Αναλύσεις

Φορολογικό μοντέλο και παγκόσμιος συντελεστής

«Η αναγκαιότητα για φορολογική μεταρρύθμιση δημιουργείται από τις επιχειρηματικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις τόσο στο εντός όσο και εκτός Κύπρου»

Το φορολογικό σύστημα αποτελεί ένα εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής, που επιτρέπει στην εκάστοτε κυβέρνηση να διαμορφώνει την κοινωνική της πολιτική, τον αναπτυξιακό της σχεδιασμό και την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών, όπως για παράδειγμα η προστασία του περιβάλλοντος («πράσινοι φόροι»).

Η διαμόρφωση τέτοιων πολιτικών πρέπει να λαμβάνει υπόψη από τη μια την κοινωνική συνοχή και από την άλλη τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης. Δεν πρέπει δηλαδή το φορολογικό βάρος να είναι τέτοιο, σε πολίτες και επιχειρήσεις, που για τους μεν ιδιώτες να περιορίζει σημαντικά τις καταναλωτικές τους συνήθειες, για τις δε επιχειρήσεις να περιορίζει τις επενδύσεις και περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Σημαντική παράμετρος επιτυχίας ενός φορολογικού συστήματος είναι η σταθερότητα εφόσον τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι πολίτες θέλουν να γνωρίζουν το φορολογικό βάρος των επόμενων ετών, ώστε να μπορέσουν να λάβουν τις σωστές αποφάσεις για περαιτέρω επενδύσεις και για καλύτερο σχεδιασμό του οικογενειακού προϋπολογισμού.

Την ίδια στιγμή το φορολογικό σύστημα μιας χώρας πρέπει να είναι απλό στην εφαρμογή, δίκαιο και να προωθεί τη φορολογική συμμόρφωση. Σημαντικό παράγοντα αποτελεί και η χρήση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης τόσο σε θέματα συμμόρφωσης, όσο και σε θέματα ελέγχου.

Ευρωπαϊκό δίκαιο σύστημα φορολόγησης

Η Κύπρος, μη έχοντας βαριά βιομηχανία, “χρησιμοποίησε” το φορολογικό σύστημα ως εργαλείο ενίσχυσης των επαγγελματικών υπηρεσιών από το 2003, χρονιά κατά την οποία υπήρξε η τελευταία, ολιστική φορολογική μεταρρύθμιση στη χώρα. Οπότε οποιαδήποτε σύγκριση φορολογικών μοντέλων μεταξύ χωρών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη μορφή της οικονομίας και τους τομείς που ενισχύουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) τον περασμένο Μάιο ανακοίνωσε την προώθηση ενός ισχυρού, αποτελεσματικού και δίκαιου συστήματος φορολόγησης για τις επιχειρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που σκοπό έχει να ενισχύσει την προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19 και την εξασφάλιση επαρκών δημόσιων εσόδων κατά τα επόμενα έτη.

Η εξάπλωση της πανδημίας οδήγησε σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους, οπότε η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων αναμένεται να καλύψει το κενό και προς αυτήν την κατεύθυνση έχει αναπτυχθεί έντονη συζήτηση διεθνώς. Προς αυτήν την κατεύθυνση η ΕΕ ανακοίνωσε το πλαίσιο «Business in Europe: Framework for Income Taxation» ή «BEFIT» (Επιχειρήσεις στην Ευρώπη: πλαίσιο για τη φορολογία εισοδήματος), με σκοπό «τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών δικαιωμάτων μεταξύ των κρατών μελών, τη μείωση της γραφειοκρατίας και του κόστους συμμόρφωσης, θα ελαχιστοποιήσει τις ευκαιρίες φοροαποφυγής και θα στηρίξει την απασχόληση και τις επενδύσεις της ΕΕ στην ενιαία αγορά» (αντικαθιστώντας την πρόταση για τη δημιουργία κοινής ενοποιημένης βάσης φορολογίας εταιρειών, η οποία αποσύρθηκε).

Επιπλέον θα προωθείται η μεγαλύτερη δημόσια διαφάνεια, καθώς προτείνεται ορισμένες μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ να δημοσιεύουν τους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές τους, ενώ γίνεται εισήγηση για παροχή κινήτρων για την παροχή χρηματοδότησης μέσω του μετοχικού κεφαλαίου στις επιχειρήσεις, αντί δανεισμού (ο τόκος φοροαπαλλάσσεται ως έξοδο, στην Κύπρο υπάρχει ήδη νομοθεσία που επιτρέπει το νοητό τόκο σε «φρέσκα» ίδια κεφάλαια), ενώ ενθαρρύνονται τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις τη μεταφορά ζημιών τουλάχιστον στο προηγούμενο οικονομικό έτος.

Και ενώ απέχουμε πολύ από την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται προετοιμάζει το έδαφος, μέσα από το άρθρο 116 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέχει τη δυνατότητα διόρθωσης στρεβλώσεων και δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν, για την επιβολή κανόνων φορολογίας σε όλα τα κράτη μέλη, μόνο με ενισχυμένη πλειοψηφία, αποφεύγοντας το δικαίωμα αρνησικυρίας που έχουν τα κράτη μέλη σε ό,τι αφορά τα φορολογικά τους θέματα. Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όπως αυτή της Apple από την άλλη επιβεβαιώνουν ότι τα θέματα φορολογίας αποτελούν κυρίαρχο δικαίωμα κάθε χώρας...

