Ανθρώπινες Ιστορίες

ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ: Ο σεμνός, ταπεινός και πατριδολάτρης ήρωας της ΕΟΚΑ

Ο Σωτήρης Τσαγκάρης δεν ήταν τυχαίος αγωνιστής της ΕΟΚΑ. Διακρινόταν για την τιμιότητα, τη σεμνότητα, την ευγένεια και τον άκρατο πατριωτισμό του. Για τις αρετές του αυτές δεν ήταν γνωστός μόνο στο Πελέντρι, αλλά και σ’ όλα τα γύρω χωριά

Στο προηγούμενο σημείωμά μας είδαμε πώς ο αγωνιστής Σωκράτης Οικονόμου οδήγησε τα μέλη της ανταρτικής ομάδας του Στυλιανού Λένα από τον Άη Μάμαντα στην Ποταμίτισσα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η ομάδα έπεσε σε ενέδρα Βρετανών στρατιωτών έξω από την Ποταμίτισσα. Σε άλλο σημείωμα είδαμε πώς ο Σάββας Παμπακάς έζησε τον θανάσιμο τραυματισμό του Λένα, επίσης έξω από την Ποταμίτισσα, το πρωί της ίδιας μέρας που ο Δημητράκης Χριστοδούλου έπεσε στο πεδίο της τιμής και πώς ο Παναγιώτης Αριστείδου κατόρθωσε να διαφύγει στο Πελέντρι. Το βράδυ της ίδιας μέρας τρίτωσε το κακό για την ΕΟΚΑ. Ο Σωτήρης Τσαγκάρης από το Πελέντρι έπεσε από βρετανικές σφαίρες, ενώ συνόδευε τον αντάρτη Παναγιώτη Αριστείδου, σε μια προσπάθεια ο αγωνιστής εκείνος να διασπάσει τον στρατιωτικό κλοιό που έζωνε το κεφαλοχώρι αυτό της νότιας Πιτσιλιάς, για να διαφύγει στον Άη Μάμαντα, όπου οι αντάρτες έβρισκαν πάντοτε ασφαλές καταφύγιο στο κρησφύγετο που βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού του Παναγή Παρίλλα.

Ο Σωτήρης Τσαγκάρης δεν ήταν τυχαίος αγωνιστής της ΕΟΚΑ. Διακρινόταν για την τιμιότητα, τη σεμνότητα, την ευγένεια και τον άκρατο πατριωτισμό του. Για τις αρετές του αυτές δεν ήταν γνωστός μόνο στο Πελέντρι, αλλά και σ’ όλα τα γύρω χωριά. Ο στρατολόγος της ΕΟΚΑ Νικόλας Αβραάμ - Αβδέλλας στο ημερολόγιό του αναφέρει πώς έγινε η μύηση του ήρωα στην Οργάνωση, προτού ακόμη αρχίσει ο ένοπλος Απελευθερωτικός Αγώνας. Στις 7 Νοεμβρίου 1954, ημέρα Κυριακή, συναντήθηκε με τον Αντρέα Αζίνα στον Αμίαντο και πήρε εντολή ν’ αρχίσει τη στρατολόγηση αγωνιστών. Την άλλη μέρα συναντήθηκε με τον Νικόλα Λαζαρή, από τον Κάτω Αμίαντο, τον μύησε κι ανέλαβε προθύμως και αυτός να ενεργήσει στο χωριό του. Και πράγματι εργάστηκε καλά, μέχρι που συνελήφθη και κλείστηκε στα κρατητήρια.

