Αναλύσεις

Κοινωνικά αμόρφωτοι οι Κύπριοι

Έρμαια των προκαταλήψεων φαίνεται να είμαστε εφόσον η στοιχειώδης συμπεριφορά μας εξαρτάται από όσα εμπεδώθηκαν στο μυαλό μας ως δεδομένα

Η συμπεριφορά μας απέναντι στο ξένο και διαφορετικό από εμάς, απέναντι στους όμοιούς μας, απέναντι σε συναδέλφους, απέναντι σε υφιστάμενους, απέναντι στα παιδιά μας… την ώρα της έντασης, την ώρα της οδήγησης, την ώρα της εργασίας, σε κάθε στιγμή είναι απόρροια μιας παιδείας που όμως δεν πρόλαβε να ωριμάσει αρκετά, εξαιτίας της μικρής μας κοινωνικής ιστορίας. Ο κοινωνιολόγος, υποψήφιος Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνιολόγων Νεκτάριος Παρτασίδης μίλησε στη «Σ», εξηγώντας μας γιατί εμείς οι Κύπριοι, ενώ καταφέραμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας σε πολλούς τομείς, εντούτοις παραμένουμε κοινωνικά αμόρφωτοι.

Φυλετισμός από προκαταλήψεις

Μετά από διάφορα περιστατικά, που είδαν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, με κεντρικό θεματικό άξονα μια ρατσιστική συμπεριφορά, η περιέργεια σχετικά με το αν είμαστε ως λαός ρατσιστές, ή αν η υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών έχει συγκεκριμένη πηγή, αναπόφευκτα έχει υποκινηθεί προς έρευνα. Ρωτώντας τον κ. Παρτασίδη αν υπάρχουν σχετικές έρευνες σχετικά με τη γενικότερη συμπεριφορά των Κυπρίων, η απάντηση ήταν αρνητική. Ωστόσο, μια συζήτηση με τον ίδιο, μας έδωσε πολλές απαντήσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι Κύπριοι σκέφτονται όπως σκέφτονται -στην πλειοψηφία τους- και εκφράζουν τη σκέψη τους με συγκεκριμένους τρόπους. Σε ερώτησή μας αν είμαστε τελικά ρατσιστές, η απάντηση δεν ήταν απόλυτη. «Είναι σημαντικό πρώτα να προσδιορίσουμε τις έννοιες. Πολλές φορές ακούμε ή διαβάζουμε και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιοτική διαφορά μεταξύ του ρατσισμού και της διάκρισης. Υπάρχει αλληλοδιαδοχή στον τρόπο που συμβαίνουν τα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα. Με τον όρο ρατσισμός εννοούμε την εξολοκλήρου αποδόμηση ενός συνόλου ή μιας τεράστιας ομάδας ανθρώπων. Όμως το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε εμάς καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής μας είναι η προκατάληψη. Η προκατάληψη είναι οι απόψεις που δημιουργούνται για συγκεκριμένα πρόσωπα ή καταστάσεις οι οποίες είναι ατεκμηρίωτες. Δεν είναι αντικειμενικές αλλά υποκειμενικές και δεν μπορούν να επαληθευτούν. Για παράδειγμα μπορεί να αναφέρουμε στην κουβέντα τους Ασιάτες και να τους εντάξουμε όλους στην κατηγορία των Κινέζων, αγνοώντας ότι υπάρχουν και οι Ιάπωνες, οι Ταϊλανδοί, οι Φιλιππινέζοι κ.λπ. Αυτό ξεκινά ως προκατάληψη. Τα φαινόμενα αυτά, οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες μαθαίνονται κυρίως από οικογένεια, πολιτισμό, κουλτούρα. Μετά την προκατάληψη ακολουθεί το στερεότυπο. Τα στερεότυπα δημιουργούνται επειδή υπάρχει ακριβώς αυτή η ατεκμηρίωτη άποψη, την οποία συνδυάζουμε με συγκεκριμένα μεμονωμένα πρόσωπα ή κοινωνικές ομάδες ή καταστάσεις και τα θεωρούμε δεδομένα. Για παράδειγμα η οικιακή βοηθός που έχουμε σπίτι μας είναι η ‘μαυρού’ ή ‘Φιλιππινέζα’. Αυτές οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα μάς οδηγούν στις διακρίσεις και στον φυλετισμό».