Είναι σημαντικό να υπάρξει μια ολοκληρωμένη μελέτη σε ό,τι αφορά την οικονομία κάθε κράτους μέλους της Ευρωζώνης, ώστε η μεταφορά οποιωνδήποτε αρμοδιοτήτων κεντρικά να μην οδηγεί σε χώρες δύο ταχυτήτων. Εν αντιθέσει με τις βιομηχανικές οικονομίες, το φορολογικό σύστημα αποτελεί σημαντικό οικονομικό εργαλείο για τις χώρες που αποτελούν χρηματοοικονομικά κέντρα. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η νομισματική ολοκλήρωση θα πρέπει να προσφέρει δυνατότητες διαφοροποίησης των εθνικών φορολογικών πολιτικών ανά περίπτωση, πάντοτε εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών αρχών.

Καθόλου έκπληξη δεν αποτέλεσε και η απόφαση των G7 για την εφαρμογή ενός ενιαίου ελάχιστου παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή. Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο θα αποθαρρύνονται πολυεθνικές εταιρείες να «μεταφέρουν» κέρδη και φόρους σε άλλες χώρες με χαμηλότερη φορολογία. Το κάθε κράτος θα μπορεί να έχει τον δικό του φορολογικό συντελεστή, την ίδια ώρα όμως η χώρα που αποτελεί την κύρια βάση της επιχείρησης θα μπορεί να επιβάλει επιπλέον φόρο μέχρι το ποσό που αφορά τον ελάχιστο φόρο που τελικά συμφωνηθεί, «εξανεμίζοντας» ουσιαστικά οποιοδήποτε πλεονέκτημα «φορολογικής μεταφοράς» των κερδών σε άλλη δικαιοδοσία.

Η συζήτηση μέχρι τώρα αφορούσε την επιβολή φόρων κυρίως σε πολυεθνικές εταιρείες τεχνολογίας (digital taxes), όμως οι συζητήσεις φαίνεται ότι θα επεκτείνουν την εφαρμογή του. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η επιβολή ενιαίας φορολογικής βάσης είναι κάτι διαφορετικό από την επιβολή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή. Το πρώτο αφορά τη φορολογητέα ύλη, δηλαδή ποια εισοδήματα φορολογούνται και ποια απαλλάσσονται και τι έξοδα εμπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.

Στην Κύπρο, για παράδειγμα, εισοδήματα από μερίσματα και κέρδη από πώληση μετοχών εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος. Το δεύτερο αφορά το ποσοστό φόρου επί του φορολογητέου εισοδήματος, οπότε οτιδήποτε δεν αποτελεί μέρος της φορολογικής βάσης δεν φορολογείται.

Σημειώνεται ότι εδώ η προσπάθεια της ΕΕ για την υιοθέτηση της ενιαίας φορολογικής βάσης, δεν καρποφόρησε και αντικαταστάθηκε από την BEFIT. Να υπενθυμίσουμε ότι παλαιότερα η προσπάθεια επιβολής παγκόσμιου τέλους στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές (financial transaction tax) απέτυχε και μόνο συγκεκριμένες χώρες προχώρησαν στην υιοθέτησή του. Επισημαίνεται επίσης ότι Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία προχώρησαν στην επιβολή ψηφιακών φόρων.

Η διεθνής τάση

Η τάση που διαμορφώνεται στο διεθνές πολιτικό σκηνικό είναι η αναγκαιότητα της ύπαρξης βάσης (substance) στη χώρα εγγραφής της εταιρείας. Μεγάλη είναι και η τάση μεταφοράς έδρας από offshore περιοχές όπως οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, σε onshore δικαιοδοσίες όπως οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον σταδιακά γίνονται αυστηρότεροι οι έλεγχοι σε off shore εταιρείες και η εκτέλεση τραπεζικών συναλλαγών ακόμη δυσκολότερη. Η Κύπρος κατάφερε να προσελκύσει αριθμό τέτοιων εταιρειών.

Φορολογικά κίνητρα δίνονται στις περιπτώσεις που η Πολιτεία θέλει να προωθήσει συγκεκριμένους τομείς, όπως έγινε πρόσφατα με τον τομέα των επενδυτικών ταμείων και τον τομέα της οπτικοακουστικής.

Το κείμενο των φορολογικών νομοθεσιών, ακόμη κι αν δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές, χρήζει επαναδιατύπωσης και «ξεκαθαρίσματος», ώστε να είναι πιο εύκολο στην κατανόηση και την εφαρμογή. Για παράδειγμα υπάρχουν διαφορετικά άρθρα, διάσπαρτα μέσα στις νομοθεσίες, που επιβάλλουν πρόστιμα για μη συμμόρφωση από τον φορολογούμενο, τα οποία θα ήταν καλύτερα να ενσωματωθούν σε ένα άρθρο, ώστε να είναι ξεκάθαρες οι συνέπειες σε περίπτωση μη αποπληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων εντός χρονοδιαγραμμάτων.

Σημειώνεται ότι η αναγκαιότητα για φορολογική μεταρρύθμιση δημιουργείται από τις επιχειρηματικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις τόσο στο εντός όσο και εκτός Κύπρου. Οποιασδήποτε αλλαγές χρειάζονται μελέτη και σωστό χειρισμό και χρόνο (timing) ώστε να διασφαλίζεται η σταθερή ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών.