Αναλύσεις

O περιορισμός των προβλημάτων αφερεγγυότητας από την πανδημία και η εποπτική ευθύνη

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι τραπεζικοί επόπτες δεν πρέπει να εφησυχάζουν με τα τρέχοντα δεδομένα μιας και παραμένει ακόμη αβέβαιο πόσο σοβαρή θα είναι η καθυστερημένη συσσώρευση ΜΕΔ λόγω της πανδημίας και η πιθανή κλιμάκωση της επερχόμενης κρίσης φερεγγυότητας

Στην αρχή της πανδημίας, πριν από περίπου 16 μήνες, αναμενόταν πως οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας θα είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου κύματος αφερεγγυότητας των εταιρειών αλλά και σοβαρών οικονομικών δυσκολιών για τα νοικοκυριά. Παρόλο που αυτό το ακραίο οικονομικό σοκ παρήλθε και τώρα αρκετοί οικονομολόγοι προβλέπουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) τόσο της Ευρωζώνης όσο και άλλων μεγάλων οικονομιών να ανακάμπτει πλήρως στα προ-πανδημίας επίπεδα εντός του πρώτου εξαμήνου του 2022, τα ποσοστά αφερεγγυότητας παραμένουν χαμηλά. Για αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, δε, είναι χαμηλότερα και από τα προ-πανδημίας επίπεδα. Αυτό, επίσης, αντικατοπτρίζεται και στη σταθερότητα των συνολικών ποσοστών Μη-Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) των τραπεζών της Ευρωζώνης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι τραπεζικοί επόπτες δεν πρέπει να εφησυχάζουν με τα τρέχοντα δεδομένα, μιας και παραμένει ακόμη αβέβαιο πόσο σοβαρή θα είναι η καθυστερημένη συσσώρευση ΜΕΔ λόγω της πανδημίας και η πιθανή κλιμάκωση της επερχόμενης κρίσης φερεγγυότητας.

Η γενναιοδωρία των κυβερνήσεων

έκρυψε το μέγεθος της πρόκλησης

Το μέγεθος των δαπανών πολλών κυβερνήσεων για τον μετριασμό των αρχικών επιπτώσεων της πανδημίας στον εταιρικό τομέα ήταν σημαντική (άμεσα και έμμεσα). Επιπλέον, η βοήθεια προς τα νοικοκυριά επέτρεψε τη διατήρηση των επιπέδων κατανάλωσης υψηλότερα απ’ ό, τι διαφορετικά θα ήταν δυνατό. Η δημοσιονομική στήριξη που παρείχαν οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης (σε εθνικό επίπεδο) για την άμεση στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας αντιστοιχεί με το 14% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης (αυξάνοντας συνεπώς το χρέος της γενικής κυβέρνησης της Ζώνης τους ευρώ στο 100%). Επιπλέον, τα προγράμματα κρατικών εγγυήσεων που παραχωρήθηκαν το 2020/21 αντιστοιχούν σε μια έμμεση παροχή ρευστότητα προς τις επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες) της τάξης του 14% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Καθώς τα κρατικά προγράμματα στήριξης σταματούν σταδιακά εντός του 2021 και οι αποπληρωμές/συνέχεια των αποπληρωμών σε περιπτώσεις διακοπών δανείων ξαναρχίζουν, θα μπορούσε να αναμένεται σημαντική αύξηση της αφερεγγυότητας, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών. Αυτή η αύξηση αναμενόταν αρχικά εντός του 2021 αλλά η παράταση πολλών μέτρων οικονομικής στήριξης από τις κυβερνήσεις λόγω του τρίτου κύματος της πανδημίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021 είχε σαν αποτέλεσμα την μετατόπιση της αναμενόμενης αύξησης της αφερεγγυότητας εντός του 2022.

Προσωρινές προσαρμογές στα πλαίσια

αφερεγγυότητας εμπόδισαν τις πτωχεύσεις

Πολλές χώρες έχουν προσαρμόσει τα πλαίσια αφερεγγυότητας για να προστατεύσουν τις εταιρείες από την πτώχευση, για παράδειγμα, παγώνοντας διαδικασίες αφερεγγυότητας (π.χ. Ιταλία), εμποδίζοντας τους πιστωτές να κινήσουν διαδικασίες αφερεγγυότητας (π.χ. Ισπανία) ή αυξάνοντας το κατώτατο όριο για την ανακοίνωση πτώχευσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, αυτά εισήχθησαν ως προσωρινά μέτρα και όταν τερματιστούν, το ποσοστό αφερεγγυότητας είναι πιθανό να αυξηθεί.