Η ορκωμοσία του Σωτήρη και του Σωκράτη

Την άλλη μέρα, Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου 1954, ο Αβράμης συναντάται πάλι με τον Ν. Λαζαρή και γράφει στο ημερολόγιό του: «Τη Δευτέρα το πρωί βρήκα τον Νικόλα Λαζαρή και τον ερώτησα πού έπρεπε ν’ αποταθούμε στο Πελέντρι, για να βρούμε ανθρώπους κατάλληλους να μας βοηθήσουν, γιατί ο Νικόλας Λαζαρής ήταν σχεδόν Πελεντρίτης και τους γνώριζε καλύτερα. Εγώ μόνο τον Σωτήρη ήξερα καλά, ως άνθρωπο της εμπιστοσύνης, αλλά, δυστυχώς, αυτός δεν ήταν στον Αμίαντο και έπρεπε να κατεβώ στο Πελέντρι να τον συναντήσω, που μου ήταν δύσκολο». Τελικά, την ευθύνη για τη μύηση του Σωτήρη Τσαγκάρη και των αδελφών του ανέλαβε ο Κυπριανός Ζαχαρία, από την Ποταμίτισσα, που τους γνώριζε πολύ καλά. Κατέβηκε λοιπόν στο Πελέντρι και πήγε κατ’ ευθείαν στο πελεκανιό (ξυλουργείο - επιπλοποιείο), που διατηρούσε ο Σωτήρης με τον αδελφό του Σωκράτη, που ήταν νυμφευμένος στην Ποταμίτισσα. Όταν έφθασε εκεί, ο Σωτήρης απουσίαζε και ο Σωκράτης είπε στον Κυπριανό να περιμένει γιατί ήξερε πού ήταν ο αδελφός του και θα πήγαινε να τον φωνάξει. Σε λίγα λεπτά Σωτήρης και Σωκράτης γύρισαν, οπότε ο Κυπριανός άρχισε να τους μιλά για τον λόγο της επίσκεψής του. Τους αποκάλυψε ότι υπάρχει μυστική οργάνωση που θα αναλάβει ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου και την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. Τους ρώτησε αν ήταν πρόθυμοι να ενταχθούν στην Οργάνωση, λέγοντάς τους ότι η οργάνωση είναι μυστική, ότι τα μέλη της είναι αποφασισμένα ν’ αγωνιστούν και υπάρχει κίνδυνος ακόμη και να σκοτωθούν στην εκτέλεση του καθήκοντος. Τέλος, τους είπε να σκεφθούν και ν’ αποφασίσουν αν είναι έτοιμοι να ορκιστούν πίστη στην Οργάνωση και τον σκοπό της. Τα δυο αδέρφια, Σωτήρης και Σωκράτης, όχι μόνο δέχτηκαν να ορκιστούν και ν’ αγωνιστούν για την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. Αλλά από εκείνη τη στιγμή διαβεβαίωσαν τον Κυπριανό ότι θα μυούσαν και θα όρκιζαν στην Οργάνωση κι άλλους πατριώτες φίλους και συγγενείς τους. Κατενθουσιασμένος από τη στάση των δυο αδελφών, ο Κυπριανός τούς όρκισε και τους είπε ότι σύντομα θα έχουν νέα του. Προτού τους αφήσει, τους τόνισε ξανά ότι απαιτείται από μέρους τους άκρα εχεμύθεια και προσοχή μεγάλη στις κινήσεις τους.

Από την ημέρα της ορκωμοσίας τους οι αδελφοί έγιναν άλλοι άνθρωποι. Κι άρχισαν να μυούν στην Οργάνωση τ’ αδέρφια, τους συγγενείς και φίλους που εμπιστεύονταν. Σε λίγο το Πελέντρι έγινε εστία αγωνιστών. Και η συνεργασία με τα γύρω χωριά ήταν στενή και ασυννέφιαστη. Στο κρησφύγετο του συγγενούς τους Χαράλαμπου Ζένιου, γαμπρού του Παπαχαράλαμπου, φιλοξενήθηκαν αγωνιστές που δρούσαν στην περιοχή κάτω από τις διαταγές του Αυξεντίου και του Λένα. Και λίγο πριν από τη θυσία του Σωτήρη, το βράδυ εκείνο της 7ης Νοεμβρίου 1957, στο σπίτι του είχε καταφύγει κυνηγημένος ο Παναγιώτης Αριστείδου, που ζήτησε να τον οδηγήσει έξω από τον κλοιό των στρατιωτών που είχαν ζώσει το χωριό και άρχισαν έρευνες. Ούτε ο Σωτήρης ούτε ο Παναγιώτης γνώριζαν ότι από το μεσημέρι ο Λένας είχε τραυματιστεί θανάσιμα και είχε διακομιστεί στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ακρωτηρίου. Ούτε ότι ο Δημητράκης Χριστοδούλου έπεσε νεκρός από βρετανικές σφαίρες.

Ο Αριστείδου, μετά τον θανάσιμο τραυματισμό τού Λένα, είχε καταφύγει στο Πελέντρι, που είχε ήδη αποκλειστεί από τα βρετανικά στρατεύματα. Τα σπίτια των αδελφών Σωτήρη και Ανδρέα Τσαγκάρη δεν τα γνώριζε. Χτύπησε την πόρτα του Χριστοφή Π. Χριστοφή, του επιλεγόμενου Έκκεμπεργκ, που μέχρι τη μέρα εκείνη δεν ήταν μέλος της ΕΟΚΑ. Η οικογένεια του Χριστοφή τον καλοδέχτηκε. Του έδωσαν τρόφιμα και δυο κουβέρτες για να διανυχτερεύσει έξω από το χωριό, διότι περιπολούσαν στρατιώτες και ερευνούσαν σπίτια νυχτιάτικα. Ο Αριστείδου ζήτησε από τον Έκκεμπεργκ και τον οδήγησε στο σπίτι του Ανδρέα Τσαγκάρη κι εκείνος τον οδήγησε στο σπίτι του αδελφού του Σωτήρη, που ήταν ο τοπικός υπεύθυνος της ΕΟΚΑ στο Πελέντρι.

