Αναλύσεις

Οικονομική διαχείριση και συστημικές επιχειρήσεις

Στη διεθνή ιστορία αλλά και στην Κύπρο υπάρχουν πολλά παραδείγματα επιχειρήσεων που βρέθηκαν εκτεθειμένες λόγω κυρίως μη σωστής διαχείρισης της μόχλευσης, του κινδύνου αλλά και της ανάπτυξης που δεν ήταν βασισμένη σε ισχυρά οικονομικά θεμέλια (“overtrading”)

Οι αλλαγές στο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, ειδικά σε περιόδους ύφεσης, δοκιμάζουν τα επιχειρηματικά μοντέλα, την ανθεκτικότητα των ισολογισμών και τις δυνατότητες των οικονομικών φορέων να απορροφήσουν τις αρνητικές εξελίξεις. Στη διεθνή ιστορία αλλά και στην Κύπρο υπάρχουν πολλά παραδείγματα επιχειρήσεων που βρέθηκαν εκτεθειμένες λόγω κυρίως μη σωστής διαχείρισης της μόχλευσης, του κινδύνου αλλά και της ανάπτυξης που δεν ήταν βασισμένη σε ισχυρά οικονομικά θεμέλια (“overtrading”).

Την ίδια στιγμή υπήρξαν κράτη τα οποία ουσιαστικά κατέρρευσαν, όπως η Αργεντινή, τα οποία μέσα από μια πολύ κακή διαχείριση του δημόσιου χρέους και του προϋπολογισμού οδηγήθηκαν στην πτώχευση.

Οικονομικές αποτυχίες

Αναλύοντας μερικές από τις περιπτώσεις των οικονομικών αποτυχιών είναι εύκολο να διαπιστωθούν τα κοινά τους στοιχεία: προβληματική εταιρική διακυβέρνηση, χωρίς τους αναγκαίους μηχανισμούς ελέγχου και ένα τεχνοκρατικά τεκμηριωμένο προϋπολογισμό και σχέδιο, χαμηλά αντανακλαστικά στην προσαρμογή των αλλαγών στο πολιτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, υψηλά επίπεδα μόχλευσης, τα οποία στην τελική δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, αδυναμία αξιολόγησης των κινδύνων είτε λόγω μη επαρκούς διοίκησης είτε λόγω της πολυπλοκότητας των προϊόντων που αποτελούσαν το αντικείμενο συναλλαγής.

Εταιρείες κολοσσοί οι οποίοι ενδεχομένως ήταν «πολύ μεγάλοι για να καταρρεύσουν» («too big to fail») εξαφανίστηκαν σε μια νύχτα (συνήθως οι πιο πολλές οικονομικές καταρεύσεις συμβαίνουν νύχτες που είναι κλειστές οι αγορές). Κάποιοι από αυτούς χαρακτηρίστηκαν συστημικοί και το κράτος τούς διέσωσε με λεφτά του φορολογούμενου, άλλοι διασπάστηκαν και συγχωνεύτηκαν με άλλες εταιρείες και άλλοι προχώρησαν σε εκκαθάριση. Lehman Brothers, Carillion, Northen Rock, Thomas Cook, Λαϊκή Τράπεζα, Wrightbus και πρόσφατα η Greensill Capital είναι κάποια από τα παραδείγματα.

H Greensill ιδρύθηκε με σκοπό τη χρηματοδότηση εφοδιαστικών αλυσίδων, μέσω προεξόφλησης τιμολογίων των προμηθευτών. Δηλαδή αναλάμβανε να πληρώσει τον προμηθευτή κάποιας επιχείρησης με μια έκπτωση (εφόσον θα αποπληρωνόταν άμεσα αντί να περιμένει την εταιρεία που προμήθευσε με προϊόντα) και η διαφορά αποτελούσε το κέρδος για τη Greensill, η οποία θα πετούσε το συνολικό ποσό του τιμολογίου από την επιχείρηση που παρείχε τη χρηματοδότηση.

Η προεξόφληση τιμολογίων αποτελεί μια πρακτική ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων και οι διαδικασίες που εφαρμόζονται είναι θεωρητικά απλές και κατανοητές. Όμως, η συγκεκριμένη εταιρεία στην αναζήτηση γρήγορης κερδοφορίας, άρχισε να μετατρέπει τα δάνεια σε ομόλογα και να τα πουλά σε επενδυτές (θυμίζοντας την πρακτική των δομημένων προϊόντων στην Αμερική).

Η εταιρεία είχε πολύ μικρό και συγκεκριμένο αριθμό πελατών, άρα δεν υπήρχε η αναγκαία διαχείριση και διασπορά κινδύνου, ενώ υπήρχε αδυναμία αντίληψης του ρίσκου των ομολόγων. Όταν η επενδυτική τράπεζα που αγόραζε τα ομόλογα και η ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε πιστωτική κάλυψη στην Greensill αντιλήφθηκαν τους κινδύνους διέκοψαν τις σχέσεις τους με την εταιρεία, με αποτέλεσμα αυτή να κηρύξει πτώχευση τον Μάρτιο.

Η κατάρευση της Lehman Brothers και η «Μαύρη Δευτέρα» του 1929, όταν τα αμερικανικά χρηματιστήρια κατέρρεαν δημιουργώντας πανικό, θα μείνουν στην ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας.

