Αναλύσεις

Εσύ ξέρεις τι είναι τα βακούφια;

Τον ισλαμικό νόμο Βακούφι θυμούνται πλέον και στην Κύπρο οι Τούρκοι εισβολείς και απειλούν με δήθεν οικειοποίηση της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου

Στην αραβική γλώσσα η λέξη waqf (τουρκικά: vakıf, ελληνική απόδοση: βακούφι) σημαίνει ακινητοποιώ, παγώνω. Πρόκειται για νόμο του μουσουλμανικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο ένα φυσικό πρόσωπο παραιτείται από ένα ή περισσότερα αγαθά του και τα παραχωρεί ισοβίως σε έναν ιερό, φιλανθρωπικό ή κοινωνικό σκοπό. Η πράξη αυτή απορρέει από την υποχρέωση για ελεημοσύνη, που αποτελεί έναν από τους κύριους άξονες του Ισλάμ και βασική προϋπόθεση για έναν «καλό» μουσουλμάνο. Από νομικής απόψεως, ωστόσο, αποτελεί μια από τις πιο πολύπλοκες αναφορές του μουσουλμανικού δικαίου.

Στην πραγματικότητα πρόκειται, με απλά λόγια, για διάταξη του μουσουλμανικού περιουσιακού νόμου, με την οποία περιουσίες ευεργετών «κλειδώνουν» για πάντα στο όνομα του κράτους και δεν μπορούν να αποκτήσουν νέους ιδιοκτήτες. Ποτέ. Ώστε να μην αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του ισλαμικού πολιτισμού, αλλά παράλληλα και για να διασφαλίζεται η παρουσία του. Σήμερα, η σύγχρονη Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτήν την πρόνοια του ισλαμικού νόμου προκειμένου να υλοποιήσει σχέδια επεκτατισμού ή αρπαγής κατά το δοκούν, όπως στην περίπτωση της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου.

Τα είδη των βακουφίων

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες βακουφικών κτημάτων, ωστόσο η βακουφική περιουσία δεν περιορίζεται σε κτήρια, μπορεί να είναι βιβλία ή άλλη κινητή περιουσία. Εκ των πραγμάτων όμως τα ιδρύματα είναι που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο μέρος της βακουφικής περιουσίας. Στις πόλεις, τα μεγαλύτερα σουλτανικά βακούφια ήταν αυτά που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη συντήρηση των κυριότερων μουσουλμανικών χώρων λατρείας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ιδρύματα που πέρασαν στα χέρια του βακουφίου ήταν αποτέλεσμα αρπαγής από το οθωμανικό καθεστώς, όπως περίτρανα αποδεικνύει το παράδειγμα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, όταν οι οθωμανοί τη μετέτρεψαν σε τζαμί. Στις αρχές του 16ου αιώνα περισσότερα από 1.650 μαγαζιά και εργαστήρια στα όρια του ιστορικού κέντρου Κωνσταντινουπόλεως είχαν τεθεί εκτός συναλλαγής, θεωρούνταν «ακινητοποιημένα» και ανήκαν στο βακούφι, το οποίο τα εκμίσθωνε και χρησιμοποιούσε τα έσοδα από τα μισθώματα. Όσα δεν ήταν σουλτανικά, χαρακτηρίζονταν «ιδιωτικά», σχηματίζοντας πλείστες άλλες υποομάδες και υποδιαιρέσεις.

Τα «κοινοτικά βακούφια»

Στην πραγματικότητα, η έννοια των «κοινοτικών βακουφίων», όπως είναι τα βακούφια των χριστιανικών και εβραϊκών κοινοτήτων, «εισήχθη με τον νόμο 2762/1935. Με τη δημιουργία αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας ιδρυμάτων, το νεοσύστατο κεμαλικό κράτος επιτυγχάνει τη συμμετοχή του στη διαχείριση των οικονομικών πόρων των κοινοτήτων. Ενώ δηλαδή τα ρωμαίικα ευαγή ιδρύματα της οθωμανικής περιόδου διοικούνταν αποκλειστικά από το Διαρκές Μεικτό Εθνικό Συμβούλιο και χωρίς την ανάμειξη και τον έλεγχο του αυτοκρατορικού υπουργείου Βακουφίων, από το 1935 κι έπειτα υπόκεινται στην κηδεμονία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων». Δεν υπάρχει, βέβαια, αντίστοιχη πρακτική για τα ευαγή μουσουλμανικά ιδρύματα στην Ελλάδα.

