Επιχειρείν

Εταιρείες «ζόμπι»: βαρίδια της οικονομίας

Αν και δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός του τι εστί εταιρεία «ζόμπι», τυπικά προϋποθέτει πως η επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της αλλά ούτε και διαφαίνεται να έχει προοπτική βελτίωσης της βιωσιμότητάς της

Ο όρος εταιρείες «ζόμπι» πρωτοεμφανίστηκε στην Ιαπωνία κατά την οικονομική στασιμότητα που βίωσε η χώρα τη δεκαετία του 1990, γνωστή και ως η «Χαμένη Δεκαετία». Έκτοτε, έχει προσελκύσει αυξανόμενο ενδιαφέρον σε οικονομικούς και κοινωνικοπολιτικούς κύκλους αλλά και στην ακαδημαϊκή και την ερευνητική κοινότητα, ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη οικονομική ύφεση του 2008.

Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στο φαινόμενο του «zombification» (όπως ονομάζεται για να προσδώσει τη σημασία και την έκταση των συνεπειών) των εταιρειών είναι αφενός ο μη βιώσιμος δανεισμός εν τη γενέσει του καθώς και οι μη βιώσιμες αναδιαρθρώσεις του χρέους (που δεν υποστηρίζονται από ικανοποιητική ικανότητα αποπληρωμής) και αφετέρου, το ανεπαρκές δικαστικό και εκτελεστικό σύστημα για την απονομή δικαιοσύνης, το ευρύτερο πλαίσιο αφερεγγυότητας και η συνεπαγόμενη εισπρακτική αδυναμία από τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και από τους κρατικούς φορείς (εφορεία, τμήμα κοινωνικών ασφαλίσεων κ.λπ.). Ως επακόλουθο, μη βιώσιμες επιχειρήσεις συνεχίζουν για χρόνια τη λειτουργία τους.

Αν και δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός του τι εστί εταιρεία «ζόμπι», τυπικά προϋποθέτει πως η επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της (τραπεζικά δάνεια, οφειλές προς το Δημόσιο, υποχρεώσεις προς εμπορικούς πιστωτές, οφειλές προς εργοδοτουμένους) αλλά ούτε και διαφαίνεται να έχει προοπτική βελτίωσης της βιωσιμότητάς της.

Με βάση την πιο πάνω ορολογία, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το μερίδιο των ζόμπι εταιρειών του νησιού μας, κυρίως λόγω απουσίας δεδομένων. Από την άλλη, όμως, το υψηλό ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων (ΜΕΧ) ανάμεσα στις κυπριακές επιχειρήσεις είναι μια σαφής και ιδιαίτερα ανησυχητική ένδειξη του μεγέθους του προβλήματος. Ο δείκτης ΜΕΧ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων του τόπου, παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (γύρω στο 20%).

Αν λάβουμε υπόψη τα δισεκατομμύρια οφειλών που έχουν περάσει εκτός του τραπεζικού συστήματος (και δεν συμπεριλαμβάνονται στον δείκτη), αλλά και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από την πανδημία (που αναμένεται να γίνουν εντονότερες με τη λήξη του σχεδίου αναστολής δανειακών δόσεων αλλά και της κρατικής στήριξης), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο τοπικός επιχειρηματικός τομέας έχει, συγκριτικά, έναν από τους πιο υψηλούς δείκτες δανειακής επιβάρυνσης σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας (με άλλα λόγια είναι υπερδανεισμένος), γίνεται αντιληπτό ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εν λόγω επιχειρήσεων είναι ήδη, ή ενδέχεται να καταστούν, μη βιώσιμες.

Εμπειρικά, παρουσιάζεται ένα μοτίβο στην εμφάνιση/αύξηση των εταιρειών «ζόμπι» εν καιρώ οικονομικών αναταραχών, σε διεθνές επίπεδο. Περαιτέρω, ένα μεγάλο ποσοστό των εταιρειών αυτών παραμένει σε μορφή ζόμπι και σε μεταγενέστερο στάδιο. Η παραμονή σε αυτήν την κατάσταση επιτείνεται σε περιβάλλοντα όπου η εισπρακτική και εκτελεστική δυνατότητα είναι αδύναμη - αλλά και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κρατική στήριξη χωρίς ορθολογιστική και στοχευμένη αξιολόγηση. Οι εμπειρογνώμονες διεθνών θεσμών και οργανισμών αναφέρουν πως η παραμονή στη ζωή των εταιρειών ζόμπι αποτελεί τροχοπέδη στο σύνολο της οικονομίας και της μελλοντικής ανάπτυξης, αφού επιβραδύνεται η συνολική παραγωγικότητα, καθώς απομυζούν παραγωγικούς πόρους σε μη βιώσιμες δραστηριότητες, δημιουργούν συμφόρηση στην αγορά κεφαλαίου (επιχειρηματικού, δανειακού, εμπορικού) και εργασίας και, εν τέλει, επηρεάζουν αρνητικά ολόκληρη την παραγωγική και οικονομική αλυσίδα (προμηθευτές, καταναλωτές, εργαζόμενους, κρατικές Αρχές, πιστωτικά ιδρύματα).

Αναμφίβολα, το φαινόμενο αυτό είναι συστημικό και όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες αποτελούν γενεσιουργές αιτίες για τη δημιουργία και τη διαιώνιση των εταιρειών ζόμπι.

Το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσει η κυπριακή οικονομία να αντιστρέψει τα ισχύοντα δεδομένα και να θέσει τις βάσεις για ορθολογιστική και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.

Πυλώνες για ορθολογιστική

και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη

Σίγουρα, η σωστή, τεχνοκρατικά στοιχειοθετημένη και διαφανής επιχειρηματική και τραπεζική διακυβέρνηση έχει πρωταρχικό ρόλο στη διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας, τη σωστή δανειακή διαχείριση στη βάση της τεκμηριωμένης ικανότητας αποπληρωμής και την ορθολογιστική αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών μοντέλων.

Επιπρόσθετα, κεντρικό πυλώνα αποτελεί η εύρυθμη, έγκαιρη και αποτελεσματική λειτουργία του νομοθετικού μας πλαισίου, σε ό,τι αφορά τόσο την απονομή της δικαιοσύνης αλλά και την εκτελεστική δυνατότητα υλοποίησης των δικαστικών αποφάσεων.

Τρίτος βασικός πυλώνας είναι η βελτίωση και ενδυνάμωση του πλαισίου αφερεγγυότητας, προκειμένου να διευκολύνεται η βιώσιμη αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών χρεών και υποχρεώσεων και, στην περίπτωση μη βιώσιμων επιχειρήσεων, η αποτελεσματική και έγκαιρη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των λοιπών πόρων.

Τέλος, ο ρόλος του κράτους αλλά και των πολιτειακών εκπροσώπων είναι ύψιστης σημασίας. Απαιτείται ευέλικτη στρατηγική διαχείριση της κατάστασης, βασισμένη σε τεχνοκρατικά κριτήρια για τη διαχείριση του χρέους του ιδιωτικού τομέα και την επιλεκτική κρατική ενίσχυση, ενόψει πανδημίας, στις πραγματικά βιώσιμες επιχειρήσεις.

*Advisor, Deal Advisory, KPMG Limited

**Διοικητικός Σύμβουλος, KPMG Limited