Αναλύσεις

Πρόταση: Ώρα να δημιουργηθεί «Μουσείο 1963-64»

Με την ευκαιρία επιστροφής στο κυπριακό κράτος της κυβερνητικής κατοικίας του ζεύγους Λυσσαρίδη.

Μετά από έναν αιώνα και κάτι βιολογικής και πολιτικής παρουσίας, ο Δρ Βάσος Λυσσαρίδης απεδήμησεν εις Κύριον τη Μεγάλη Δευτέρα, 26 Απριλίου 2021, πλήρης ημερών και αγώνων. Προσευχόμαστε όπως ο Τριαδικός Θεός αναπαύσει την ψυχή αυτού «ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός».

Πέρσι, τέτοιο καιρό, με αφορμή τα εκατοστά γενέθλιά του, αναλύσαμε την πολύμορφη πολιτική επιρροή του στη γένεση και την εξέλιξη του Κυπριακού Κράτους (βλ. «Σημερινή», 17/05/2020, «Εκατό Χρόνια Λυσσαρίδης»).

Ο θάνατος του Γιατρού, δύο χρόνια (03/03/2019) από αυτόν της αγαπημένης του Βαρβάρας Cornwall-Λυσσαρίδη, σημαίνει πως η Κυβερνητική Κατοικία όπου διέμεναν θα επιστραφεί στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν έχει γίνει γνωστό ακόμα ποιο θα είναι το μέλλον της οικίας.

Δράττομαι, λοιπόν, αυτής της ευκαιρίας για να κάνω μια πρόταση: Να αποτελέσει την έδρα για ένα «Μουσείο 1963-64». Το κράτος να εκμεταλλευτεί το κτήριο για τη δημιουργία ενός μουσείου για τα πρώτα ταραχώδη χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, με έμφαση στα γεγονότα του 1963-64.

Η ιστορία της Κυβερνητικής Κατοικίας

Το σπίτι όπου διέμενε το ζεύγος Λυσσαρίδη στους Αγίους Ομολογητές, στην περιοχή πλησίον του Προεδρικού Μεγάρου, αποτέλεσε από καιρού εις καιρόν πεδίο μικροπολιτικής διαμάχης.

Το σπίτι κτίστηκε την περίοδο που η Κύπρος ήταν βρετανική αποικία. Με την ανεξαρτησία, το κληρονόμησε η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία.

Πώς βρέθηκε ο Γιατρός εκεί; Μιλώντας στη «Σημερινή», ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, εξήγησε πως ο Λυσσαρίδης ζούσε σε διαμέρισμα στην «πολυκατοικία Λυσσαρίδη», κοντά στην περιοχή του «ΟΧΙ». Μετακόμισε στην κυβερνητική κατοικία την περίοδο 1971-72, με παράκληση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με στόχο να βρίσκεται, μαζί με τους εθελοντές της ΕΔΕΚ, κοντά του για να τον υπερασπιστούν σε περίπτωση διενέργειας πραξικοπήματος. Στη γύρω περιοχή βρίσκονταν γραφεία κλιμακίου της ελλαδικής ΚΥΠ και στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς, και έτσι η φύλαξη οπλισμού και η παρουσία «ειδικών αστυνομικών» μαζί με τον Λυσσαρίδη λειτουργούσαν ως «φυλάκιο προστασίας του Προεδρικού», σύμφωνα με τον κ. Σιζόπουλο. Έκτοτε, ο Λυσσαρίδης παρέμεινε ως θέσμιος ενοικιαστής και κανείς δεν διεκδίκησε το σπίτι.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Φιλελευθέρου» (22/06/2019), και με βάση τα όσα έθεσε ενώπιον της Βουλής η τέως Υπουργός Μεταφορών, Επικοινωνιών & Έργων, Βασιλική Αναστασιάδου, μετά από ερώτηση του βουλευτή των Οικολόγων, Γιώργου Περδίκη, πρόκειται για: «Διώροφη κατοικία επτά δωματίων με γκαράζ. Παραχωρήθηκε το 1990 στον Βάσο Λυσσαρίδη ενώ ήταν Πρόεδρος της Βουλής, χωρίς συμβόλαιο. Το ενοίκιο της κατοικίας μέχρι την 1/3/2014 ήταν €77,91. Από την 1/3/2014 το ενοίκιο αναθεωρήθηκε στα €450 τον μήνα».

ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ.jpg

Ποιο κενό θα καλύψει;

Είναι γνωστό πως η τουρκική προπαγάνδα για τα γεγονότα του 1963-64 δεν έχει σταματήσει ποτέ και συνεχίζει να οργιάζει. Έχουν σε τέτοιο βαθμό ξεφύγει τα τουρκικά αφηγήματα για το θέμα, που τα τελευταία χρόνια «καρποφόρησαν» τα ζιζάνια που έσπειραν και έτσι άρχισαν να ενστερνίζονται την προπαγάνδα -εκτός από τους ξένους- όλο και περισσότεροι Έλληνες, Κύπριοι και Ελλαδίτες. Παράλληλα, όσοι ασχολήθηκαν ακαδημαϊκά με το Κυπριακό, γνωρίζουν από πρώτο χέρι πως στα ξένα πανεπιστήμια και στον ξένο Τύπο γίνεται εκτεταμένη διάχυση των τουρκικών αφηγημάτων.

Η σημασία που δίνουν οι Τούρκοι στη δαιμονοποίηση των Αγωνιστών της ΕΟΚΑ, της Αστυνομίας Κύπρου και της Εθνικής Φρουράς αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στο «προοίμιο» του λεγόμενου «συντάγματος» της αποσχιστικής «ΤΔΒΚ» αναφέρεται πως ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη μονομερή ανακήρυξη του ψευδοκράτους είναι και η δράση τους. Στη δε πρόσφατη «τηλεσειρά» του «TRT1» παρουσιάζονται οι αστυνομικοί ως δολοφονικά κτήνη, που σκοτώνουν αδιακρίτως Τουρκοκυπρίους. Δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου τυχαίο το γεγονός πως οι Κύπριοι στρατιωτικοί και αστυνομικοί παρουσιάζονται συστηματικά, τον τελευταίο καιρό, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως «ρατσιστικές» και «φασιστικές» δυνάμεις και ως φορείς κρατικής καταστολής των Τουρκοκυπρίων και των ξένων. Αυτό γίνεται και από Ελληνοκύπριους, οι οποίοι ελαφρά τη καρδία έχουν υιοθετήσει τα οπλοποιημένα τουρκικά αφηγήματα.

Άλλωστε, αυτό γινόταν από τον πρώτο καιρό της Κυπριακής Δημοκρατίας, όταν προσπαθούσε να εντοπίσει και να σταματήσει τη διοχέτευση και διασπορά του παράνομου οπλισμού της ΤΜΤ. Αυτό το είχε επισημάνει και ο Ανδρέας Χριστοφίδης, Διευθυντής Ελληνικών Προγραμμάτων του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Προπαγάνδα» (Λευκωσία, έκδοσις «ΡΙΚ», τύποις «Σαμψών Λτδ»), ο οποίος έγραφε το 1966:

«Σχετικά πειράματα που έγιναν, απέδειξαν ότι μια και πιστέψη ο πληθυσμός σε στιγμές συναισθηματικής εντάσεως στους ψιθύρους και στις διαδόσεις είναι δυσχερέστατο αργότερα, σε περίοδο ηρεμίας, να παύση να δίδη πίστη όσο έντονες διαψεύσεις από επίσημες πηγές και αν γίνουν. Ανάλογες καταστάσεις έχουμε αντιμετωπίσει στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια, προπαντός στην περίοδο Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου 1963-64, όταν το επίσημο κράτος, ανοργάνωτο στην υπηρεσία πληροφοριών, δεν ήταν σε θέση ή και δεν ήθελε να δώση συγκεκριμένες πληροφορίες».

