόγων.

Τα προγράμματα

ποσοτικής χαλάρωσης

Ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων διατηρείται μέσα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης αποτέλεσαν, τουλάχιστον στην αρχή, έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής ενίσχυσης της ανάπτυξης, με βασικό στόχο την αποκατάσταση του πληθωρισμού. Στην πορεία τα μέτρα αυτά παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, εφόσον η παγκόσμια οικονομία παρουσιάζεται αδύναμη, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε ενίσχυσή τους.

Με βάση τα στατιστικά, τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης από μόνα τους δεν κατάφεραν τον στόχο της επαναφοράς των οικονομιών σε πορεία ανάπτυξης. Υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις, όπως οι πολιτικές προστατευτισμού που αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.

Η αυξημένη ρευστότητα

Υπενθυμίζεται ότι πολλές είναι οι αναλύσεις οι οποίες τονίζουν ότι η Ευρώπη παρουσιάζει όλα εκείνα τα συστατικά που ενδεχομένως να δημιουργήσουν ένα κοκτέιλ ύφεσης, κάτι που αναμένεται να επηρεάσει όλες τις οικονομίες. Η αυξημένη ρευστότητα που «δημιουργήθηκε» από την ΕΚΤ δεν διοχετεύτηκε (τουλάχιστον στον βαθμό που αναμενόταν) μέσω αυξημένων χρηματοδοτήσεων στην πραγματική οικονομία, ενώ τα δομικά προβλήματα του Ευρωσυστήματος (σε συνδυασμό με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομίες όπως της Ιταλίας και της Γερμανίας) ενισχύουν τις ανησυχίες.

Η αυξημένη ρευστότητα αποτελεί κόστος για τα τραπεζικά ιδρύματα, εφόσον υπάρχουν χρεώσεις από τις κεντρικές τράπεζες για τη διατήρησή τους. Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων, το οποίο ενδεχομένως να δούμε σύντομα και στην Κύπρο.

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, προκαλούνται ανησυχίες στις διεθνείς αγορές για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η επιπλέον ρευστότητα. Πολλοί επενδυτές, αντί να προχωρήσουν σε πωλήσεις των χρηματοοικονομικών στοιχείων που διέθεταν για χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, προχώρησαν σε νέο δανεισμό λόγω χαμηλού κόστους, για αγορά νέων ομολόγων και μετοχών. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, οδήγησε σε ενίσχυση των χρηματαγορών τα τελευταία χρόνια, όμως γίνεται αντιληπτό πόσο ευάλωτες θα είναι οι αγορές στην περίπτωση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι σίγουρο ότι η πορεία της οικονομίας της τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και προβληματισμού: από τις συνθήκες πτώχευσης στη σταδιακή ανάκαμψη, με την έξοδο από το μνημόνιο αλλά και τη συνέχιση εφαρμογής των μέτρων του.

Μέσα από τις αξιολογήσεις των δανειστών είχε φανεί ξεκάθαρα ότι η χώρα αντιμετώπιζε σωρεία δομικών προβλημάτων, με έναν υπέρογκο και σπάταλο δημόσιο τομέα και κύρια χαρακτηριστικά τη φοροδιαφυγή και τη γραφειοκρατία. Χαρακτηριστικό επίσης ήταν ο λανθασμένος υπολογισμός των δημοσιονομικών ελλειμάτων και η ξαφνική αναρρίχησή τους σε διψήφιο αριθμό στις αρχές του 2010.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα μέτρα αφορούσαν τον δημόσιο τομέα, το ασφαλιστικό και μέτρα καλύτερης φορολογικής διαχείρισης, χωρίς να σημαίνει ότι όλα τα μέτρα που επιβλήθηκαν ήταν σωστά. Χαρακτηριστική ήταν η παραδοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ότι ο συντελεστής ύφεσης είχε εκτιμηθεί με λανθασμένο τρόπο.

Η χώρα ήταν η πρώτη που ζήτησε οικονομική στήριξη από την Ευρώπη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ουσιαστικά ήταν η αφορμή για τη δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης. Ένας μηχανισμός που έπρεπε σίγουρα να προϋπήρχε· η απουσία του οποίου αποδείκνυε την ανικανότητα των ευρωπαϊκών δομών, τότε, να διαχειριστούν την κρίση.

