Συνεντεύξεις

Η κυπριακή κοινωνία δεν θα ‘ναι η ίδια μετά

Η πανδημία ορίζει ζωές, συνήθειες, ιδέες, κουλτούρες - Ο κοινωνιολόγος Νεκτάριος Παρτασίδης μίλησε στη «Σ» για την ετοιμότητα της κυπριακής κοινωνίας ν’ αντεπεξέλθει στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες, αλλά και για την ενδεχόμενη διαμόρφωσή της μέσα από αυτήν την κατάσταση

Ένας μήνας και κάτι από την επιβολή μιας νέας -αν και προσωρινής- πραγματικότητας. Η κοινωνία προσαρμόζεται σε μια καινούρια καθημερινότητα, την οποία επέβαλε η πανδημία. Έτοιμη ή όχι, καλείται να συνηθίσει μια διαφορετική τάξη πραγμάτων και είναι απορίας άξιον πώς θα βγει απ’ όλο αυτό. Ο κοινωνιολόγος και Πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνιολόγων Κύπρου, Νεκτάριος Παρτασίδης, μίλησε στη «Σημερινή» για την ετοιμότητα της κυπριακής κοινωνίας ν’ αντεπεξέλθει στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες αλλά και για την ενδεχόμενη διαμόρφωσή της μέσα από αυτήν την κατάσταση.

Η κυπριακή κοινωνία αντιμετωπίζει όντως πρωτόγνωρες καταστάσεις;

Δεδομένου ότι δεν διατίθενται συγκεκριμένα στατιστικά και άλλα στοιχεία από ανάλογη κοινωνική έρευνα για τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα αναφορικά με την κυπριακή κοινωνία, μπορούμε μόνο να προβούμε σε διαμόρφωση ενδεικτικών συμπερασμάτων στη βάση συμπαγών υποθέσεων μέσω συγκρίσιμων παρατηρήσεων, οι οποίες συνάγονται μέσα από τους ιστορικούς, πολιτισμικούς, τεχνολογικούς, οικονομικούς, υγειονομικούς ή άλλως πως τομείς του τοπικού και διεθνούς κοινωνικού γίγνεσθαι.

Ο Ούλριχ Μπεκ, στο έργο του που έχει ως κεντρικό άξονα τις «κοινωνίες της διακινδύνευσης», ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τόνισε εμφαντικά ότι στον σύγχρονο κοινωνικό κόσμο τα κάθε λογής ρίσκα που ελλοχεύουν από ευρείας κλίμακας φυσικές ή μη καταστροφές πλέον ολοένα και περισσότερο θα συστήνουν την αδιαμφισβήτητη κανονικότητα από την οποία θα διέπεται η κοινωνική πραγματικότητα, σε μερικές περιπτώσεις επαπειλώντας και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Σε αντιδιαστολή με το παρελθόν, η ανατρεπτική και εντονότερη εξέλιξη που σηματοδοτείται για τον σύγχρονο κόσμο, όμως, ως επί το πλείστον οφείλεται στην πολύπλοκη σύνθεση και συστηματοποίηση των υφιστάμενων κοινωνικών δομών (π.χ. οικονομία, ενέργεια, εμπόριο, μετανάστευση, διακυβέρνηση), την επιτεινόμενη ταχύτητα με την οποία διεξάγεται η κοινωνική ζωή σε ρυθμούς ύστερα από την Ψηφιακή Εποχή (π.χ. διαδίκτυο, τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας) σε συνδυασμό με καινοφανή θετικά ή αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα που αναφύονται (π.χ. βιολογικό γονιδίωμα, HIV/AIDS, νέος κορωνοϊός που είναι γνωστός και ως SARs 2), τα οποία ενδεχομένως και λόγω εν δυνάμει εγγενούς μεταλλαξιμότητας ή ηθικών διλημμάτων που εγείρουν, να απαιτούν ξεχωριστές διαβαθμίσεις προληπτικής και προδραστικής διαχείρισης ή αντιμετώπισης.

