Αναλύσεις

H πορεία του Δημόσιου Χρέους και η έξοδος στις αγορές

«Το σημερινό περιβάλλον είναι ευνοϊκό για τα κράτη που χρειάζονται να αντλήσουν κεφάλαια είτε για κάλυψη πιθανών ελλειμάτων είτε αξιοποιώντας την ευκαιρία ώστε να αναχρηματοδοτήσουν υφιστάμενα δάνεια με χαμηλότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη λήξη, βελτιώνοντας το πιστωτικό προφίλ και διευκολύνοντας την εξυπηρέτησή τους».

Για κάθε κράτος, επιχείρηση και νοικοκυριό η πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη διαχείριση των οικονομικών του και στην κάλυψη των ελλειμμάτων σε περιόδους που παρουσιάζονται ελλείμματα. Γενικότερα, κατά τη σύναψη δανείου, όταν οι όροι και οι συνθήκες είναι ευνοϊκές επικρατεί ευφορία, ενώ στην περίπτωση που μετέπειτα δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, αρχίζουν τα προβλήματα και οι αναταράξεις εντός του νοικοκυριού ή του οργανισμού που έχει δανειστεί. Φυσικά, ο δανειστής θέλει να λάβει τα χρήματά του, οπότε θα χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μέσα τού παρέχει ο νόμος και οι όροι σύναψης του δανείου.

Η δυνατότητα και οι όροι δανεισμού βασίζονται κυρίως σε δύο παράγοντες: Στην πιστοληπτική διαβάθμιση/πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη/εκδότη χρέους (αν αναφερόμαστε σε κράτη) και στις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά κατά τη σύναψή του. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες υποστηρίζοντας την προσπάθεια απορρόφησης των αρνητικών συνεπειών εξάπλωσης του κορωνοϊού και ενίσχυσης της ανάκαμψης, οι αποδόσεις στις αγορές ομολόγων βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και πολλές φορές σε αρνητικά. Η ύπαρξη ενός μεγάλου εν δυνάμει αγοραστή ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές ενισχύει τη ζήτηση, με αποτέλεσμα να μειώνεται η απόδοσή τους (yield).

Την ίδια στιγμή, οι κεντρικές τράπεζες συντηρούν το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, ώστε να είναι δυνατή η διοχέτευση της επιπλέον ρευστότητας από τα τραπεζικά ιδρύματα στην πραγματική οικονομία και στις επιχειρήσεις με τους καλύτερους όρους, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών ή ελλειμμάτων τους και την ενίσχυση των επενδύσεων.

Τα πιο πάνω έχουν οδηγήσει και στο περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων που επιβάλλουν τα τραπεζικά ιδρύματα στις καταθέσεις. Η επιπλέον ρευστότητα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτελεί κόστος, το οποίο χρεώνουν οι κεντρικές τράπεζες για τη φύλαξή της. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί τους επενδυτές σε αναζήτηση επενδύσεων (ομολόγων ή άλλων χρηματοοικονομικών τίτλων), με θετικές αποδόσεις, έστω και μικρές.

Επομένως το σημερινό περιβάλλον είναι ευνοϊκό για τα κράτη που χρειάζονται να αντλήσουν κεφάλαια είτε για κάλυψη πιθανών ελλειμμάτων είτε αξιοποιώντας την ευκαιρία ώστε να αναχρηματοδοτήσουν υφιστάμενα δάνεια με χαμηλότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη λήξη, βελτιώνοντας το πιστωτικό προφίλ και διευκολύνοντας την εξυπηρέτησή τους. Σημειώνεται πως πέραν της Κύπρου που βγήκε στις αγορές με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους σε σχέση με το τι δανείστηκε τις προηγούμενες φορές, πρόσφατα βγήκε και η Ελλάδα.

Πέραν όμως της ιστορικής σύγκρισης του επιτοκίου με το οποίο κατάφερε να δανειστεί ένα κράτος από τις αγορές, είναι φρόνιμο να υπάρξει σύγκριση με το τι δανείζονται ή με το πώς κινούνται οι αποδόσεις στις δευτερογενείς αγορές χωρών που βρίσκονται σε παρόμοιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Για παράδειγμα, η Κύπρος δανείζεται με ένα από τα υψηλότερα (αν και πολύ χαμηλό ιστορικά) επιτόκια σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αρκετές από τις οποίες προχώρησαν σε εκδόσεις με αρνητικές αποδόσεις.