Υφιστάμενες καταθέσεις και ρευστότητα

Η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων διαφέρει από χώρα σε χώρα, και για τις επιχειρήσεις, συγκεκριμένα, βάσει μεγέθους. Παρόλα αυτά, οι καταθέσεις τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών της Ευρωζώνης έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τους τελευταίους 16 μήνες οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της Ευρωζώνης αυξήθηκαν συνολικά κατά €1.4 τρις, μια εκπληκτική αύξηση της τάξης του 13%. Αυτό το φαινόμενο όμως διαφέρει συγκριτικά με τα εμπειρικά στοιχεία προηγούμενων κρίσεων, κατά των οποίων είχε παρατηρηθεί μια σημαντική μείωση στις καταθέσεις εντός του τραπεζικού συστήματος. Η οικονομική στήριξη από τις κυβερνήσεις είναι η κύρια αιτία πίσω από αυτήν τη διαφορά – είτε άμεσα, είτε έμμεσα (π.χ. μέσω κρατικών εγγυήσεων). Αυτή η περίσσεια ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα δημιουργεί αισιοδοξία στις τράπεζες πως τα επίπεδα των ΜΕΔ δεν θα αυξηθούν σημαντικά λόγω της πανδημίας.

Παρόλα αυτά, με τη λήξη αρκετών μέτρων οικονομικής στήριξης των κυβερνήσεων τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά θα κληθούν να επαναλειτουργήσουν χωρίς τη βοήθεια του κράτους. Αρκετές επιχειρήσεις, στο επίπεδο της Ευρωζώνης, έχουν ήδη ξεκινήσει να χρησιμοποιούν μέρος από τις υφιστάμενες καταθέσεις τους για να καλύψουν τα τρέχοντα έξοδά τους σε μια προσπάθεια αντιστάθμισης των μειωμένων εσόδων τους λόγω της μειωμένης ζήτησης από την πανδημία.

Ωστόσο, η ρευστότητα των επιχειρήσεων διαφέρει βάσει μεγέθους, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να είναι πολύ πιο ευάλωτες απ’ ό,τι οι μεγάλες επιχειρήσεις. Αρκετές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η ρευστότητα πολλών επιχειρήσεων μπορεί να εξαντληθεί γρήγορα εάν δεν επανέλθει η ζήτηση στα προ-πανδημίας επίπεδα, μετά τη λήξη των κρατικών μέτρων στήριξης. Μια μελέτη της Bank for International Settlements (BIS) υπολόγισε πως μια πιθανή μείωση των εσόδων του 2020 των επιχειρήσεων κατά 25% σε συνδυασμό με δυσκολότερες συνθήκες ανανέωσης του χρέους τους, θα έχει ως αποτέλεσμα τις μισές εταιρείες, από ένα δείγμα 26 χωρών, να μην έχουν αρκετά έσοδα για να εξυπηρετήσουν το χρέος και το κόστος λειτουργίας τους.

Η παρούσα κρίση χαρακτηρίστηκε από εξαιρετικά επίπεδα δημοσιονομικής στήριξης, τόσο σε εθνικό όσο και, για πρώτη φορά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η θετική οικονομική προοπτική που επιβεβαιώθηκε σε αρκετές από τις πρόσφατες μακροοικονομικές προβλέψεις δείχνει ότι οι πιο απαισιόδοξες προσδοκίες της ΕΚΤ για την πιθανή επιδείνωση της ποιότητας των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων φαντάζουν ολοένα και πιο απίθανες. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα των επικείμενων τεστ αντοχής (stress test) της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA), κυρίως κατά το δυσμενές σενάριο, θα ρίξουν περισσότερο φως στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, την επάρκεια των προβλέψεών τους για ζημίες δανείων και τελικά στην επάρκεια των κεφαλαίων τους, σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο.

Τούτου λεχθέντος, παραμένει ακόμη αβέβαιο πόσο σοβαρή θα είναι η καθυστερημένη συσσώρευση ή το ακριβές χρονοδιάγραμμα δημιουργίας των νέων ΜΕΔ, που θα δημιουργηθούν λόγω της πανδημίας. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι πως οι εποπτικές Αρχές αλλά και τα τραπεζικά ιδρύματα δεν πρέπει να εφησυχάζουν από τα τρέχοντα δεδομένα περιορισμένης δημιουργίας νέων ΜΕΔ. Οι τραπεζικοί επόπτες, σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να διασφαλίσουν πως οι ορθές πρακτικές διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου τηρούνται και πως η αναγνώριση προβλέψεων για πιστωτικές ζημιές δανείων είναι έγκαιρη. Έτσι θα συμβάλουν στη διασφάλιση της ακεραιότητας της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Με τη σειρά του αυτό, αφενός θα διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει αντίσταση στην οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία και, αφετέρου, θα υποστηρίξει μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

*Ανώτερος χρηματοοικονομικός αναλυτής τραπεζών, Λονδίνο (CFA, ACCA)