Ανθρώπινες Ιστορίες

Η Επική Μάχη του Αχυρώνα και η θυσία των Τεσσάρων Αρχαγγέλων της Λευτεριάς

Η ιστορική μάχη του Αχυρώνα αποτελεί αναμφίβολα μιαν από τις ενδοξότερες σελίδες του έπους της ΕΟΚΑ. Τέσσερα παλληκάρια, τέσσερεις αγνοί ιδεολόγοι. Τέσσερεις λιονταρόψυχοι περιφρονούν τον θάνατο και αρνούνται επίμονα να παραδοθούν στον πολυάριθμο εχθρό

Στο προηγούμενο αφιέρωμα είδαμε πώς επιβλήθηκε κέρφιου στο Λιοπέτρι στις 2 Σεπτεμβρίου 1958, πώς οι Βρετανοί στρατιώτες περικύκλωσαν τον ιστορικό Αχυρώνα, όπου είχαν καταφύγει οι Τέσσερεις Αρχάγγελοι της Λευτεριάς και πώς άρχισε η άνιση επική μάχη των Τεσσάρων αγωνιστών της Ελευθερίας ενάντια σ’ ένα τάγμα σιδερόφρακτων στρατιωτών της σκλαβιάς. Μια μάχη που θα δολιχοδρομεί σαν υπέρλαμπρο μετέωρο στης Ελληνικής Ιστορίας το στερέωμα.

Από την κατάθεση του λοχαγού Τέιλορ, που ηγείτο των στρατιωτών και τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, ιδιαίτερα του ιδιοκτήτη του Αχυρώνα, Παναγιώτη Καλλή, ξεπηδά το μεγαλείο της γενναιοψυχίας και της εθελοθυσίας των Τεσσάρων, που αποφάσισαν να προσφέρουν τα νεανικά κορμιά τους σπονδή στο ιερό θυσιαστήρι της λευτεριάς. Η απόφασή τους ήταν ομόφωνη: Να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, χύνοντας το νεανικό τους αίμα για την πατρίδα.

Η μάχη στον Αχυρώνα

Κατά τις 8.30 πριν από το μεσημέρι της 2ας Σεπτεμβρίου 1958 άρχισε η μάχη στον Αχυρώνα μεταξύ των σιδερόφρακτων στρατιωτών και των Τεσσάρων λιονταρόψυχων παλληκαριών της ΕΟΚΑ. Κι όσο η ώρα περνούσε, τόσο η πεισματική μάχη γινόταν πιο ζωηρή. Οι αγωνιστές από τον Αχυρώνα σκορπούσαν τον φόβο, τον τρόμο και τον θάνατο στον πολυαριθμότερο εχθρό, που μάταια προσπαθούσε να μπει στον Αχυρώνα - κάστρο των αγωνιστών. Γνώριζαν ότι στο τέλος θα γίνονταν θυσία, προτίμησαν όμως και οι Τέσσερεις αυτοπροαίρετα να μείνουν και να πέσουν στο πεδίο της τιμής. Ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ Διγενής περιγράφει με παραστατικότητα και θαυμασμό την άνιση, επική εκείνη μάχη:

«Ως συνάγεται από τις αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων -ανάμεσα στους οποίους ο λοχαγός Τέιλορ, διοικητής του ουλαμού εφόδου και ο ιδιοκτήτης του Αχυρώνα Παναγιώτης Καλλή-, η μάχη ήτο αγρία και καμιά πλευρά δεν υπεχώρει. Οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, διότι ήσαν ακάλυπτοι και τους εθέριζαν οι 4 αγωνισταί. Ο Αχυρώνας είχε μικρά παράθυρα, τα οποία οι ήρωες εχρησιμοποίησαν ως πολεμίστρες και μπορούσαν να ελέγχουν την κίνησιν του εχθρού. Η μάχη εγενικεύθη, όταν ο αξιωματικός Τέιλορ διέταξε ομάδα στρατιωτών να εισέλθη εις τον Αχυρώνα. Τότε ηκούσθησαν πολλοί πυροβολισμοί και οι στρατιώται βαρειά τραυματισμένοι εξήλθον πανικόβλητοι. Τουφεκιές και βροντές έπεφταν περισσότερες και η ατμόσφαιρα εμύριζε από πυρίτιδα και βενζίνην. Αι σφαίραι εσφύριζαν αδιάκοπα και αι συνεχείς εκρήξεις διαλαλούσαν την σκληρότητα της μάχης και την αντίστασιν των πολιορκουμένων αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Οι Τέσσερεις λεβεντονιοί, καλά οχυρωμένοι, βάλλουν παντού ευστόχως, τρέχουν επάνω στο άχυρο από την μιαν πλευράν εις την άλλην, ενισχύονται μεταξύ των, αντικαθιστά ο ένας τον άλλον στον θάνατο. Γνωρίζουν όλοι ότι θα πέσουν, θα καούν ζωντανοί μέσα στο άχυρον, τον καπνόν και τας φλόγας της βενζίνης, αλλά Βρεττανός στρατιώτης, όσο ζη, έστω και εις, δεν θα προσεγγίση το ιστορικόν οχυρόν, το νέο τούτο «Χάνι της Γραβιάς».

»‘‘Παραδοθείτε’’ εκραύγαζον οι Άγγλοι. ‘‘Μολών λαβέ’’, απαντούσαν διαρκώς οι γενναίοι. Κατά τας δύο το απόγευμα τα όπλα των πατριωτών εσίγησαν. Έρριψαν την τελευταίαν των σφαίραν, την τελευταίαν των βόμβαν, έδωσαν την τελευταίαν ρανίδα του αίματός των και έπεσαν. Έπεσαν κατά τον ενδοξότερον τρόπον και έγραψαν μίαν των λαμπροτέρων σελίδων της Ελληνικής Ιστορίας. Και ενταύθα, όπως και εις την μάχην του Μαχαιρά, κατά του Αυξεντίου, οι Βρεττανοί στρατιώται, μολονότι πολυάριθμοι και διαθέτοντες όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα, δεν κατώρθωσαν να καταβάλουν τους ελαχίστους υπερασπιστάς του Αχυρώνος, και εχρησιμοποίησαν βενζίνην διά να πυρπολήσουν τον Αχυρώνα και τους εντός αυτού αγωνιζομένους…».

Η θυσία των Τεσσάρων Σταυραετών στον ταπεινό Αχυρώνα του Λιοπετρίου είχε προκαλέσει τον θαυμασμό, όχι μόνο στον Ελληνισμό και τη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά και στους στρατιώτες που πολέμησαν εναντίον των παιδιών του Διγενή. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του λοχαγού Τέιλορ, που ηγείτο των στρατιωτών. «Όλοι κατεπλάγησαν από την μάχην, που έδωσε η ΕΟΚΑ στο Λιοπέτρι». Ο ίδιος αξιωματικός, στη διεξαχθείσα ανάκριση για τη μάχη, αναφέρει τα εξής: «Στις 2 Σεπτεμβρίου πήγα με ουλαμό στρατιωτών στο Λιοπέτρι για διεξαγωγή έρευνας. Όταν οι στρατιώτες έφθασαν κοντά στον Αχυρώνα, ρίφθηκαν εναντίον τους πυροβολισμοί από αυτόματα όπλα. Τότε οι στρατιώτες περικύκλωσαν το σπίτι και ζήτησαν ενισχύσεις, οι οποίες έφθασαν, σε λίγη ώρα. Ένας στρατιώτης που γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα φώναξε επανειλημμένα μεγαλόφωνα προς αυτούς που πυροβολούσαν από τον Αχυρώνα, να παραδοθούν. Προς στιγμήν οι πυροβολισμοί κατέπαψαν, αλλά ξανάρχισαν σε λίγο σφοδρότεροι… Αρκετοί στρατιώτες τραυματίστηκαν…».

Και τότε άρχισε να δρα η ανανδρία του πανικόβλητου εχθρού, όπως την καταμαρτυρεί ξεδιάντροπα ο Άγγλος λοχαγός: «Κατόπιν τούτου διέταξα και ρίφθηκαν εναντίον του Αχυρώνα χειροβομβίδες τριών τύπων και έντεκα -παρακαλώ- (-τι αίσχος-) έντεκα βόμβες τύπου ‘‘ρουκέτας’’, όμως τ’ αποτελέσματά τους ήταν άκαρπα. Ένας από τους άντρες που βρίσκονταν στον Αχυρώνα βγήκε έξω τρέχοντας και άρχισε να πυροβολεί εναντίον στρατιωτών. Αυτός πυροβολήθηκε από στρατιώτη και φονεύθηκε…».