Συνεπώς, η κυπριακή κοινωνία δεν αποτελεί εξαίρεση στα πιο πάνω ακόμη και σε τοπικό επίπεδο (π.χ. υποδούλωση ετών 1570-1878 και 1878-1960, πανδημία της ενδημικής φυματίωσης, σεισμός του 1953). Εκείνο που αποτελεί την «ειδοποιό διαφορά» αναφορικά με την προσέγγιση σε διαγενεακές κοινωνικές παραστάσεις που (ανα)διαμορφώνονται είναι μάλλον η απουσία υπαρκτού «μέτρου σύγκρισης». Τούτο συμβαίνει κυριότερα λόγω μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών, τόσο από απόψεως θέσμισης κοινωνικών δομών, όσο και από απόψεως προσωπικών εμπειρικών βιωμάτων, καθότι δεν μπορούν να διασυνδεθούν πρακτικά μεταξύ τους, παρά μόνο θεωρητικά και κατά τι αφηρημένα.

Πόσο έτοιμη είναι η κυπριακή κοινωνία να αντιμετωπίσει την πανδημία, τα μέτρα, τον ίδιο της τον εαυτό;

Παρά τις δραματικές επιπτώσεις που βιώνουμε τόσο μεμονωμένα ως πρόσωπα, όσο και ως κοινωνικό σύνολο εξαιτίας του κρίσιμου υγειονομικού προβλήματος από τον νέο κορωνοϊό, είναι ιδιαιτέρως ευχάριστο το γεγονός ότι η επιστημολογική και εξειδικευμένη γνωσιολογική κατάρτιση -ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας- λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και αξιοποιείται σε τέτοια έκταση, όσον αφορά την αντιμετώπιση του «αόρατου» βιοκινδύνου, τη διεθνώς αναγνωρισμένη «ασύμμετρη απειλή», που σαφώς έχει απορρυθμίσει και την τοπική κοινωνική πραγματικότητα.

Με βάση στατιστικά στοιχεία για την υφιστάμενη πανδημική έξαρση που τηρούνται διαδικτυακά στον διαδραστικό χάρτη του Κέντρου Επιστημονικών Συστημάτων και Μηχανολογίας του Πανεπιστημίου «John Hopkins», οφείλουμε να ομολογήσουμε πως η Κυπριακή Πολιτεία από απόψεως οργανωμένης διακυβέρνησης, όντως κινήθηκε ορθολογικά και έγκαιρα. Με την ακολουθία εφαρμογής διάφορων επίσημων ανασχετικών παραμέτρων (π.χ. κοινωνικός περιορισμός, σχολαστική ιχνηλάτηση περιστατικών, οικονομική στήριξη του κοινωνικού κεφαλαίου), αποτέλεσμα ήταν η ελαχιστοποίηση της διασποράς του νέου κορωνοϊού (SARs 2) στον τοπικό πληθυσμό.

Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουμε διαφύγει τα «υποτροπιάζοντα» ρίσκα δημογραφικών παραγόντων που συνεπάγεται (π.χ. συχνότητα μετάδοσης, ποσοστά θνησιμότητας), όντας εκ των πραγμάτων μια κατ’ εξοχήν ρευστή κατάσταση που χρειάζεται να παρακολουθείται επισταμένως, έως ότου εκλείψει. Σαφώς οι αναγκαίες επίσημες παράμετροι που εφαρμόζονται, χρειάζεται να τηρούνται υπομονετικά και ψύχραιμα από το κοινωνικό σύνολο, με «πιστή ευλάβεια» θα λέγαμε, αλλά και δέοντα σεβασμό έναντι των επαγγελματιών υγείας, των εθελοντών, όπως και όλων όσοι -άνδρες και γυναίκες- ξημεροβραδιάζονται χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, στερούμενοι τα οικεία τους πρόσωπα, αδιαφορώντας για τον χρόνο ή κόπο που αφιερώνουν, ώστε να συνδράμουμε συλλογικά στην προσπάθεια για διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Κύπρος διαθέτει την αντίστοιχη κοινωνική ιστορικότητα ή πολιτική παράδοση ευρωπαϊκών και άλλων χωρών (π.χ. Σουηδία, Φινλανδία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη), ώστε να ερμηνεύσουμε ότι η (εκάστοτε) οργανωμένη διακυβέρνηση λειτούργησε σταθμιστικά ένεκα αυξημένων «κοινωνικών ανακλαστικών» ή αλληλοσυμπληρωματικών σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους - κοινωνίας. Διότι αυστηρά κοινωνιολογικά, εξυπακούεται πως κατ’ αναλογίαν θα έπρεπε να ισχύει εξίσου προληπτικά ή προδραστικά με την ίδια συνέπεια και σε άλλες περιπτώσεις εκδηλωνόμενων κινδύνων ή κοινωνικών φαινομένων, ανεξαρτήτως διαστάσεων. Επομένως, η ορθολογική και έγκαιρη αντίδραση του κυπριακού κράτους, μάλλον τείνει να υπόκειται στο μεταπρατικό υπόβαθρο των «πρισματικών» πολιτειακών γνωρισμάτων που φέρει.

