Αναλύσεις

Δανεισμός και αρνητικά επιτόκια

«Η μόχλευση, στo πλαίσιo ενός λογικού χρηματοδοτικού σχεδίου, είναι ένα απόλυτα υγιές φαινόμενο, το οποίο μεγιστοποιεί τα κέρδη μιας επένδυσης. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται δανεισμός με χαμηλό κόστος (ειδικά αυτήν την περίοδο που τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά), για να γίνουν επενδύσεις που, αν αποδειχθούν επιτυχημένες, θα έχουν μεγαλύτερη απόδοση»

Ο δανεισμός αποτελεί σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης επενδύσεων και μέρος του κεφαλαίου κίνησης των επιχειρήσεων. Η μόχλευση, στο πλαίσιο ενός λογικού χρηματοδοτικού σχεδίου, είναι ένα απόλυτα υγιές φαινόμενο, το οποίο μεγιστοποιεί τα κέρδη μιας επένδυσης. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται δανεισμός με χαμηλό κόστος (ειδικά αυτήν την περίοδο που τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά), για να γίνουν επενδύσεις που, αν αποδειχθούν επιτυχημένες, θα έχουν μεγαλύτερη απόδοση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αγορές μετοχών εταιρειών που διαπραγματεύονται σε χρηματιστήρια.

Φυσικά, η μόχλευση σταματά να είναι ένα «υγιές» χρηματοδοτικό εργαλείο τη στιγμή που γίνεται με υπερβολικό τρόπο (υπάρχουν όρια, ανάλογα με τον τομέα δραστηριοποίησης σε ό,τι αφορά το ποσοστό των δανείων ως προς τα ίδια κεφάλαια), χωρίς να διασφαλίζεται η δυνατότητα αποπληρωμής και φυσικά όταν ο δανεισμός διοχετεύεται σε αμφιβόλου ποιότητας επενδύσεις, χωρίς καμιά αξιολόγηση του ρίσκου που αναλαμβάνεται.

Γίνεται αντιληπτό ότι εταιρείες με υγιή ισολογισμό και ιδιώτες με καλό πιστωτικό προφίλ μπορούν να προχωρήσουν στην εξασφάλιση δανεισμού πολύ πιο εύκολα, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους κρίσεων. Αυτό αναδεικνύεται έντονα κυρίως αυτήν την περίοδο, και αφορά οργανισμούς και ιδιώτες που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα, με τα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρούν στην παραχώρηση χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων. Σημειώνεται ότι, αν και εφόσον ψηφιστεί το «ταλαιπωρημένο» νομοσχέδιο των κρατικών εγγυήσεων, αυτή η διαδικασία θα γίνει ακόμη πιο εύκολη, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα ανοίξει τον δρόμο για παραχώρηση διευκολύνσεων σε οργανισμούς με χρόνια προβλήματα (εξάλλου είναι ξεκάθαρο ότι η εφαρμογή του νομοσχεδίου των κρατικών εγγυήσεων αφορά εταιρείες που δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019).

Πολλά τα παραδείγματα εταιρειών που δανείστηκαν ποσά τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Άλλωστε, πριν από μια δεκαετία, βασική παράμετρος για να πάρει κάποιος δάνειο ήταν η αξία των εξασφαλίσεων. Επιπλέον, πολλοί οργανισμοί απέτυχαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς και υπό την πίεση του υψηλού δανεισμού οδηγήθηκαν στο κλείσιμο.

Πλέον ο δανειολήπτης θα πρέπει να αποδείξει δυνατότητα αποπληρωμής και να συμπληρώσει με λεπτομέρεια το έντυπο που αφορά τα εισοδήματα και τα αναμενόμενα έξοδα της οικογένειάς του (όταν αναφερόμαστε σε φυσικά πρόσωπα) ή να προσκομίσει ολοκληρωμένο επιχειρηματικό πλάνο (όταν αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις). Επιπλέον, η αξιολόγηση της δυνατότητας αποπληρωμής γίνεται με βάση το συνολικό πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη και όχι το συγκεκριμένο ακίνητο ή το συγκεκριμένο έργο.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που προέκυψε είναι η αδυναμία πολλών επιχειρήσεων να εκπονήσουν σωστά και ρεαλιστικά επιχειρηματικά σχέδια και να ετοιμάσουν ολοκληρωμένους προϋπολογισμούς, μια διαδικασία η οποία πρέπει να είναι δυναμική, με την έννοια ότι πρέπει να αναπροσαρμόζεται στις συνεχείς εναλλαγές του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Είναι πολλά τα παραδείγματα επιχειρήσεων που, ενώ έδειχναν κερδοφόρες, είχαν τρομερά ζητήματα ρευστότητας, ενώ πολλές φορές είδαμε να πραγματοποιούνται επενδύσεις, κυρίως στον τομέα των ακινήτων, χωρίς να υπάρχει πλάνο β’ σε περίπτωση που οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν και μεγάλο ποσό κεφαλαίων / ρευστών διαθεσίμων μείνουν «εγκλωβισμένα» για μεγάλη χρονική περίοδο.