Απροβίβαστο στην

κοινωνική μόρφωση

Η μικρή μας κοινωνική ιστορία είναι η υπαίτια για την πολιτισμική μας ανωριμότητα. Όπως μας εξήγησε ο κ. Παρτασίδης, η Κύπρος, αναπτυσσόμενη κάτω από ξένο ζυγό, δεν είχε το περιθώριο να εξελιχθεί αυτόνομα και να συναντήσει τον ίδιο της τον εαυτό, να σχηματίσει τον δικό της κοινωνικό χαρακτήρα. «Χρειάζεται να προβούμε σε μια ιστορικοκοινωνική προσέγγιση, τόσο σε μακροκλίμακα, όσο και σε μικροκλίμακα, όπου εν προκειμένω θα αντλήσω στοιχεία από την υπό έκδοση μελέτη μου με τίτλο ‘Η Κύπρος ως ανολοκλήρωτο κράτος: Εξηγώντας το δόγμα της αποικιοκρατικής μηχανής’, που κατατέθηκε για δημοσίευση σε Πρακτικά συνεδρίου που διοργανώθηκε παλαιότερα από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Πιο συγκεκριμένα, οι χρονικές περίοδοι που θα λέγαμε ότι επέδρασαν στο κοινωνικό παράδειγμα που (ανα)βιώνεται και εξασκείται διαδραστικά ως κουλτούρα πλέον, από τον γενικό πληθυσμό του νησιού, το πλαίσιο του ανολοκλήρωτου -και ως εκ τούτου εν πολλοίς προβληματικού- κράτους που μας κληροδοτήθηκε, σαφέστατα είναι η Οθωμανοκρατία και η Αγγλοκρατία. Παρά την -φαινομενική τουλάχιστον- κατάλυση αυτών των δύο καθεστώτων υποτελείας, εντούτοις άφησαν πίσω τους κατάλοιπα που λειτουργούν καθόλα ‘ανασχετικά’ για την ανάπτυξη και εμπέδωση κοινωνικής μόρφωσης. Και μάλιστα με διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά κριτήρια, που είναι παρατηρήσιμα, μετρήσιμα και επαναλαμβανόμενα, μάλλον σε ολόκληρο το φάσμα του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι στο νησί. Η κοινωνική ιστορικότητα συνιστά τις πολιτισμικές προδιαγραφές για θετική ή αρνητική ανάπτυξη κοινωνικής προόδου οποιουδήποτε κοινωνικού συνόλου μέσα από τη στενή βιωματική σχέση των ανθρώπων, των θεσμών, των δομών όπως τούτη εκτυλίσσεται στον χώρο και τον χρόνο. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι διαφέρει κατά πολύ από την κρατούσα έννοια της ιστορίας αυτής καθαυτής, όπως την γνωρίζουμε ως σημαντικό επιστημονικό κλάδο, αλλά και ως ιδιαίτερο συμπαγές εθνολογικό αφήγημα κάθε λαού. Σε περίπτωση που είναι θετική, τότε η κοινωνία που την φέρει (π.χ. Ιαπωνία, Νορβηγία, Γερμανία, Σιγκαπούρη) επιτυγχάνει συνεχώς να αναπτύσσεται αξιοποιώντας μακροπρόθεσμα τις διαδικασίες της τεχνολογικής και της κοινωνικής αλλαγής, όπως τούτες διενεργούνται ή επισυμβαίνουν σταδιακά. Αντίθετα, σε περίπτωση που είναι αρνητική, τότε η κοινωνία που την φέρει (π.χ. Ινδία, Κύπρος, Αργεντινή, Ρουμανία) εγκλωβίζεται σε κοινωνική εντροπία, που τείνει να διαιωνίζεται».

Κοινωνικές δεξιότητες

μέσα από την εκπαίδευση

Είναι τελικά εύκολο να αποκτήσουμε κοινωνική μόρφωση; Και ποιο δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσουμε; Εφόσον η ευθύνη της αμάθειάς μας δεν επιβαρύνει εξολοκλήρου εμάς τους ίδιους, τότε η δυσκολία είναι αρκετά μεγάλη. Εντούτοις, «δεν είναι κάτι που μπορεί να προσεγγιστεί μονοδιάστατα, νοουμένου ότι ακόμη και υπό τις ιδανικότερες περιστάσεις, υψηλή κοινωνική μόρφωση δύναται να ανακτηθεί μόνο σε βάθος χρόνου. Σαφώς, η οργανωτική δομή, τα αναλυτικά προγράμματα, όπως και γενικότερα το περιεχόμενο της μαθησιακής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης και δη στην μετα-Ψηφιακή Εποχή όπου διανύουμε, χρήζει καθολικής (ανα)σύνθεσης συμπεριλαμβανομένης της αναμόρφωσης των σχολικών μονάδων, προκειμένου να συνδυάζονται κλασικά και (μετα)νεωτερικά στοιχεία. Τούτο, ώστε το σύστημα εκπαίδευσης να καλύπτει τις καινοφανείς κοινωνικές ανάγκες που μεταλλάζονται και παράλληλα να συμβαδίζει με τη συνύπαρξη τριών αλληλοδιαδοχικών και ‘εξιδιασμένων’ όσο ποτέ άλλοτε γενεών: α) της Γενιάς Χ (δεκαετίες 1960-1980), β) της Γενιάς της «Χιλιετίας» - περισσότερο γνωστής και ως «Millennials» (δεκαετίες 1980-1990), και γ) της Γενιάς «Ζ» (δεκαετίες 1990-2000). Έχω την εντύπωση πως οι υφιστάμενες σχολικές μονάδες, κάπου λειτουργούν ωσάν να είναι αποκομμένες από τον ευρύτερο κοινωνικό ιστό (εξ ου κοινωνικά φαινόμενα όπως η νεανική παραβατικότητα και ο σχολικός εκφοβισμός τείνουν να «διαρρέουν» στην τοπική κοινωνία, να αυξάνονται και να προστίθενται στα υπόλοιπα κοινωνικά προβλήματα). Αποτελεσματική απάμβλυνση αντίστοιχων ή και ανάλογων κοινωνικών φαινομένων μπορεί να διασφαλιστεί με τη διεξαγωγή κοινωνικών ερευνών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσα από την προσφορά εθελοντικού έργου ή και την εργοδότηση αρμόδιων επαϊόντων (π.χ. κοινωνιολόγων, ψυχολόγων) τόσο σε διδακτικό, όσο και σε διοικητικό επίπεδο, όπως συμβαίνει και σε ευρωπαϊκές ή άλλες χώρες (π.χ. Βρετανία, Γαλλία, Αυστραλία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) αντί του συνήθους αδιεξόδου και άκαρπου «κοινωνικού διαλόγου». Ακολούθως, χρειάζεται και η αντίστοιχη εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής για καθολική και ανθρωποκεντρική παιδεία, που να στοχεύει στην εμπέδωση κοινωνικών δεξιοτήτων, παράλληλα με την τυπική μετάδοση γνώσεων. Επιπλέον, σε ενδεχόμενη περίπτωση ρηξικέλευθου ανασχεδιασμού της υφιστάμενης λειτουργίας των σχολικών μονάδων, χρειάζεται οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση, οι ιδιαίτερες κοινωνικοοικονομικές, πολιτισμικές ή άλλες συνθήκες του συγκείμενου περιβάλλοντος, ώστε να διασυνδεθούν ουσιαστικά με τη γειτονιά, την κοινότητα, την αγορά εργασίας».