Η αντίδραση των «κοινοτικών βακουφίων»

Όπως εξηγεί ο Ν.Π. Ελευθεριάδης στο βιβλίο «Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκίαι», ο νόμος 2762/1935 έδινε στις μειονότητες προθεσμία μερικών μηνών για να κάνουν την απογραφή των ακινήτων τους και να υποβάλουν μια δήλωση στην οποία θα παρείχαν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα που απέφεραν τα συγκεκριμένα ακίνητα, τους διαχειριστές τους και τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν. «Στη δήλωση που κατέθεσαν μερικά ιδρύματα φρόντισαν ωστόσο να επισημάνουν ότι δεν είχαν ποτέ αποκτήσει την ιδιότητα του βακουφίου, εφόσον δεν διέθεταν καν ιδρυτική πράξη». Η απάντηση, επί της ουσίας, δήλωνε την αντίθεση των κοινοτήτων με το καθεστώς που επιβλήθηκε μονομερώς από τις τουρκικές αρχές και το οποίο οδηγούσε, όπως πλέον αποδεικνύεται περίτρανα, στην απώλεια των ακινήτων των άλλων κοινοτήτων.

Το πρώτο σύγχρονο

παράδειγμα της αρπαγής
Σύμφωνα με τις αναφορές που καταγράφει η εγκυκλοπαίδεια μείζονος ελληνισμού, στην Κωνσταντινούπολη, η απόφαση που εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1971, το Ακυρωτικό Δικαστήριο, «κλείνοντας» τη δίκη που έφερε αντιμέτωπους το νοσοκομείο Μπαλουκλή και το κράτος, αποτελεί ηχηρό ραβδισμό. Εφόσον δεν περιλαμβάνονταν στη δήλωση του 1936, όσα ακίνητα περιήλθαν στην κατοχή των μειονοτικών ιδρυμάτων μετά τη χρονολογία αυτή αποκτήθηκαν παράνομα, όποιος κι αν ήταν ο τρόπος κτήσης τους, αγορά ή δωρεά. «Η επιχειρηματολογία; Πρώτον, σημειώνεται στην απόφαση, η τουρκική νομοθεσία απαγορεύει σε ξένα νομικά πρόσωπα να έχουν ακίνητη περιουσία στην Τουρκία. Δεύτερον, εφόσον τα μειονοτικά βακούφια στερούνταν ιδρυτικής πράξης, δεν ήταν γνωστή με ακρίβεια η βούληση του ιδρυτή ως προς την πρόσκτηση νέων ακινήτων και επομένως δεν δικαιούνταν να αποκτήσουν νέα ακίνητα πέρα από αυτά που είχαν δηλωθεί το 1936. Η απόφαση αυτή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων – και από Τούρκους νομικούς. Το πολιτικό κλίμα όμως στην Τουρκία του 1970 και 1980 κάθε άλλο παρά ευνοούσε τις ανοιχτές αντιπαραθέσεις και ειδικότερα σε θέματα που αφορούσαν τις μη μουσουλμανικές μειονότητες». Άλλες περιπτώσεις αρπαγής ελληνικής περιουσίας επειδή δεν επιτελούσαν, με βάση τα σουλτανάτα της Τουρκίας, τον σκοπό ίδρυσής τους είναι το Ορφανοτροφείο στη νήσο Πρίγκηπο και η Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι, για την οποία μάλιστα υπήρξε αιτιολογικό ότι αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας. Από το 2010 τροποποιητικός νόμος προβλέπει την επιστροφή όλων των παραπάνω περιπτώσεων, χωρίς την επίδειξη τίτλων αλλά μόνον με τη Δήλωση του 1936. «Όσα δε εξ αυτών δεν βρίσκονται πλέον στον έλεγχο του τουρκικού Δημοσίου, προβλέπεται η παροχή αποζημίωσης με βάση τη σημερινή αξία τους». Η τροποποίηση, που επιτεύχθηκε με πίεση από την ΕΕ, στο πλαίσιο των ετήσιων εκθέσεων προόδου για την Τουρκία, παραμένει στα χαρτιά. Επιπρόσθετα καταδικαστικές αποφάσεις έχει εκδώσει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Υπόθεση Αρέστη

Πανηγυρικά καταρρίπτει τη διεκδίκηση εκ μέρους της Τουρκίας της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου ως περιουσία του βακουφίου, η απόφαση του ΕΔΑΔ το 2006, με την οποία δικαιώνεται η Ελληνοκύπρια πρόσφυγας από την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, Μύρα Ξενίδη Αρέστη.

Η απόφαση που είναι τελεσίδικη επιβεβαιώνει την παραβίαση του δικαιώματος κατοικίας και περιουσίας της κ. Αρέστη και τεκμηριώνει την απόρριψη των προσπαθειών της Τουρκίας να διεκδικήσει μέσω του βακουφίου την περιφραγμένη πόλη.