Μερικοί συμπολίτες μας χάνουν αγαπημένα πρόσωπα χωρίς να μπορέσουν να αποχαιρετήσουν, να συνοδεύσουν, να παρηγορήσουν και να παρηγορηθούν. Μπορούν οι συγκεκριμένες συνθήκες απώλειας να διαμορφώσουν την κοινωνία μας;

Επιστημονικά μπορεί τα περιστατικά θανάτων -ανεξαρτήτως αριθμών- να εκφράζουν ψυχρά τα στατιστικά ποσοστά θνησιμότητας, όμως σε ανθρώπινο επίπεδο η απώλεια οικείων προσώπων για τους σημαντικούς άλλους (π.χ. οικογένεια, φίλοι, συγγενείς) οι οποίοι την βιώνουν προσωπικά με διάφορους τρόπους, αποκτά φυσική/πνευματική υπόσταση και νοηματοδοτείται συναισθηματικά, μεταφράζεται σε ό,τι κοινωνιολογικά προσδιορίζεται ως «φαινόμενο της ραγισμένης καρδιάς», με όλα τα συνεπακόλουθα του πένθους (π.χ. πόνος, θλίψη, οικονομική δυσπραγία, απομόνωση), τον ενδεχόμενο «κλυδωνισμό» της κοινωνικής εμπιστοσύνης, αναφορικά με δεσμούς κοινοτικότητας.

Εξ ου, κυριότερα ενέχεται το ρίσκο του κοινωνικού στιγματισμού, δηλαδή η «απαξίωση» στη βάση απόδοσης μιας «παραφθαρμένης ταυτότητας», τόσο για όσα πρόσωπα νοσούν με τον νέο κορωνοϊό (SARs-2) για δεδομένο χρονικό διάστημα και αναρρώνουν ή για όσα πρόσωπα εντέλει καταλήγουν, καθότι υπάρχει πιθανότητα να κατηγοριοποιηθούν από την «κοινή γνώμη» ως προς το χαρακτηριστικό γνώρισμα επικινδυνότητας του νοσήματος που εξαναγκάζει σε ορισμένη κοινωνική απομόνωση (π.χ. καραντίνα, φυσική επικοινωνία και επαφή), ένεκα επιβεβλημένης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όσο και για όσα πρόσωπα παραμένουν υγιή, αλλά τα οποία τυγχάνει να συνδέονται μαζί τους.

Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά σημαντικό υπό τις περιστάσεις, να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα κοινωνικού στιγματισμού μέσα από τη ροή αξιόπιστων ενημερωτικών πληροφοριών, οι οποίες παρέχονται -μεταξύ άλλων- από επαγγελματίες, φορείς και οργανισμούς υγείας, αρμόδιους επιστήμονες, ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, όπως και την έγκυρη αναμετάδοσή τους από παραδοσιακά και νέα μέσα επικοινωνίας συμπεριλαμβανομένων των λειτουργών και των χρηστών. Κατά τον Τζέφρεϊ Αλεξάντερ, η διαφοροποίηση των κοινών χαρακτηριστικών (π.χ. τάσεις, νοοτροπίες, συμπεριφορές, κουλτούρα) οποιουδήποτε κοινωνικού συνόλου, δύναται να επισυμβεί κάτω από καταστροφικά μεγέθη συνθηκών, τα οποία εμπειρικά συνεπάγονται προσωπικά βιώματα εξαιρετικά φρικτών γεγονότων (π.χ. ρίψη ατομικών βομβών στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι της Ιαπωνίας το 1945, τσουνάμι στη Σουμάτρα της Ινδονησίας το 2004). Υπό αυτές τις προϋποθέσεις χαράζεται εκείνο το «ανεξίτηλο» πολιτισμικό τραύμα στη συλλογική μνήμη ενός πληθυσμού, συντελώντας σε οριστική και αμετάκλητη μεταβολή της κοινωνικής του ταυτότητας, για καλύτερες ή χειρότερες ημέρες. Στη νεότερη ιστορία της κυπριακής κοινωνίας, χαρακτηριστική περίπτωση φρικτού γεγονότος που συνέστησε όντως πολιτισμικό τραύμα με εμφανείς επιπτώσεις στη συλλογική μνήμη του τοπικού πληθυσμού, ήταν η τουρκική εισβολή που έγινε το 1974.

