Αναλύσεις

Σεξουαλική παρενόχληση: Η καθυστέρηση, η καταγγελία και το αποτέλεσμα!

Ανάγκη για δημιουργία υποδομών, ώστε να σπάσει η σιωπή και στην Κύπρο, έστω και αργοπορημένα

Η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη η Άντρη Ελευθερίου ήταν ήδη γνωστή. Δύο φορές το ανέφερε δημόσια, αλλά κανείς δεν κούνησε το δάκτυλό του. Η παλίρροια που σήκωσε η Σοφία Μπεκατώρου στην Ελλάδα ταρακούνησε κι εδώ μερικούς, ώστε να κινηθεί λίγο η μηχανή των αποκαλύψεων, των καταγγελιών, των ανακρίσεων και των ερευνών.

Η Άντρη Ελευθερίου το είπε μια, το είπε δυο, αλλά μιλούσε μάλλον σε τοίχο. Κατέστη θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, όχι μία, αλλά επανειλημμένες φορές από το ίδιο «σημαντικό» πρόσωπο στον χώρο του αθλητισμού. Δεν μπορούσε να μιλήσει τότε. Το γιατί, όταν το ακούει, νευριάζει. «Όταν τα βάζεις με αυτά τα άτομα που έχουν δύναμη, εξουσία, είναι δύσκολο… Κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει αν δεν το ζήσει», δήλωσε, μεταξύ άλλων, σε πρόσφατη συνέντευξή της.

Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το θύμα, αν δεν υπήρξε και ο ίδιος θύμα. Αυθόρμητα αλλά λογικά η πρώτη ερώτηση που έρχεται στο μυαλό είναι εκείνο το γιατί; Γιατί δεν μίλησε τότε, γιατί δεν έκανε κάτι… Μια απάντηση που ζητά και το ίδιο το δικαστήριο, ώστε να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο τα ερωτήματα είναι περισσότερα και οι απαντήσεις ακόμη αναζητούνται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Γιατί δεν αποκάλυψε; Γιατί όσοι γνώριζαν, δεν έκαναν κάτι; Ποιος προστατεύει το θύμα και ποιος τον θύτη τελικά; Μπορεί μια Μπεκατώρου να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό; Η δύναμη των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας μπορεί να κινήσει τον τροχό της αλλαγής; Και τελικά τι γίνεται με τη νομολογία;

Ποτέ δεν είναι αργά για διερεύνηση

Είτε περάσει μια βδομάδα είτε περάσουν χρόνια, από τη στιγμή που γίνεται μια καταγγελία θα πρέπει να γίνει διερεύνηση της υπόθεσης. Αυτό εξήγησε στη «Σημερινή» η δικηγόρος Κατερίνα Σοφοκλέους, η οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης καλούνται τα ύποπτα πρόσωπα να πουν τη θέση τους».

Όσο για το θέμα της καθυστέρησης της υποβολής παραπόνου, η κ. Σοφοκλέους ανέφερε ότι «το ζήτημα της καθυστέρησης υποβολής καταγγελίας από ένα θύμα ή κατ’ ισχυρισμόν θύμα, είναι αυτό που απασχολεί τις τελευταίες ημέρες. Όταν φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο, το ζήτημα το οποίο προκύπτει και είναι ένα βασικό ερώτημα για το δικαστήριο, είναι το θέμα της καθυστέρησης. Όταν ένα πρόσωπο πηγαίνει μετά από τόσα χρόνια να καταγγείλει το συμβάν, θα ερωτηθεί πρωτίστως γιατί καθυστέρησε να καταγγείλει το αδίκημα. Ο λόγος που ερωτάται ο παραπονούμενος είναι για να αποτρέψουν την κατασκευαστική μαρτυρία, δηλαδή την πιθανότητα κάποιος με αλλότρια κίνητρα να έχει προβεί σε κάποια ψευδή καταγγελία. Καθαρά για να διασφαλιστεί ότι η καταδίκη μπορεί να υπάρξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται ενώπιόν του, ο ύποπτος-κατηγορούμενος, διέπραξε το αδίκημα και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι δεν το έκανε».