Πορεία θανάτου

Αφού κουβέντιασαν για λίγο, αποφάσισαν να πάνε στην περιοχή του Άη Μάμαντος, για να ενωθεί ο Αριστείδου με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας Λένα, που δεν γνώριζαν ότι είχε ήδη μετακινηθεί στην Ποταμίτισσα και είχε πέσει σε στρατιωτική ενέδρα κατά την οποία έπεσε ο Δημητράκης Χριστοδούλου. Στη 1.15 μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν. Πέρασαν από το κουτί του Αγίου Γεωργίου και ο Σωτήρης έριξε μέσα ένα κέρμα. Γράφει ο Π. Αριστείδου: «Καλύψαμε 50 περίπου μέτρα απόσταση, όταν μια δυνατή φωνή ‘‘αλτ’’ έσχισε τη νύχτα. Είδα μπροστά και στην αριστερή πλευρά του δρόμου έναν μεγαλόσωμο άντρα με μπερέ κι αμέσως άλλους πέντε που σηκώθηκαν... Προτού ακόμη αντιδράσω, ο Σωτήρης, που ξεκίνησε να φύγει τρέχοντας, στεκόταν δίπλα μου. Έξι αυτόματα όπλα έριξαν τις πρώτες έξι ριπές εναντίον του και ο Σωτήρης έπεσε κάτω φωνάζοντας ‘‘Παναγία μου’’».

Ο Αριστείδου έπεσε μπρούμυτα και προσπάθησε να στρέψει το μέτωπό του προς τον εχθρό για ν’ αποφύγει τα πυρά του. Στην προσπάθειά του αυτή ένιωσε τις εχθρικές σφαίρες που τον έπλητταν σε διάφορα μέρη του σώματος. Όταν όμως ο αντάρτης ήταν σε θέση ν’ ανταποδίδει τα πυρά, οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν. Δεν υπολόγισαν ότι ο Αριστείδου ήταν ένοπλος κι έτσι τους κτυπούσε μέχρι που έριξε και την τελευταία του σφαίρα, χωρίς να γνωρίζει μέσα στη νύχτα πόσοι Βρετανοί σκοτώθηκαν και πόσοι τραυματίστηκαν. Πάντως, τα εχθρικά όπλα σίγησαν, οπότε ο Αριστείδου κατόρθωσε, παρά τα σοβαρά τραύματά του, να διαφύγει και μετά από μια κοπιώδη προσπάθεια να φθάσει στην Κυπερούντα, όπου του περιποιήθηκαν τις πληγές.

Τη σορό του ήρωα Τσαγκάρη μετέφεραν στο χωριό Βρετανοί δεμένη σε δυο κοντάρια. Από το Πελέντρι την μετέφεραν στις στρατοκρατούμενες Πλάτρες και την κράτησαν μέχρι την επόμενη μέρα, για να πάρουν έκτακτα μέτρα ασφαλείας στο Πελέντρι, όπου θα τελείτο η κηδεία. Αργά το απόγευμα της επόμενης μέρας παρέδωσαν τον νεκρό ήρωα αλλά δεν επέτρεψαν σε κανέναν να παραστεί στην κηδεία εκτός από τη γυναίκα, τον πατέρα και τη μητέρα του. Ελληνική σημαία, που έραψε μια Πελεντρίτισσα, δεν επέτρεψαν οι στρατιώτες να σκεπάσει το φέρετρο. Ένας χωριανός με το όνομα Χρυσανθής την έκρυψε και σκέπασαν τον νεκρό ήρωα, ενώ τον μετέφερα για ταφή στο κοιμητήριο.

Η γυναίκα του ήρωα είπε για τη θυσία του: «Ο άντρας μου λαχταρούσε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ελευθερία της Κύπρου σημαίνει ένωση. ‘‘Ένωσιν και μόνον Ένωσιν’’, μας έλεγε πάντα. Όταν σκοτώθηκε, ήμουν έγκυος. Έχω τέσσερα παιδιά τώρα. Τον Ανδρέα, τη Γεωργία, τη Μαρίνα και τη Σωτηρούλα, που πήρε το όνομα του πατέρα της. Του ήρωα Σωτήρη Τσαγκάρη».