Αναλύσεις

Δημοσιονομικό Πλεόνασμα

«Σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για τους πρώτους δέκα μήνες του χρόνου («προίκα» για τον νέο Υπουργό Οικονομικών) βρίσκεται κοντά στο 5% του ΑΕΠ».

Η καταγραφή δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια οικονομία αποτελεί θετικό παράγοντα, όμως θα πρέπει να εξεταστεί μέσα από ένα γενικότερο πλαίσιο στατιστικών στοιχείων, όπως το ύψος του δημόσιου χρέους (αλλά και του ιδιωτικού εφόσον αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την ιδιωτική πρωτοβουλία) έναντι του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), τους δείκτες που αφορούν την κατανάλωση και τον ρυθμό ανάπτυξης.

Μεγάλο ζητούμενο φυσικά είναι η οικονομία να έχει «χτίσει» τα θεμέλια, ώστε να παρουσιαστεί ανθεκτική στην περίπτωση που υπάρξουν υφεσιογενείς τάσεις. Αυτό είναι πιο σημαντικό για μικρές, εξωγενείς οικονομίες που ενδεχομένως να επηρεαστούν από γεγονότα όπως μείωση της εξωγενούς ζήτησης σε ακίνητα, κάμψη στον τομέα των διεθνών υπηρεσιών αλλά και του τουρισμού.

Το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει σε υψηλά επίπεδα, όμως ακολουθεί πτωτική τάση. Το σημαντικό γεγονός είναι ότι μέσα από το γενικότερο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων η χώρα κατάφερε να μειώσει το κόστος δανεισμού και να επεκτείνει/«απλώσει» τις λήξεις κρατικών ομολόγων, ώστε να είναι πιο διαχειρίσιμες.

Σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για τους πρώτους δέκα μήνες του χρόνου («προίκα» για τον νέο Υπουργό Οικονομικών) βρίσκεται κοντά στο 5% του ΑΕΠ.

Τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά περίπου 12% και ανήλθαν στα €7.415,8 εκ. τη συγκεκριμένη περίοδο, με τις κοινωνικές εισφορές να αυξάνονται κατά 33% λόγω των συνεισφορών στο γενικό Σχέδιο Υγείας και την αύξηση των συνεισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (λόγω αύξησης των συντελεστών και της σημαντικής μείωσης της ανεργίας). Την ίδια ώρα, σημαντική είναι και η αύξηση των εισροών από τους άμεσους και έμμεσους φόρους.

Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές παροχές σημείωσαν αύξηση κοντά στο 15%, ακολουθούμενες από τις απολαβές προσωπικού, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 11% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Η αύξηση των εσόδων από τους φόρους και κατ’ επέκτασιν η ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών είναι απόρροια της θετικής πορείας της οικονομίας. Οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ ενισχύθηκαν σημαντικά ως αποτέλεσμα της βελτίωσης του κατασκευαστικού τομέα, η οποία τροφοδοτείται και από τα κίνητρα τα οποία έχουν παραχωρηθεί, τις καλές σχετικά χρονιές που διανύει ο τομέας του τουρισμού (παρά τις προκλήσεις) και την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης.

Σημειώνεται ότι η ενίσχυση των προπωλήσεων ακινήτων, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ψηλά κτίρια, ενισχύει τα κρατικά ταμεία, εφόσον ο ΦΠΑ καταβάλλεται με την υπογραφή των συμβολαίων και την πληρωμή του αντιτίμου. Άρα η Κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ, προεισπράττει μαζί με τον πωλητή του ακινήτου, ενώ θα πρέπει να διασφαλίζεται η ολοκλήρωση του έργου και η παράδοση της οικιστικής/επιχειρηματικής μονάδας στον αγοραστή. Είναι σημαντικό να εξεταστεί η πορεία των συγκεκριμένων εσόδων σε περίπτωση που ο κατασκευαστικός κλάδος παρουσιάσει κάμψη, εφόσον τα σημάδια «κόπωσης» άρχισαν ήδη να διαφαίνονται.

Την ίδια στιγμή, ενισχύεται με βάση τα στατιστικά τόσο η εξωτερική όσο και η εσωτερική ζήτηση, με τα εισοδήματα των νοικοκυριών να βελτιώνονται και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων να ενισχύεται. Σημειώνεται όμως ότι ακόμη δεν έχουμε παρατηρήσει την επαναδραστηριοποίηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως είχαμε πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Και ίσως να μην τη δούμε ποτέ, εφόσον φαντάζει πολύ δύσκολο να επιβιώσουν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον των μεγάλων επιχειρήσεων, που έχουν τη δυνατότητα μείωσης του κόστους λειτουργίας και παραγωγής.

