Αναλύσεις

Ώθηση της ανάκαμψης

«Μέχρι σήμερα τα μέτρα αφορούσαν τη «συντήρηση» των παραγωγικών μονάδων για να αντέξουν, ενώ τώρα απαιτείται η λήψη μέτρων για την ανάκαμψη και την ενίσχυση της χρηματοδότησης»

Είναι ξεκάθαρο ότι η παγκόσμια οικονομία έχει μπει σε μια δύσκολη περίοδο, κυρίως λόγω των περιοριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί σε ό,τι αφορά τον περιορισμό εξάπλωσης της πανδημίας. Αυτό που αναζητείται το συντομότερο δυνατό, τόσο σε παγκόσμιο αλλά και σε επίπεδο εθνικών οικονομιών, είναι η επαναφορά στην κανονικότητα και την οικονομική ανάπτυξη.

Όλες οι κυβερνήσεις και οι παγκόσμιοι οργανισμοί προχώρησαν στη λήψη μέτρων για ενίσχυση της επιχειρηματικής και σταδιακής ανάκαμψης. Σιγά-σιγά περνούμε στο δεύτερο μέρος των δράσεων που απαιτούνται. Μέχρι σήμερα τα μέτρα αφορούσαν τη «συντήρηση» των παραγωγικών μονάδων για να αντέξουν, ενώ τώρα απαιτείται η λήψη μέτρων για την ανάκαμψη και την ενίσχυση της χρηματοδότησης.

Η παροχή ενός πακέτου κινήτρων ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστεί άμεσα και στην Κύπρο. Έχει δοθεί στην Κυβέρνηση μεγάλος αριθμός προτάσεων, οι οποίες φυσικά θα πρέπει να φιλτραριστούν, διότι κάποιες ενδεχομένως να μην είναι εφαρμόσιμες και άλλες να είναι αντίθετες με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πέρα από την επαναδραστηριοποίηση της εσωτερικής αγοράς, το σημαντικό είναι η σταδιακή ανάκαμψη του τουριστικού ρεύματος και η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος των ξένων επενδυτών για τη χώρα.

Μετά την απόσυρση του νομοσχεδίου για τις κρατικές εγγυήσεις, η Κυβέρνηση προσανατολίζεται στη λήψη άλλων μέτρων, όπως η επιδότηση επιτοκίου και η κατευθείαν χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Γίνεται αντιληπτό ότι η επιδότηση επιτοκίου, όταν γίνεται αξιολόγηση παραχώρησης δανείου από τις τράπεζες, θα διασφαλίζει από τη μια μέρος των ταμειακών ροών από το δάνειο, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εγγύηση επί των ζημιών που ενδεχομένως να έχει ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα από τη μη εξυπηρέτηση του δανείου.

Η παραχώρηση δανεισμού από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα συνεχίσει να γίνεται (λόγω επίσης και της αυξημένης ρευστότητας που έχουν και της περαιτέρω ενίσχυσής της από τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) όπως πριν, με την αξιολόγηση της δυνατότητας του δανειολήπτη να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Φυσικά, πλέον θα υπάρχει επιπλέον επιφυλακτικότητα στην αξιολόγηση για το πώς ο δανειολήπτης επηρεάστηκε από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για τον κορωνοϊό και το αν θα καταφέρει ν’ αντεπεξέλθει στις δυσκολίες που έχουν δημιουργηθεί. Αυτό το επιπλέον ρίσκο είχε σκοπό να απορροφήσει το νομοσχέδιο των κρατικών εγγυήσεων.

Ένας άλλος παράγοντας που αξιολογούν τα τραπεζικά ιδρύματα για την παραχώρηση πιστώσεων, είναι το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις και το οποίο την τελευταία περίοδο δεν έχει γίνει καλύτερο. Ως εκ τούτου, η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας αναμένεται να ενισχύσει και τις δυνατότητες αποπληρωμής των επιχειρήσεων.

Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), μετά τη συνάντηση Μακρόν και Μέρκελ, φαίνεται να προχωρεί στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ με το ποσό των €500 δις, το οποίο αν και συγκριτικά μικρότερο από τα ποσά που διοχετεύονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι ένα θετικό βήμα όχι μόνο οικονομικό αλλά και πολιτικό, ως προς την αρχιτεκτονική της ΕΕ.

Φυσικά, η ανακοίνωση του μέτρου είναι η αρχή μιας ενδεχομένως μακράς και δύσκολης διαδικασίας εφαρμογής του, εφόσον χρειάζονται οι εγκρίσεις από όλα τα κράτη-μέλη και ανάλογα με το σύνταγμα των χωρών, ενδεχομένως και από τα κοινοβούλιά τους (αναμένεται να υπάρξουν αντιδράσεις, εφόσον θα επηρεαστούν τα δημοσιονομικά των εθνικών οικονομιών των κρατών–μελών).