Εδώ είναι που πρέπει να ληφθεί υπόψη το πιστωτικό προφίλ του εκδότη. Οι οίκοι αξιολόγησης θεωρούν ότι τα δημόσια οικονομικά της Κύπρου διατηρούνται προς το παρόν σε ικανοποιητικά επίπεδα, απόρροια κυρίως των ισχυρών δημοσιονομικών αποδόσεων των προηγούμενων χρόνων, ενώ εκφράζεται προβληματισμός για τη μείωση των κρατικών δαπανών και τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας σε συγκεκριμένους τομείς, με ειδική αναφορά στον τουρισμό. Τονίζεται ότι, σταδιακά, ιδιαίτερα αν δεν υπάρξει ένα στρατηγικό πλάνο ανάπτυξης, και άλλοι παραδοσιακοί τομείς της οικονομίας θα παρουσιάσουν σημαντικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα ο τομέας των ακινήτων και κατασκευών, ο οποίος προς το παρόν συντηρείται εν πολλοίς από τις προπωλήσεις ακινήτων που έγιναν την προηγούμενη περίοδο.

Το γεγονός ότι η Κύπρος δανείζεται με ένα από τα υψηλότερα επιτόκια (ακούγεται οξύμωρο όταν δανείζεσαι κοντά στο 0%) στην Ευρώπη τονίζει ότι τα πιο πάνω αποτελούν και ανησυχίες/εκτιμήσεις των επενδυτών.

Ένα άλλο γεγονός που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από την κυβέρνηση είναι ότι η Κύπρος παρουσιάζει μια από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, φτάνοντας κοντά στο 120% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Η πορεία του δημόσιου χρέους είναι ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης για την οικονομία, εφόσον καταδεικνύει τις «αντιστάσεις» που έχει σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων. Γίνεται κατανοητό ότι τα υψηλά ποσοστά δανεισμού/μόχλευσης (όπως και για τις επιχειρήσεις) επηρεάζουν τις δυνατότητες της Πολιτείας να εφαρμόζει τη δημοσιονομική της πολιτική αλλά και να παίρνει δραστικές αποφάσεις σε περιόδους ύφεσης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη επηρεάζει τη δυνατότητα του δανειολήπτη να αποπληρώσει τις δόσεις ενισχύει την πιθανότητα πιστωτικού γεγονότος. Για ένα κράτος αρνητικές εξελίξεις αποτελούν η σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας και η μείωση των εσόδων από τις φορολογίες. Αρνητική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα αποτελεί η συρρίκνωση των εισοδημάτων, η οποία μπορεί να προέλθει από τη μείωση του κύκλου εργασιών, από αυξημένες φορολογίες ή την απώλεια θέσης εργασίας. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που πρέπει να γίνονται «ασκήσεις ευαισθησίας» σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά, ώστε η χώρα να είναι έτοιμη για τυχόν αρνητικές εξελίξεις.

Σημειώνεται ότι το πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη επηρεάζεται σημαντικά και από τις εγγυήσεις που έχει παραχωρήσει, πρακτική που εφαρμόστηκε εκτεταμένα τόσο από το κράτος αλλά και τους ιδιώτες. Η Κυβέρνηση έχει παραχωρήσει σε πολλές περιπτώσεις εγγυήσεις σε διάφορους οργανισμούς, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στη λήψη πιστωτικών διευκολύνσεων. Σε περίπτωση αδυναμίας του πρωτοοφειλέτη να αποπληρώσει τις δόσεις του, ο δανειστής θα κινηθεί προς τον εγγυητή. Τελευταίο παράδειγμα είναι οι εγγυήσεις που παραχωρήθηκαν σε τραπεζικό ίδρυμα σε σχέση με ενδεχόμενες ζημιές από δανειακά χαρτοφυλάκια.

Η σωστή διαχείριση του δημόσιου χρέους αποτελεί προτεραιότητα τόσο για τη δημοσιονομική όσο και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας, εφόσον μέρος του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του τόπου. Η οικονομία της Κύπρου, ως εξωγενής, επηρεάζεται σημαντικά από την κατάσταση στην ευρωπαϊκή και γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία.

Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2021 παρουσιάζεται ελλειμματικός και είναι βασισμένος σε συγκεκριμένες παραδοχές σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη (αν δεν επαληθευτούν, ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μεγαλύτερα ελλείμματα). Ήδη μπήκε στη σφαίρα του δημόσιου διαλόγου η ενδεχόμενη επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση προερχόμενη από τις ανάγκες του συστήματος υγείας. Είναι σημαντικό να υπάρχει η σωστή προετοιμασία, ώστε να είναι δυνατή η απορρόφηση οποιωνδήποτε αρνητικών εξελίξεων και σχεδιασμός για τη μείωση του δημόσιου χρέους, είτε μέσω επίτευξης πλεονασμάτων είτε μέσω άλλων μονομερών ενέργειων, όπως για παράδειγμα την πρόθεση για πώληση χαρτοφυλακίου της ΚΕΔΙΠΕΣ. Οι μεταρρυθμίσεις και η επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης αποτελούν τις λύσεις στα πιο πολλά δημοσιονομικά ζητήματα, αλλά απαιτείται πολιτική βούληση για τη δημιουργία ενός ευέλικτου και αποδοτικού μοντέλου, καθώς και ορθή διαχείριση και λήψη μέτρων ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων, μέσα από έναω ολοκληρωμένο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.