Ο χρόνος αποδυναμώνει την αξιοπιστία;

Μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού χρησιμοποιεί τη λογική προσπαθώντας να ερμηνεύσει την αντίδραση του προσώπου που καταγγέλλει, μετά από τόσα χρόνια, σεξουαλική κακοποίηση από κάποιο πρόσωπο. «Ταυτόχρονα», όπως ανέφερε η κ. Σοφοκλέους, «πάλι μερίδα του πληθυσμού ρίχνει το βάρος στο ίδιο το θύμα, το οποίο πιθανόν να μην αντιστάθηκε ή το ντύσιμό του να ήταν προκλητικό κατά τη δική τους άποψη. Όπως και να έχει, το θέμα της θέσης του θύματος σε αδικήματα σεξουαλικής φύσεως απασχολεί συνεχώς τα δικαστήρια, με τις θέσεις, κατά καιρούς να διαφοροποιούνται».

Το πέρας μεγάλου χρονικού διαστήματος επιβάλλει μια ισχυρή μαρτυρία και ακόμη πιο ισχυρές ενισχυτικές μαρτυρίες, ώστε το αδίκημα να τιμωρηθεί και ο θύτης να καταδικαστεί. «Αν το θύμα-παραπονούμενο πρόσωπο έρχεται στο δικαστήριο με μόνο όπλο τη μαρτυρία του, δηλαδή την προφορική αποκάλυψη ότι πριν από τόσα χρόνια έγινε αυτό και αυτό και δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία που να το τεκμηριώνει, όπως π.χ. γενετικό υλικό, κάποιος αυτόπτης μάρτυρας, ή να το εκμυστηρεύτηκε σε κάποιο άλλο πρόσωπο αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος, τότε υπάρχει μέσα στο ‘μυαλό’ του δικαστηρίου μια αμφιβολία. Αν το θύμα δεν ικανοποιήσει το δικαστήριο για να καταλήξει στο πέραν πάσης αμφιβολίας, τότε μπορεί να οδηγηθεί ο θύτης στην αθώωση ακόμη και αν αυτά τα οποία λέει ο παραπονούμενος είναι αλήθεια», όπως εξήγησε η δικηγόρος στη «Σ».

Το βέβαιο είναι ότι η καθυστέρηση επηρεάζει την αξιοπιστία του θύματος. Έτσι μένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, αν η μόνη μαρτυρία είναι αληθής ή αν υπάρχουν άλλες σκοπιμότητες πίσω από την καταγγελία.

Η καθυστέρηση δεν μετριάζει την ποινή

Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο καταδικαστεί για σεξουαλικό αδίκημα, είτε μετά από καθυστέρηση στην καταγγελία είτε όχι, αυτό δεν αλλάζει το αποτέλεσμα της ποινής, όπως ανέφερε η κ. Σοφοκλέους. «Αν καταδικαστεί κάποιος για ένα σεξουαλικό αδίκημα και πράγματι υπάρχει καθυστέρηση είτε μικρή είτε μεγάλη στην ποινή, η καθυστέρηση μετρά εναντίον του κατηγορουμένου. Αφού καταδικαστεί ένα πρόσωπο, υπάρχει ένα στάδιο που ονομάζεται μετριασμός της ποινής. Στον μετριασμό της ποινής ο δικηγόρος υπεράσπισης αναφέρει κάποιους λόγους με τους οποίους προσπαθεί να πείσει το δικαστήριο ότι αν και ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, αξίζει τη μέγιστη επιείκεια του δικαστηρίου στην ποινή. Άρα αν θα του καταλογιζόταν για παράδειγμα 14 χρόνια ή δια βίου, που είναι σήμερα η ποινή, θα μπορούσε να ‘κερδίσει’ λιγότερα χρόνια.

»Σε αυτό το στάδιο η νομολογία λέει ότι, ενώ ο κανόνας θέλει την καθυστέρηση να λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου, στα σεξουαλικά αδικήματα η καθυστέρηση λειτουργεί εναντίον του, γιατί το θύμα στις πλείστες των περιπτώσεων καθυστερεί να προχωρήσει σε καταγγελία εφόσον κατανοεί και αναγνωρίζει τους λόγους για τους οποίους καθυστέρησε. Το ψυχολογικό φορτίο, η πιθανή συμπεριφορά της κυπριακής κοινωνίας όταν καταγγέλλονται τέτοιου είδους υποθέσεις, και η αφόρητη πίεση που ασκείται στο άτομο-θύμα αποτελούν παράγοντες για τους οποίους κανείς καταδικασθείς δεν μπορεί να λαμβάνει αυτό υπέρ του».