Έστω και την υστάτη -και αν σκοπός μας είναι η προάσπιση της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Κυπριακής Δημοκρατίας- οφείλουμε να πάρουμε όλα τα μέτρα που χρειάζονται (και) για την επικοινωνιακή υπεράσπιση των πράξεων και πολιτικών αποφάσεων που η ανάγκη υπέβαλε για την άμυνα και την ασφάλειά της.

Σε ένα τέτοιο Μουσείο είναι ευκαιρία να απαντηθούν και τα όσα καταλογίζονται στην Κυπριακή Δημοκρατία σχετικά με ακρότητες κατά Τουρκοκυπρίων για να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία και να μην την αφήσουμε να χρησιμοποιείται εναντίον μας.

Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αντιμετωπιστεί με παρρησία, τόλμη, ήθος, αξιοπρέπεια και διάθεση μετάνοιας για τα όσα λάθη έγιναν στο όνομα του εθνικού αγώνα εις βάρος αθώων -όπου και όταν έγιναν- για να μην υπάρχουν πλέον σκιές οι οποίες να χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία κατά της ΚΔ, η οποία είτε γίνονταν αυτά είτε δεν γίνονταν, έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των ένοπλων προετοιμασιών της ΤΜΤ και του γεγονότος ότι ΤΜΤ και Τουρκία ετοιμάζονταν να προωθήσουν βιαίως τη διχοτόμηση.

Πρόταση για Μουσείο 1963-64

Ένα από τα καλύτερα διαρκή μνημόσυνα στον Βάσο Λυσσαρίδη θα ήταν η μετατροπή της προτελευταίας κατοικίας του σε Μουσείο για το 1963-64. Ο Γιατρός είχε μεγάλο καμάρι τους Κοκκινοσκούφηδες του 1963-64 και τους πρώτους «εθελοντές ΛΟΚ» της «Εθελοντικής Εθνοφρουράς», που έδρασαν στον Πενταδάκτυλο και αλλού.

Αλλά η περίοδος δεν ανήκει, βεβαίως, αποκλειστικά στον Λυσσαρίδη. Η περίοδος ανήκει σε όλους τους Κύπριους που αντιστάθηκαν στην Τουρκανταρσία, το πρώτο πραξικόπημα κατά του Κυπριακού Κράτους και ιδιαίτερα κατά των Ελλήνων και Αρμενίων πολιτών του, αλλά και όσων Τούρκων διαφωνούσαν με τη διχοτόμηση.

Ένα Μουσείο για το 1963-64 θα εξιστορεί την επίσημη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας για τα γεγονότα. Κύπριοι και ξένοι που θα το επισκέπτονται θα ενημερώνονται γι’ αυτήν την πτυχή της Ιστορίας μας, την οποία θα πρέπει επιτέλους να αναδείξουμε και να υπερασπιστούμε.

Η απόδοση τιμητικών μεταλλίων στους εθελοντές αγωνιστές όλων των ομάδων από τον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη τον Δεκέμβριο του 2017 ήταν ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε το Κυπριακό Κράτος ως την ασπίδα του κυπριακού λαού στο σύνολό του, οφείλουμε να υπερασπιστούμε και την Ιστορία του.

Αυτό πρέπει να γίνει διότι, παρόλα τα λάθη της εποχής, δεν έχουμε και άλλη επιλογή. Η Τουρκία, συστηματικά, με κάθε τρόπο, ροκανίζει τη νομιμότητα και τις ηθικές βάσεις ύπαρξης του κυπριακού κράτους με βάση ακριβώς αυτά τα γεγονότα. Συντηρεί συνεχώς στην τουρκική δημόσια σφαίρα το «θεμελιώδες ψεύδος» πως δήθεν οι Κύπριοι Έλληνες -και η ΕΟΚΑ, και η Εθναρχία, και το ΑΚΕΛ, και ο «Ακρίτας», και η Αστυνομία, και η Εθνική Φρουρά- είχαν σκοπό να «σφάξουν» και να «γενοκτονήσουν» τους Τουρκοκύπριους από τον Αύγουστο του 1955. Πρέπει να ανατραπεί, επιτέλους, αυτό το αφήγημα, τόσο στο εγχώριο κοινό, όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη και διπλωματία.