Τι μαρτυρεί η οδική

μας συμπεριφορά

Μπορεί να απουσιάζουν οι έρευνες που επιβεβαιώνουν το χαμηλό επίπεδο της κοινωνικής μας μόρφωσης, εντούτοις πολλές ενδείξεις φανερώνουν αυτό ακριβώς. Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνιολόγων ξεκαθάρισε ότι «η κοινωνική μόρφωση δεν είναι ποσοτικό μέγεθος, αλλά ποιοτικό που κατηγοριοποιείται σε δύο επίπεδα: την υψηλή και τη χαμηλή. Παρότι δεν υπάρχουν τοπικές κοινωνικές έρευνες αναφορικά με την κοινωνική μόρφωση, εντούτοις μέσα από αξιόπιστους δείκτες – όπως ο Δείκτης Διεθνούς Διαφάνειας, Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης, Δείκτης Κοινωνικής Προόδου, Έκθεση GRECO, Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση Δεξιοτήτων Ενηλίκων- για την παρατήρηση και καταγραφή στατιστικών στοιχείων (π.χ. εκπαίδευση, διαφθορά, ποιότητα ζωής) σε διάφορες χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου) από έγκυρους διεθνείς φορείς και οργανισμούς ανά τακτά χρονικά διαστήματα, συνδυαστικά τεκμαίρεται πως η κυπριακή κοινωνία μάλλον κατατείνει να παρουσιάζει αρκετά χαμηλή κοινωνική μόρφωση. Επιπρόσθετα η κοινωνική μόρφωση ως έννοια, συσχετίζεται με τη διάπλαση προσωπικού ήθους και την αίσθηση του μέτρου (ατομικά και συλλογικά), χωρίς να εγκολπώνεται δογματικά την επιβολή μιας νενομισμένης ή άλλως πως ηθικής, προϋποθέτει και όμως δεν εξαρτάται από τη στείρα εκπαιδευτική, σπουδαστική ή γνωσιολογική κατάρτιση, ενώ όπως προανάφερα εκτείνεται σε μεμονωμένους ανθρώπους, κοινωνικές ομάδες (π.χ. πολιτικές, επαγγελματικές, πολιτιστικές, αθλητικές) ή ολόκληρα κοινωνικά σύνολα. Η υψηλή κοινωνική μόρφωση συνδέεται με την πολιτισμική ωριμότητα, ενώ η χαμηλή κοινωνική μόρφωση με την πολιτισμική ανωριμότητα, τόσο στη δημόσια, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Για παράδειγμα παρατηρώντας την οδική συμπεριφορά και ειδικότερα τους τρόπους που τηρείται ή δεν τηρείται ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας -ενδεικτικά τουλάχιστον- εκεί φαίνεται να αντικατοπτρίζεται το επίπεδο υψηλής ή χαμηλής κοινωνικής μόρφωσης ενός σύγχρονου κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον η νομική εφαρμογή ή μη εφαρμογή του λεγόμενου Δίκαιου της Ανάγκης από τις οποιεσδήποτε αρμόδιες κρατικές Αρχές προς τον διοικούμενο (π.χ. παραγνώριση ή και παραγκωνισμός των ιδιαίτερων αναγκών οιουδήποτε προσώπου με αναπηρία, χάριν ορθολογικής εφαρμογής της νομοθεσίας), όταν εκ των πραγμάτων είναι πασιφανές ότι δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει (π.χ. φυσικά, βιολογικά, οικονομικά, κοινωνικά ή άλλως πως)».