Αλλαγή νοοτροπίας από το 2008

Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις καταγγελιών που έγιναν μετά από χρόνια και έχουν δικαιωθεί, όπως εξήγησε η κ. Σοφοκλέους. «Σε αρκετές περιπτώσεις άτομα προχώρησαν σε καταγγελία, ενώ έχουν περάσει πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, μπορεί να είχαν υποστεί το αδίκημα όταν ήταν ανήλικα και προχώρησαν σε καταγγελία όταν ενηλικιώθηκαν. Και πάλι κατά την ακροαματική διαδικασία το παραπονούμενο πρόσωπο είναι απαραίτητο να εξηγήσει τον λόγο που καθυστέρησε να προβεί σε καταγγελία και είναι στην κρίση του δικαστηρίου αν θα το πιστέψει ή όχι».

Η κ. Σοφοκλέους εξήγησε ότι η νοοτροπία του δικαστηρίου άλλαξε από το 2008, εφόσον άλλαξαν και τα κοινωνικά δεδομένα, δημιουργώντας νέες τάσεις που υιοθετούν και αποδέχονται την ύπαρξη των ψυχολογικών παραγόντων. «Η κυπριακή νομολογία έχει υιοθετήσει μια ενδιάμεση θέση σε σχέση με το πώς αξιολογούνται τα θύματα που καθυστερούν να υποβάλουν το παράπονό τους, ώστε να διασφαλίζονται τόσο τα δικαιώματα του υπόπτου- κατηγορουμένου, όσο και του θύματος».

Ισχύει ή δεν ισχύει παραγραφή αδικήματος;

Μέχρι πολύ πρόσφατα το ζήτημα παραγραφής δεν υπήρχε στην Κύπρο, σύμφωνα με την κ. Σοφοκλέους. «Αν κάποιος προχωρούσε σε καταγγελία για ένα αδίκημα που έγινε πριν από 50 χρόνια, τότε θα μπορούσε να διεξαχθεί έρευνα, ανεξαρτήτως αδικήματος. Πριν από περίπου δύο χρόνια, όμως, τροποποιήθηκε η ποινική δικονομία, στην οποία προστέθηκαν δύο πρόνοιες που αφορούν στην παραγραφή. Οι πρόνοιες αυτές λαμβάνουν ως κριτήριο την ποινή που προνοείται για το εκάστοτε αδίκημα. Εάν έχω ένα αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή 6 μηνών φυλάκισης, τότε δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταγγελθεί ένα πρόσωπο μετά από έξι μήνες, από την ημέρα που ισχυρίζεται το πρόσωπο που καταγγέλλει ότι έγινε η πράξη αδικήματος. Και η δεύτερη πρόνοια αφορά ποινές μέχρι ένα χρόνο».

Μπέρδεμα φαίνεται να προκαλείται όταν κάποιος ενδέχεται να προχωρήσει σε καταγγελία για κάποιο αδίκημα που μπορεί να διαπράχθηκε πριν από την τροποποίηση της νομοθεσίας. «Το ερώτημα που προκύπτει είναι υπό ποιο νομοθετικό καθεστώς ισχύει η πρόνοια. Δηλαδή αν το αδίκημα διαπράχθηκε το 2016 ή 2015 που δεν ίσχυαν οι νέες πρόνοιες για παραγραφή, τότε θα μπορεί να προβεί κάποιος σε καταγγελία;»

Η σεξουαλική παρενόχληση παραγράφεται;

Αλαλούμ με τις πρόνοιες παραγραφής προκαλεί και το γεγονός ότι τα αδικήματα που σχετίζονται με σεξουαλική παρενόχληση μπορούν να παραγραφούν, όταν αυτά δεν καταγγελθούν έγκαιρα, εφόσον η ποινή που προνοείται γι’ αυτά είναι μόλις ένα έτος. «Αν για παράδειγμα σήμερα που μιλούμε διαπραχθεί ένα αδίκημα σεξουαλικής παρενόχλησης, προνοείται η ποινή μέχρι ενός έτους. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταγγέλλεται και να διώκεται το άτομο, εντός ενός χρόνου. Αλλιώς θα παραγραφεί. Να ξεκαθαρίσουμε όμως ότι το κάθε αδίκημα εξετάζεται διαφορετικά, άλλο είναι η άσεμνη επίθεση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλημα παραγραφής εφόσον η ποινή είναι πέντε χρόνια και πάνω, διαφορετική η αντιμετώπιση του βιασμού και διαφορετική της σεξουαλικής παρενόχλησης».