Η πορεία της κατανάλωσης αποτελεί σημαντική ένδειξη για το υγιές μιας οικονομίας και ταυτόχρονα καταδεικνύει τις διαθέσεις των καταναλωτών/πολιτών. Η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης συνεισφέρει σημαντικά στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και ενισχύει τα δημόσια οικονομικά μέσω της είσπραξης φορολογιών.

Τονίζεται ότι ο λιανικός τομέας λόγω της κρίσης αναδιαρθρώθηκε σημαντικά, με αρκετές εταιρείες, κυρίως μικρομεσαίες (παρόλο που είδαμε και μεγάλες αλυσίδες να πτωχεύουν), να αναστέλλουν δραστηριότητες λόγω οικονομικών προβλημάτων, και νέους «παίκτες» να μπαίνουν στην αγορά ή υφιστάμενους να ενισχύουν τον κύκλο εργασιών τους.

Επιπλέον, παρατηρείται αλλαγή στη νοοτροπία των καταναλωτών, οι οποίοι είναι πιο προσεκτικοί στις αγορές και στις δαπάνες τους και διενεργούν έρευνα αγοράς πριν προχωρήσουν σε αυτές. Επιπρόσθετα, σημειώνεται αύξηση στις διαφημίσεις των εταιρειών του τομέα και των κονδυλίων που δαπανώνται για σκοπούς προβολής και προώθησης.

Η κατανάλωση, πέρα από τη διάθεση των καταναλωτών, επηρεάζεται και από τη ρευστότητα που υπάρχει στην αγορά και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, καθώς και τη διάθεση των πολιτών να αποταμιεύσουν. Με τα καταθετικά επιτόκια στο ναδίρ και τον υψηλό φόρο επί των τόκων εισπρακτέων, η διάθεση για αποταμίευση είναι περιορισμένη.

Σημειώνεται ότι η διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων είτε αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις είτε σε οικογένειες θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε σε περιόδους ευφορίας να δημιουργούνται «αναχώματα» για τις περιόδους που οι οικονομικές προκλήσεις θα είναι περισσότερες.

Η «εισαγόμενη» κατανάλωση αποτελεί ακόμη ένα στοιχείο ενίσχυσης της εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας της χώρας. Η προσέλκυση υψηλής εισοδηματικής τάξης τουριστών ενισχύει άμεσα και έμμεσα την οικονομία, εφόσον πέραν των ξενοδοχείων και άλλες επιχειρήσεις, όπως καταστήματα ρούχων και εστιατόρια, μπορούν να ευνοηθούν.

Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμο να αναλυθούν σε περισσότερη λεπτομέρεια οι επιμέρους τομείς που παρουσιάζουν αύξηση στη ζήτηση. Όπως γίνεται κατανοητό, η αύξηση της ζήτησης σε προϊόντα εισαγωγής θα επηρεάσει το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.

Αυτό που ενδεχομένως προβληματίζει είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας τροφοδοτείται από τους ίδιους, παραδοσιακούς τομείς: τουρισμός, κατασκευές, επαγγελματικές υπηρεσίες, ναυτιλία (με τον τελευταίο τομέα να εκμεταλλεύεται νέες ευκαιρίες όπως οι ενδεχόμενες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας). Ο τομέας της εκπαίδευσης ενισχύεται, αλλά οι σκέψεις για αναδιάρθρωση του οικονομικού μοντέλου της χώρας και η ενίσχυση τομέων όπως η έρευνα και καινοτομία έχουν ξεχαστεί (σίγουρα θα τις θυμηθούμε όταν η οικονομία θα περάσει σε νέο κύκλο ύφεσης, διότι η πορεία της οικονομίας είναι κυκλική).

Την ίδια στιγμή, είναι γνωστό ότι τα κυπριακά νοικοκυριά και oι επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά δανεισμού, απόρροια της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης κατά την περίοδο πριν από την κρίση και το μνημόνιο. Το πρόβλημα για την κοινωνία συνεχίζει να υφίσταται και μετά την πώληση των δανείων σε επενδυτικά ταμεία. Το ότι οι ισολογισμοί των τραπεζών απαλλάσσονται από το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την πώληση, δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν τα προβλήματα για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις.

Ο υψηλός δανεισμός αποτελεί από τη μια τροχοπέδη στην ανάπτυξη, εφόσον μειώνει τη δυνατότητα χορήγησης νέων χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων (σε μια περίοδο που τα τραπεζικά ιδρύματα διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα) και, από την άλλη, αποτελεί σημαντικό κίνδυνο και πρόκληση σε περιόδους ύφεσης (εφόσον μειωμένα εισοδήματα για τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα κάνουν την εξυπηρέτηση του δανεισμού ακόμη δυσκολότερη).