Σε ένα τέτοιο Μουσείο θα μπορούσαν να εκτεθούν κειμήλια της εποχής, όπως ο οπλισμός και οι στολές που χρησιμοποιήθηκαν, φωτογραφίες, αυτοσχέδια άρματα μάχης και να ιστορηθεί η διαδικασία δόμησης και εξέλιξης των κυπριακών Σωμάτων Ασφαλείας, Ενόπλων Δυνάμεων και παραστρατιωτικών σχηματισμών.

Θα μπορούσε να εμπλακεί το Κρατικό Αρχείο με την αντιγραφή, ψηφιοποίηση ή/και μεταφορά αρχείων της περιόδου, τα οποία να είναι επίσης προσβάσιμα σε ντόπιους και ξένους ερευνητές. Θα μπορούσε σταδιακά να αντλήσει και από άλλους θεσμούς, όπως την Αστυνομία Κύπρου, την Εθνική Φρουρά, την ΚΥΠ, τα Υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών, τη Νομική Υπηρεσία, το ΓΤΠ, τη ΔΕΑ, την Πολιτική Άμυνα, την Εκκλησία, τα ελλαδικά ΓΕΕΘΑ, ΕΥΠ και ΥΠΕΞ, την UNFICYP, τον Ερυθρό Σταυρό και τον κυπριακό και ξένο Τύπο της εποχής.

Επίσης, πολύτιμο υλικό για την περίοδο θα μπορούσαν να συνεισφέρουν φορείς όπως το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το ΣΙΜΑΕ, το Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙΙ, το Ίδρυμα Στρατηγού Γεώργιου Γρίβα-Διγενή, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Εθελοντών Αγωνιστών 1963-64, το Ίδρυμα Λυσσαρίδη, το Ίδρυμα Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, το Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος, το Ινστιτούτο Ευρωδημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης, το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας, το Ίδρυμα Σπύρου Κυπριανού και η ΕΠΙΚΥ, μεταξύ πολλών άλλων. Με αυτόν τον τρόπο, το Μουσείο θα μπορεί να είναι σημείο αναφοράς για την περίοδο.

Ως σύγχρονο πολυδύναμο κέντρο τεκμηρίωσης, θα μπορεί να συμπεριλαμβάνει Βιβλιοθήκη με όλα τα ελληνικά και ξένα βιβλία που καταπιάνονται, ειδικά και γενικά, με την περίοδο, που την πραγματεύονται από όλες τις πολιτικοϊδεολογικές, θεωρητικές και ακαδημαϊκές σκοπιές.

Επίσης, το Μουσείο θα μπορούσε να απευθύνει κάλεσμα σε εθελοντές και άλλους κατόχους προσωπικών αρχείων, απομνημονευμάτων και αντικειμένων, όπως ιστορικούς, μελετητές, συλλέκτες και ιστοριοδίφες τα οποία θα αρχειοθετηθούν και να τοποθετηθούν εκεί, είτε τα αυθεντικά ή τα αντίγραφά τους.

Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να κληθούν εν ζωή αγωνιστές και άλλοι μάρτυρες να καταθέσουν τις προφορικές μαρτυρίες τους και να δώσουν πολύτιμο πρωτογενές υλικό για ερευνητές, δημοσιογράφους και τους περίφημους «ιστορικούς του μέλλοντος». Για να ξέρουμε το παρελθόν με την ελπίδα να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Για να αντιμετωπίσουμε με αξιοπρέπεια και γενναιότητα τα δύσκολα και απαράδεκτα γεγονότα που η τουρκική προπαγάνδα έχει οπλοποιήσει εναντίον μας.