Τροποποίηση νομοθεσίας για την παραγραφή

Στον κίνδυνο παραγραφής αδικημάτων, όπως είναι η σεξουαλική παρενόχληση, η κ. Σοφοκλέους τόνισε την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης και τροποποίησης της νομοθεσίας που αφορά στις πρόνοιες παραγραφής. «Αν δεν γίνει άμεσα η καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση, θα υπάρχει ζήτημα παραγραφής. Το θέμα που προκύπτει είναι ότι η τροποποίηση έγινε, αλλά όχι στο σύνολο της νομοθεσίας, ώστε σοβαρά αδικήματα όπως σεξουαλικής φύσης ή και άλλα αδικήματα, να έχουν θέμα παραγραφής. Δυστυχώς, δεν τροποποιήθηκε η ποινή για σεξουαλική παρενόχληση, ώστε να μην αντιμετωπίζει το θέμα παραγραφής».

Η τροποποίηση της νομοθεσίας για παραγραφή ακολούθησε λόγω του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων. Η κ. Σοφοκλέους ξεκαθάρισε ότι είναι λανθασμένη η απόφαση για ύπαρξη της παραγραφής. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι δεν υπήρξε συνολική επισκόπηση των νομοθετημάτων, ώστε κάποια αδικήματα να μην τυγχάνουν παραγραφής.

Η δύναμη της τέταρτης εξουσίας

Οι αποκαλύψεις σχετικά με αδικήματα που σχετίζονται με κάθε μορφής κακοποίηση παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας στον ελλαδικό χώρο. Από τον χώρο του αθλητισμού, στον καλλιτεχνικό χώρο το #σπάσετησιωπή έγινε πράξη σε χρόνο ρεκόρ. Βροχή οι αναφορές, οι έρευνες και οι καταγγελίες που δεν άφησαν κανέναν ανεπηρέαστο. Το κύμα συμπαράστασης αρχικά προς τη Σοφία Μπεκατώρου και στη συνέχεια σε όποιο άλλο πρόσωπο έπεσε θύμα κάποιου ατόμου ‘εξουσίας’, σύντομα μετατράπηκε σε τσουνάμι, δίνοντας θάρρος ώστε πλέον ό,τι δεν είναι επιτρεπτό να καταγγέλλεται χωρίς φειδώ.

Το ζήτημα ωστόσο που προκύπτει είναι ο τρόπος αποκάλυψης όλων των υποθέσεων, που δεν ήταν άλλος από τη δημοσιοποίηση εμπειριών και γεγονότων. Μια συνέντευξη, μια δήλωση, μια ανάρτηση γίνονται αφορμή για την αμφισβήτηση, για την έρευνα, για την καταγγελία και ίσως για μιαν αργοπορημένη αλλά σίγουρη καταδίκη.

Στην Κύπρο, τα πράγματα πήραν λίγο πιο αργά την πορεία τους. Η Άντρη Ελευθερίου ανέφερε δημόσια δύο φορές, στο παρελθόν, την κακοποίηση την οποία βίωσε, χωρίς ωστόσο να ιδρώσει κανενός το αφτί. Στο προσκήνιο ήρθε ξανά μετά την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, η οποία έγραψε πλέον τη δική της ιστορία όχι μόνο στον αθλητισμό αλλά και στην κοινωνία, σπάζοντας ταμπού και προκαταλήψεις. «Έπρεπε να γίνει αυτό με τη Σοφία στην Ελλάδα, για να βγει και το δικό μου στη φόρα, αλλά εντάξει κάλλιο αργά παρά ποτέ», ανέφερε η Άντρη σε πρόσφατη συνέντευξή της. Στην Ελλάδα η δημοσιοποίηση κινεί τα νήματα για έρευνες και καταγγελίες. Στην Κύπρο, αν και μπορούν να κινηθούν αυτεπάγγελτα οι μηχανές, εντούτοις αν δεν υπάρχει καταγγελία, δεν κουνιέται φύλλο. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, λοιπόν, ας κινηθούν οι μηχανές ώστε να υπάρξουν πρώτα οι κατάλληλες υποδομές -προστασία, ποινές, νόμοι, άμεση παρέμβαση και βοήθεια- και μετά να μπορεί άφοβα ο καθένας και η καθεμιά να Σπάσει τη Σιωπή!