Η χαλαρή, και σε μερικές περιπτώσεις ανύπαρκτη εποπτεία επενδυτικών ταμείων, όπως η Lehman Brothers, σε συνδυασμό με την χωρίς όρια πιστωτική επέκταση που τροφοδοτούσε τα κέρδη των εταιρειών, προσωρινά, και τα φιλοδωρήματα των τραπεζών οδήγησαν στη μεγάλη κατάρρευση.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε από την αγορά των δομημένων προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες και γρήγορα εξαπλώθηκε στον υπόλοιπο κόσμο. Ουσιαστικά επενδυτικά ταμεία και τράπεζες ομαδοποιούσαν στεγαστικά δάνεια σε εταιρείες ειδικού σκοπού και εξέδιδαν ομόλογα ή άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα (παράγωγα).

Το ζητούμενο στην περίπτωση αυτών των δομημένων προϊόντων ήταν ότι αντί να αξιολογούνται οι κίνδυνοι που προέρχονταν από τα στεγαστικά δάνεια για να υπάρξει πιστωτική αξιολόγηση, οι οίκοι αξιολόγησης κατέταξαν αυτά τα επενδυτικά σχήματα ειδικού σκοπού στην ίδια βαθμίδα με το τραπεζικό ίδρυμα που τα δημιουργούσε.

Όταν η αγορά των ακινήτων στην Αμερική παρουσίασε σημαντική κάμψη, τα παράγωγα που είχαν εκδοθεί είχαν χάσει σημαντικό μέρος της αξίας τους με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί το κλείσιμο των θέσεων (margin calls) και επενδυτικές τράπεζες όπως οι Lehman Brothers να βρεθούν με τεράστια ανοίγματα και ανάγκες σε ρευστότητα.

Ο συγκεκριμένος οργανισμός ζήτησε κρατική στήριξη (κάτι που είδαμε σε άλλες περιπτώσεις στην Αμερική, στην Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη) αλλά βρήκε κλειστές πόρτες. Πέραν του γεγονότος ότι προφανώς είχε αξιολογηθεί η κατάρρευση του συγκεκριμένου οργανισμού ως διαχειρίσιμη, η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ ήθελε να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει, σε βάρος του φορολογουμένου, τις κακές πρακτικές και την αλαζονεία οποιοδήποτε τραπεζιτών.

Η αγορά των παραγώγων (χρηματοοικονομικών προϊόντων συνδεδεμένων με τις τιμές μετοχών, χρηματιστηριακών δεικτών και εμπορευμάτων), αλλά και των αμοιβαίων κεφαλαίων βρίσκεται σε δυσθεώρητα επίπεδα τρισεκατομμυρίων, με πολλές και μεγάλες συστημικές τράπεζες να βρίσκονται εκτεθειμένες. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από τα παράγωγα είναι πιο σύνθετοι από τους κινδύνους που πηγάζουν από απλούστερα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως οι μετοχές και χρειάζεται εξειδίκευση ώστε να μπορεί να γίνει σωστή αξιολόγηση των κινδύνων.

Πρόσφατη περίπτωση στην οικονομική ιστορία των καταρρεύσεων αποτελεί και η Thomas Cook, θύμα της υψηλής μόχλευσης και της αδυναμίας της να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα στην αγορά ταξιδιού και στις νέες συνήθειες των πελατών της.

Αναγκαιότητες και ζητούμενα

Η αναγκαιότητα για συνεχή εξέλιξη των επιχειρηματικών οργανισμών και η λήψη διορθωτικών μέτρων όταν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται είναι επιβεβλημένες. Το ίδιο σημαντική είναι και η εκ των προτέρων εξασφάλιση σωστής χρηματοδότησης με βάση το προφίλ και τις υπολογιζόμενες ταμειακές ροές της εταιρείας, ώστε να αποφεύγονται οι κίνδυνοι.

Δυστυχώς τα μοντέλα διοίκησης έχουν πολλές φορές την ευθύνη για την κατάρρευση ενός οργανισμού, είτε λόγω της αδυναμίας τους να αντιληφθούν έγκαιρα τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο επιχειρηματικό μοντέλο είτε στα δομικά λάθη που υπάρχουν στην εταιρεία.

Η τεχνολογική αναβάθμιση των συστημάτων των επιχειρήσεων αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας των επιχειρήσεων, τόσο όσον αφορά την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών προς τους πελάτες τους αλλά και στην ενίσχυση της αποδοτικότητας των εσωτερικών τους διαδικασιών. Βασικός παράγοντας λήψης σωστών αποφάσεων αποτελεί η δυνατότητα η διοίκηση να έχει τη σωστή και σε σύντομο χρόνο πληροφόρηση για την πορεία των οικονομικών της στο σύνολο αλλά και ανά κλάδο.

Επιχειρήσεις, κρατικές υπηρεσίες αλλά και η κοινωνία καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα νέο οικονομικό περιβάλλον, μετά την κρίση της πανδημίας. Οι συνήθειες των καταναλωτών αναδιαμορφώνονται, οι απαιτήσεις και η «επενδυτική όρεξη» προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και η κοινωνία θεωρεί ξεκάθαρη αναγκαιότητα την αναβάθμιση των υπηρεσιών που της προσφέρονται. Το ζητούμενο είναι αν οι διοικούντες και όσοι βρίσκονται κοντά στα κέντρα αποφάσεων το αντιλαμβάνονται, ώστε να ενεργήσουν άμεσα.