Επειδή, όμως, οι δειλοί στρατιώτες δεν κατάφεραν να κάμψουν τη μαχητικότητα των τριών αγωνιστών, που εξακολουθούσαν να τους πολεμούν λιονταρίσια από τον Αχυρώνα, κατέφυγαν σε νέα πιο άνανδρα μέσα, για να πετύχουν τον εγκληματικό στόχο τους. Ξεδιάντροπα ο λοχαγός Τέιλορ ομολογεί το έγκλημά του: «Κατόπιν διαταγής 14 τον αριθμό στρατιώτες όρμησαν για να καταλάβουν τον Αχυρώνα. Έξι από αυτούς κατόρθωσαν να μπουν στο σπίτι διά μέσου χαμηλών κλάδων. Κι ενώ οι στρατιώτες βρίσκονταν στη βεράντα ρίφθηκαν εναντίον τους με αποτέλεσμα να τραυματιστούν ένας λοχαγός και ένας στρατιώτης. Όταν ένας από τους στρατιώτες προσπάθησε να μεταφέρει τους τραυματισθέντες συναδέλφους του μέσα σε δωμάτιο, ένα πρόσωπο από τον Αχυρώνα πυροβόλησε εναντίον του, αλλά εκείνος ανταπέδωσε το πυρ με αποτέλεσμα να τον φονεύσει…». Και εδώ αρχίζει η τελευταία φάση του βρετανικού ανοσιουργήματος, όπως το ομολογεί και το περιγράφει στην κατάθεσή του ξεδιάντροπα ο πρωταγωνιστής του, λοχαγός Τέιλορ: «Οι άλλοι οκτώ στρατιώτες, που είχαν κυκλώσει τον Αχυρώνα, άνοιξαν τρύπα στην πίσω πλευρά του σπιτιού και κατόρθωσαν από αυτήν να βγουν στην οροφή, πάνω στην οποία άνοιξαν νέα τρύπα. Διά μέσου της έχυσαν (-οι άνανδροι-) βενζίνη και πυρπόλησαν τον Αχυρώνα…».

Για τον ηρωισμό των Τεσσάρων του αχυρώνα και τη δειλία των Βρετανών στρατιωτών, επισημαίνει ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ: «Και ενταύθα, όπως και εις την μάχην του Μαχαιρά, κατά του Αυξεντίου, οι Άγγλοι στρατιώται, μολονότι πολυάριθμοι και διαθέτοντες όλα τα σύγχρονα μέσα, δεν κατόρθωσα να καταβάλουν τους ελαχίστους υπερασπιστάς του Αχυρώνος και εχρησιμοποίησαν βενζίνην διά να πυρπολήσουν τον Αχυρώνα και να εξοντώσουν απανθρώπως τους εντός αυτού αγωνιζομένους…».

Η ιστορική μάχη του Αχυρώνα αποτελεί αναμφίβολα μιαν από τις ενδοξότερες σελίδες του έπους της ΕΟΚΑ. Τέσσερα παλληκάρια, τέσσερεις αγνοί ιδεολόγοι. Τέσσερεις λιονταρόψυχοι περιφρονούν τον θάνατο και αρνούνται επίμονα να παραδοθούν στον πολυάριθμο εχθρό. Οι ήρωες Φώτης Πίττας, Αντρέας Κάρυος, Ηλίας Παπακυριακού και Χρίστος - Ξάνθος Σαμάρας δεν φοβούνται τον θάνατο. Γενναίοι και οι Τέσσερεις, γνωρίζουν πώς και πότε θα πεθάνουν.

Ο ιστορικός Αχυρώνας του Λιοπετρίου έγινε με τη θυσία τους το Νέο Χάνι της Γραβιάς, όπου η ελληνική κυπριακή ψυχή δοξάστηκε. Στον μικρό Αχυρώνα του Λιοπετρίου θριάμβευσε η Ελληνική Αρετή και καταρρακώθηκε ο στρατός της βρετανικής αυτοκρατορίας, που κατέφυγε, όπως και στην περίπτωση του Αυξεντίου στον Μαχαιρά, για δεύτερη φορά, στην άνανδρη μέθοδο του εμπρησμού αγωνιστών, που είχαν απαντήσει «Μολών Λαβέ» στο κάλεσμά τους να παραδοθούν.

Έχουν περάσει από την επική μάχη του Αχυρώνα 64 ολόκληρα χρόνια, αλλά το φως που εκπέμπει παραμένει αέναο, φάρος που οδηγεί τα βήματα του κάθε Έλληνα της Κύπρου στον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος. Μας υπενθυμίζει ότι η ιδιαίτερη πατρίδα μας είναι ημικατεχόμενη.