Τέλος, το γεγονός πως, παρόλες τις έντονες διαφωνίες και κόντρες που προηγήθηκαν, κατά την περίοδο 1963-64 όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές παρατάξεις του τόπου συνεργάστηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για την αντιμετώπιση της Τουρκανταρσίας και εθελοντές όλων των παρατάξεων («μακαριακής» και «γριβικής» Δεξιάς, αλλά και των κομμουνιστών του ΑΚΕΛ) πύκνωσαν τις τάξεις των γιωρκατζικών, γριβικών, λυσσαριδικών, σαμψωνικών, παπαφωτιακών και άλλων παραστρατιωτικών «ομάδων», μετέπειτα και ως «Ειδικοί Αστυφύλακες/Χωροφύλακες», μέλη της «Εθελοντικής Εθνοφρουράς» και κληρωτοί της νεοσύστατης τότε «Εθνικής Φρουράς». Ήταν μια σπάνια στιγμή συνεργασίας. Σε μια μικρή κοινωνία που κατατρύχεται από τα φαντάσματα της διχόνοιας, το παράδειγμα ομοψυχίας και ομόνοιας της εποχής είναι καλό να αναδεικνύεται.

Σε ένα τέτοιο Μουσείο, έστω και με μιαν απλή περιδιάβαση, με ελκυστικό και εύληπτο τρόπο θα μπορεί ο ντόπιος και ο ξένος επισκέπτης -τουρίστας, δημοσιογράφος, ερευνητής και διπλωμάτης- να μάθει για την πολύπαθη Ιστορία της περιόδου. Έτσι, θα διαπιστώσει, χωρίς τους διαστρεβλωτικούς φακούς της τουρκικής προπαγάνδας, το γιατί η Αστυνομία συγχωνεύτηκε με τη Χωροφυλακή, πώς η «Εθελοντική Εθνοφρουρά» των «Ειδικών Αστυφυλάκων» συγύρισε το παραστρατιωτικό χαώδες οικοδόμημα ασφαλείας των εθελοντών (περιλαμβανομένων των Κοκκινοσκούφηδων), γιατί δημιουργήθηκε η Εθνική Φρουρά και κατέστη ανενεργός ο Κυπριακός Στρατός, γιατί το κυπριακό κράτος εδράζεται στο «Δίκαιο της Ανάγκης» και στο «Ψήφισμα 186», γιατί ήρθε η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ, και γιατί τα σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου χρονολογούνται πριν από το 1974 και δεν αποτελούν «λύση» στο πρόβλημα αλλά κεντρικό στρατηγικό άξονα της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής.

Ο χώρος, επίσης, είναι ο πλέον κατάλληλος. Βρίσκεται σε ένα ήσυχο και όμορφο λευκωσιάτικο φυσικό περιβάλλον, το οποίο έχει μείνει ανέπαφο από τη γενικότερη πολεοδομική ανάπτυξη της πρωτεύουσας. Είναι επίσης χωροταξικά συμβολικό και ιστορικά φορτισμένο, αφού βρίσκεται πλησίον του Προεδρικού και άλλων κυβερνητικών κτηρίων, στο επίκεντρο των όσων διαδραματίστηκαν την ταραχώδη εκείνη περίοδο.

Τρεις σημαίες κινδύνου: Κορύφωση της προπαγάνδας

Τρία συμβάντα τα τελευταία δύο χρόνια αποτελούν κόκκινες σημαίες κινδύνου για την κορύφωση της τουρκικής προπαγάνδας για το 1963-64 και πρέπει επειγόντως να ληφθούν μέτρα.