Τώρα, εάν και κατά πόσον τα προσωπικά βιώματα των ανθρώπων από την πανδημική διασπορά του νέου κορωνοϊού (SARs-2) που είναι εν δυνάμει πηγή κοινωνικής αστάθειας, αποδιοργάνωσης και ηθικού πανικού, θα έχουν ανάλογες επιπτώσεις για την κυπριακή κοινωνία -πέρα από αλυσιδωτά κοινωνικοοικονομικά ή συναφή προβλήματα- νομίζω πως είναι πολύ νωρίς για να εξαγάγουμε αντικειμενικά συμπεράσματα.

Κάποια στιγμή όλα αυτά θα ανήκουν στο παρελθόν. Ποια εικόνα μας θα καθρεφτίζεται μετά;

Οπωσδήποτε, η πανδημική διασπορά του νέου κορωνοϊού (SARs-2) έχει απορρυθμίσει τόσο τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, όσο και την κανονικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας τοπικά και διεθνώς. Γεγονός που επισύρει βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, πολιτικές, γεωγραφικές, θρησκευτικές ή άλλως πως συνέπειες/επιπτώσεις που ήδη αναφαίνονται, αλλάζοντας δεδομένες συνθήκες που προηγουμένως γνωρίζαμε (π.χ. προσανατολισμός στην περαιτέρω χρήση ψηφιακών τεχνολογιών για οικονομικές συναλλαγές, για έκφραση μορφών κοινωνικότητας, για την εξ αποστάσεως εργασία και μάθηση στα εκπαιδευτικά συστήματα, για τις «αλυσίδες παραγωγής»), που δεν θα αφήσουν την κυπριακή κοινωνία ανεπηρέαστη.

Και πάλι, χωρίς να προβαίνουμε σε βεβιασμένες κοινωνιολογικές εκτιμήσεις λόγω ρευστότητας της κατάστασης, η επιστροφή των ανθρώπων στην κανονικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας ενός -και από πολλές απόψεις- σύγχρονου διασυνδεδεμένου κόσμου (π.χ. τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας, διεθνές εμπόριο και συγκοινωνίες, οικονομικές και άλλες μεταναστευτικές ροές, διασυνοριακή πολιτική και διπλωματία, τουρισμός), είναι και ζήτημα επιπέδου κοινωνικής μόρφωσης. Όπως έχουμε σημειώσει επανειλημμένα και αλλού, η κοινωνική μόρφωση διαχωρίζεται σε υψηλή και χαμηλή, ενώ εκδηλώνεται μέσα από νοοτροπίες και συμπεριφορές. Επιπλέον, είναι συγκρίσιμη/μετρήσιμη με κοινωνικούς δείκτες, όμως δεν εξυπακούεται ποσοτικό μέγεθος, αλλά ποιοτικό μέγεθος. Αφορά την πολιτισμική ωριμότητα/ανωριμότητα που εκδηλώνεται στον χώρο και τον χρόνο, η οποία παράλληλα απορρέει από τα ποσοστά «αποθεμάτων» κοινωνικής ιστορικότητας και πολιτικής παράδοσης, τα οποία διαθέτει οποιαδήποτε κοινωνία.

Έπειτα, η έξοδος της κυπριακής κοινωνίας από το υφιστάμενο υγειονομικό πρόβλημα, σε επίπεδο τεχνοκρατικής θέσμισης, χρειάζεται να αποτελέσει αφορμή για ανθρωποκεντρική επανίδρυση των οιωνδήποτε «στάσιμων» συντεταγμένων και την επαναχάραξη πολιτικής σε ετερόκλητους τομείς (π.χ. στέγαση και αστικοί σχεδιασμοί, κουλτούρα και σύστημα εκπαίδευσης, φορολόγηση και ανισότητα εισοδήματος, σύστημα υγείας, έγκλημα και σύστημα δικαιοσύνης), σε συνάρτηση με το πρότυπο Πίεσης και Απελευθέρωσης (PAR model) του Πιέρ Μπλάηκη, τη δημιουργία μόνιμων προληπτικών και προδραστικών μηχανισμών (π.χ. Εταιρεία Ανάλυσης Κινδύνου, Καναδικό Δίκτυο Ρίσκων και Κινδύνων) απέναντι σε ελλοχεύοντες -και ενδεχομένως θανάσιμους- βιοκινδύνους, άλλες φυσικές ή μη καταστροφές.