Το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ θα αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού και θα χορηγηθεί μέσα από τα προγράμματα και τους μηχανισμούς της EE σε τομείς και χώρες (διαφαίνεται ότι λόγω του κορωνοϊού το ποσό των χορηγήσεων δεν θα είναι ανάλογο της ποσόστωσης με την οποία συμμετέχει η κάθε χώρα στον Προϋπολογισμό, όπως έγινε με τα μέτρα που υιοθετήθηκαν μέσω ESM) που έχουν πληγεί από την πανδημία και θα αφορούν δαπάνες σε υποδομές αλλά και χορηγήσεις σε επιχειρήσεις των συγκεκριμένων κλάδων.

Ένα από τα υφιστάμενα εργαλεία της ΕΕ, το οποίο δημιουργήθηκε μετά την τελευταία οικονομική κρίση, ήταν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ), το οποίο αποτέλεσε το κύριο εργαλείο για την υλοποίηση του «Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη» (σχέδιο Γιούνκερ).

Tο Ταμείο στηρίζει στρατηγικές επενδύσεις κυρίως σε ευρυζωνικά και ενεργειακά δίκτυα, στις μεταφορές, σε βιομηχανικά κέντρα, καθώς και στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην καινοτομία, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ενεργειακή απόδοση. Επιπλέον, παρέχει στήριξη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και επιχειρήσεις μεσαίας κεφαλαιοποίησης, ώστε να αντιμετωπίζουν τις ελλείψεις κεφαλαίων, παρέχοντας μεγαλύτερα ποσά για άμεσες επενδύσεις σε ίδια κεφάλαια και ενισχυμένες εγγυήσεις για δάνεια σε ΜμΕ. Το ΕΤΣΕ δημιουργήθηκε σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η οποία έχει αναλάβει και τη διαχείρισή του.

H απόφαση Γαλλίας και Γερμανίας τη βδομάδα που μας πέρασε θεωρείται σημαντική πολιτικά, εφόσον η ΕΕ ενεργεί πλέον συγκροτημένα ως θεσμός διαχειριζόμενη το δικό της ταμείο (και όχι μέσω του μηχανισμού στήριξης που είναι διακρατικός θεσμός). H Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προχωρήσει σε δανεισμό μέσω ομολόγων με εγγυήσεις των κρατών-μελών, ο οποίος θα αποπληρώνεται από μελλοντικούς πολυετείς προϋπολογισμούς της ΕΕ, μετά το 2027.

Αυτό φυσικά θα ανοίξει έναν νέο κύκλο συζητήσεων, αφενός για ενδεχόμενη αύξηση της συμμετοχής των κρατών-μελών της ΕΕ στον προϋπολογισμό της και, αφετέρου, για τρόπους ενίσχυσης των εσόδων μέσω εισφορών ή νέων φόρων που θα επιβληθούν από τα κράτη-μέλη.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που μέσα από το γαλλογερμανικό κείμενο της απόφασης γίνεται αναφορά για μία σαφή δέσμευση των κρατών–μελών να ακολουθούν υγιείς οικονομικές πολιτικές και να προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις όπου αυτό απαιτείται (το ζητούμενο είναι ο έλεγχος που θα διεξάγεται και με ποιον τρόπο θα αξιολογούνται τα κράτη-μέλη).

Επιπλέον, σημειώνεται ότι Γερμανία και Γαλλία θα προωθήσουν ένα ελάχιστο πραγματικό επίπεδο φορολογίας στην ψηφιακή οικονομία στην ΕΕ και μία κοινή φορολογική βάση για τις επιχειρήσεις, κάτι για το οποίο η Κύπρος παλαιότερα εξέφρασε επιφυλάξεις, εφόσον θα πληγεί ο τομέας των υπηρεσιών (τονίζεται ότι η θέση των χωρών που θεωρούνται χρηματοοικονομικά κέντρα εναντίον της ενιαίας φορολογικής βάσης έχει αποδυναμωθεί μετά το Brexit, εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν στήριζε μια τέτοια εξέλιξη).

H εξάπλωση του κορωνοϊού έχει επηρεάσει όλες τις οικονομίες, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο. Δεν είναι η ίδια κρίση με την προηγούμενη, όπου συγκεκριμένες χώρες είχαν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, όπως υψηλά ποσοστά χρέους, και λήφθηκαν μέτρα για αντιμετώπιση του προβλήματος. Ίσως η μορφή της σημερινής κρίσης να οδήγησε στις αποφάσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας, αποφάσεις που ομολογουμένως ενισχύουν την ευρωπαϊκή συνοχή. Φυσικά θα πρέπει να δούμε την υλοποίηση των αποφάσεων ώστε να υπάρξουν συμπεράσματα, ειδικά σε ό,τι αφορά τους όρους της παραχώρησης των χορηγήσεων.