Τα μέτρα του αρχικού προγράμματος ήταν τέτοια, που δημιούργησαν ένα τεράστιο υφεσιακό σπιράλ, το οποίο ουσιαστικά «γονάτισε» την ελληνική οικονομία. Αυτό, σε συνδυασμό με την παραοικονομία και τις μεταρρυθμίσεις που ψηφίζονταν αλλά ποτέ δεν εφαρμόζονταν, οδήγησαν τη χώρα σε περισσότερα προβλήματα.

Τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων συρρικνώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα η εγχώρια ζήτηση να φτάσει στο ναδίρ, πολλές επιχειρήσεις να κλείνουν και τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων να αυξάνονται σημαντικά (σημειώνεται ότι το ποσοστό ιδιωτικού χρέους ως προς το ΑΕΠ που καταγράφει η Ελλάδα είναι μικρότερο από αυτό της Κύπρου).

Οι αλλαγές στις φορολογίες αποθάρρυναν τις ξένες επενδύσεις, ενώ ο τομέας των ακινήτων αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα λόγω του μεγάλου κόστους αγοράς και διακράτησης περιουσίας.

Σημειώνεται όμως ότι υπήρξαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας να διατηρήσουν τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παρά τις αρνητικές συνέπειες από την περικοπή συντάξεων, το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας μεταρρυθμίζονται, οι διαδικασίες αναφορικά με τα ακίνητα επιταχύνονται μέσω της καλύτερης λειτουργίας του Κτηματολογίου, ενώ σημαντικά είναι τα βήματα που έχουν γίνει σε ό,τι αφορά τη φορολογική συμμόρφωση.

Σχετικά με τα τραπεζικά ιδρύματα, υιοθετήθηκαν νέες νομοθεσίες, όπως αυτές που αφορούν τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ενώ σημαντικός ήταν ο αριθμός των συναλλαγών που αφορούσαν πωλήσεις χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων.

Σημαντικό γεγονός είναι ότι η Ελλάδα παρουσιάζει θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Σε αυτό συνέδραμαν οι εξαιρετικές επιδόσεις της χώρας στον τουρισμό (άλλωστε τα ελληνικά νησιά αποτελούν έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς), στη ναυτιλία, ενώ βελτιώνεται σταδιακά η κατάσταση στο λιανεμπόριο και τις κατασκευές (η χώρα φέτος έχει προχωρήσει στην υιοθέτηση προγράμματος παραχώρησης μόνιμης παραμονής μέσω επένδυσης).

Παραμένουν τα προβλήματα

Μεγάλα προβλήματα παραμένουν η γραφειοκρατία (παρά τη βελτίωση που υπήρξε), η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά και το υπέρογκο δημόσιο χρέος, για το οποίο υπήρξαν πρόσφατα αποφάσεις ελάφρυνσής του, με επέκταση της περιόδου αποπληρωμής.

Ο στόχος για πλεονάσματα της τάξης του 3% του ΑΕΠ αποτελεί από τη μια τροχοπέδη για την ανάπτυξη, υπό την έννοια ότι αναμένεται να περιοριστούν περισσότερο οι κρατικές δαπάνες. Από την άλλη, είναι η μεγάλη πρόκληση για τη διατήρηση των υψηλών θετικών ρυθμών ανάπτυξης, μέσα από την ενίσχυση της εγχώριας, αλλά περισσότερο της εξωτερικής ζήτησης. Σημειώνεται ότι η νέα κυβέρνηση προχωρεί σε παραχώρηση φορολογικών ελαφρύνσεων, κάτι που αναμένεται να επηρεάσει τα δημοσιονομικά και την επίτευξη των στόχων.

Η Ελλάδα παραμένει μια χώρα με ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις. Το μεγάλο ζήτημα είναι η πολιτική σταθερότητα, η αλλαγή νοοτροπίας, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ο σεβασμός στην κοινωνία και τους πολίτες και η επαναφορά της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Γίνεται μια προσπάθεια βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος, χωρίς να παραγνωρίζονται οι σημαντικές προσπάθειες που έγιναν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.