Την ίδια στιγμή, αναπτύσσεται συζήτηση για τον ρόλο του διαχειριστή και το πλαίσιο αφερεγγυότητας, το οποίο, δυστυχώς, δεν θα μπορέσει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο σε ό,τι αφορά τις προβληματικές περιπτώσεις δανείων.

Αν κάποιος εξετάσει περιπτώσεις άλλων χωρών, ο διορισμός του διαχειριστή με βάση ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης γίνεται σε πρώτο στάδιο για να εξετάσει τη δυνατότητα επαναφοράς της επιχείρησης σε βιώσιμη πορεία, και σε δεύτερο στάδιο για να εξετάσει την εξεύρεση επενδυτών για την ενίσχυση των κεφαλαίων της, αν και εφόσον οι προσπάθειες δεν καρποφορήσουν στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας για αποπληρωμή όσο το δυνατό περισσότερων υποχρεώσεών της, αρχίζοντας από τους εξασφαλισμένους δανειστές. Στην Κύπρο, στις πλείστες των περιπτώσεων πάμε κατευθείαν στο δεύτερο στάδιο, με πολλά από τα περιουσιακά στοιχεία να μένουν σε αδράνεια για σημαντικό χρονικό διάστημα, χάνοντας από την αξία τους.

Την ίδια στιγμή, η αυξημένη ρευστότητα αποτελεί κόστος για τα τραπεζικά ιδρύματα, εφόσον υπάρχουν χρεώσεις από τις κεντρικές τράπεζες για τη διατήρησή τους. Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων, το οποίο αναμένεται να γίνει εντονότερο και στην Κύπρο. Παράλληλα, η κερδοφορία των τραπεζών πλήττεται. Αυτό συμβαίνει αφενός λόγω των χαμηλών επιτοκίων που χρεώνονται στους πελάτες και, αφετέρου, λόγω του κόστους που καλούνται να καταβάλουν για «φύλαξη» της επιπλέον ρευστότητας.

Τα χαμηλά επιτόκια και η πορεία της αξίας των ομολόγων στις διεθνείς αγορές, απόρροια των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζουν οι Κεντρικές Τράπεζες, πλήττουν τις αποδόσεις τόσο των ασφαλιστικών σχεδίων, όσο και των ταμείων προνοίας.

Οι διεθνείς επενδυτές ψάχνουν πλέον επενδύσεις με αποδόσεις, εφόσον η διατήρηση καταθέσεων αποτελεί μη συμφέρον επενδυτικό πλάνο. Ως εκ τούτου, υπάρχουν πολλές επενδύσεις σε αναδυόμενες αγορές, ακίνητα και άλλα προϊόντα, χωρίς πολλές φορές να γίνεται σωστή αξιολόγηση και διασπορά των κινδύνων.

Η επιπλέον ρευστότητα φαίνεται να διοχετεύεται σε μεγάλο ποσοστό στις χρηματαγορές, με τις τιμές σε μετοχές παραγώγων και ηλεκτρονικών νομισμάτων να ανεβαίνουν σημαντικά την τελευταία περίοδο.

Το ζητούμενο για τα τραπεζικά ιδρύματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα επενδύσουν / διοχετεύσουν στην αγορά την επιπλέον ρευστότητα, αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος. Σημειώνεται ότι τα τραπεζικά ιδρύματα προχωρούν σε σημαντικές κινήσεις για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) του παρελθόντος, με πιο άμεση λύση την πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων. Η αφαίρεση ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζικών ιδρυμάτων ενισχύει τα κεφάλαιά τους, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα για την οικονομία και την κοινωνία.

Ο υψηλός δανεισμός των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είτε αυτά τα ποσά οφείλονται σε τραπεζικά ιδρύματα είτε σε εταιρείες εξαγοράς και διαχείρισης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συνεχίζει να περιορίζει το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, εφόσον τα συγκεκριμένα δάνεια πρέπει να εξυπηρετηθούν. Την ίδια στιγμή, κάνουν δύσκολη τη χορήγηση νέων δανείων, εφόσον πολύ δύσκολα ένας δανειολήπτης με υψηλό ποσοστό μόχλευσης μπορεί να αποδείξει τη δυνατότητα αποπληρωμής νέου δανεισμού.

Η ύπαρξη μόχλευσης στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερες επενδύσεις, φτάνει να μην παρατηρηθούν οι λάθος πρακτικές που είδαμε στο παρελθόν. Σημαντικός παράγοντας για ξεκλείδωμα της ρευστότητας των τραπεζών (για τις οποίες η υπέρμετρη ρευστότητα αποτελεί κόστος) και χρηματοδότηση της οικονομίας είναι η ύπαρξη του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται.

Είναι ξεκάθαρο ότι η προσέλκυση επενδύσεων είναι σημαντική, σε ένα δύσκολο ομολογουμένως περιβάλλον λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού, χωρίς όμως να ξεχνούμε ότι έχουμε την ευθύνη δημιουργίας των συνθηκών προσέλκυσης τέτοιων κεφαλαίων.