Το πρώτο, είναι η διαπίστωση της ύπαρξης ψηφιακών στρατών από τρολλς και πολιτικών ίνφλουενσερς, οι οποίοι έχουν πάρει τα κλασικά τουρκικά και τουρκοκυπριακά αφηγήματα για το 1963-64 και τα διακινούν με θυελλώδεις ταχύτητες στο διαδίκτυο. Αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλημμυρίζουν αμέσως από τουρκική προπαγάνδα, αφού φαίνεται να γίνεται χρήση ειδικού λογισμικού για εντοπισμό και διασπορά (βλ. Σημερινή Online, 21/12/2020, «"Ματωμένα Χριστουγέννα" 1963 & η αεναώς ανακυκλούμενη "σφαγή της μπανιέρας"»).

Το δεύτερο είναι το αφήγημα, πακεταρισμένο εντέχνως εν είδει αγγλόφωνου «ντοκυμανταίρ», της τουρκικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης «TRT World» με τίτλο «The Neo-Nazis of the Mediterranean», που κυκλοφόρησε συμβολικά την 20ή Ιουλίου 2020. Εκεί, η τουρκική προπαγάνδα παρουσιάζει τους Κύπριους Έλληνες, την Εκκλησία, το εκπαιδευτικό σύστημα και τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας περίπου ως φυτώρια «νεοναζισμού». Δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στα γεγονότα του 1963-64. Δυστυχώς, η τουρκική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε ύπουλα και μαεστρικά τις απόψεις Κυπρίων Ελλήνων αριστερών και ακροαριστερών για να ενισχύσει το αφήγημά της.

Το τρίτο, είναι η παραγωγή του εβδομαδιαίου σίριαλ «Bir Zamanlar Kibris», και πάλι του «TRT1». Πακεταρισμένο και αυτό εντέχνως ως «τηλεσειρά» με σκηνοθέτες και ηθοποιούς -μία από τις αποτελεσματικότερες μορφές προπαγάνδας- οι Τούρκοι παρουσιάζουν εντελώς διαστρεβλωμένη την περίοδο του 1963-64, με έμφαση στη συναισθηματική χειραγώγηση, στην καλλιέργεια μίσους και στη διαιώνιση της αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Είναι τόσο ξεδιάντροπη η προπαγάνδα, που δεν έχουν αρκεστεί καν σε μια μονομερή και επιλεκτική αφήγηση της περιόδου, αλλά έχουν μνησίκακα εντάξει μέσα και «γεγονότα» που δεν συνέβησαν καν, με μόνο στόχο την παρουσίαση των Ελληνοκυπρίων ως αιμοβόρων τεράτων.

ΠτΔ: «Καθόρισε την ταυτότητα της ΚΔ»

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, από τη Γενεύη όπου βρίσκεται για την Άτυπη Πενταμερή 5+1 για το Κυπριακό υπό τον ΓΓ του ΟΗΕ, έγραψε στο Twitter τη Μεγάλη Δευτέρα: «Η Κύπρος έχασε τον Βάσο Λυσσαρίδη, έναν από τους ιστορικούς ηγέτες που καθόρισαν την ταυτότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για δεκαετίες σημάδεψε με τη δράση του την πολιτική μας ζωή. Του οφείλουμε πολλά. Πάνω από όλα όμως του οφείλουμε να παλέψουμε για μια πατρίδα ελεύθερη».

Ο Γιατρός ήταν δραστήριος για την Κύπρο μέχρι την τελευταία του πνοή. Ας μην του αφιερώσουμε μια λεωφόρο ή ένα στάδιο και να ξεμπερδέψουμε. Ας είναι η φυγή του υπόμνηση για τους συλλογικούς μας αγώνες. Διότι, όπως είπε, μέσα στις μαύρες μέρες μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, «δεν υπάρχουν προδότες λαοί, αλλά προδομένοι λαοί».

* Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», το Μεγάλο Σάββατο 01/05/2021, στήλη «Άμυνας & Ασφάλειας Αφηγήματα»)