Αναλύσεις

Αυξάνονται τα ασυνόδευτα παιδιά που φθάνουν στην Κύπρο

Από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2022, περίπου 414 ασυνόδευτα παιδιά υπέβαλαν αίτηση ασύλου, κυρίως από αφρικανικές χώρες, αριθμός σαφώς αυξημένος σε σχέση με πέρσι αν αναλογιστεί κανείς ότι ολόκληρο το 2021 περίπου 400 ασυνόδευτα παιδιά έφτασαν στη χώρα μας

Αυξάνεται ο αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών αιτητών ασύλου, ηλικίας από 12 έως 18 ετών, που φθάνουν στην Κύπρο, όπως αναφέρει στη «Σημερινή» η Λειτουργός Ενημέρωσης του Γραφείου στην Κύπρο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), Αιμιλία Στροβολίδου. Σύμφωνα με την ίδια, «ο αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών που αιτούνται άσυλο στην Κύπρο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο του 2022, περίπου 414 ασυνόδευτα παιδιά υπέβαλαν αίτηση ασύλου κυρίως από Σομαλία, Συρία, Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό και λιγότερα από Πακιστάν, Γουϊνέα, Σιέρα Λεόνε και Αφγανιστάν. Ειδικότερα, τo 2021 περίπου 400 ασυνόδευτα παιδιά αιτήθηκαν άσυλο στην Κυπριακή Δημοκρατία, 450 το 2020, 565 το 2019 και 259 το 2018». Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και ασυνόδευτα παιδιά κάτω των 12 ετών, για τα οποία όμως δεν υπάρχουν επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία.

Ερωτηθείσα για το πώς μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα των παιδιών, ότι όντως είναι τα παιδιά των ανθρώπων που τα συνοδεύουν, απαντά ότι «όσον αφορά την εξακρίβωση της ταυτότητας των παιδιών και ότι όντως είναι παιδιά των γονιών ή νόμιμων κηδεμόνων που τα συνοδεύουν, υπάρχουν διαδικασίες που πρέπει ν’ ακολουθούνται τουλάχιστον όταν υπάρχει εύλογη υποψία ότι δεν είναι γονείς/κηδεμόνες και ότι μπορεί να πρόκειται για trafficking».

Όπως εξηγεί η κ. Στροβολίδου, «παιδιά που φεύγουν από τις χώρες τους και ταξιδεύουν μόνα τους είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Τα ασυνόδευτα και παιδιά που χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους φεύγουν από τις χώρες τους για διάφορους λόγους – πόλεμος και συγκρούσεις, διώξεις, εκμετάλλευση, απόλυτη φτώχια. Πολλά αναγκάζονται να κάνουν αυτό το επικίνδυνο ταξίδι επειδή κινδυνεύει η ζωή τους ή επειδή στερούνται στοιχειώδη δικαιώματα, εκπαίδευσης και υγείας. Μπορεί να έχουν αποχωριστεί τις οικογένειές τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού φυγής, ή μπορεί να επιδιώκουν επανένωση με τους γονείς τους ή άλλα μέλη της οικογένειάς τους. Μπορεί να γίνονται στην πορεία αυτή θύματα εμπορίας και να τυγχάνουν σεξουαλικής ή εργασιακής εκμετάλλευσης και κατάχρησης - συχνά πρόκειται για συνδυασμό παραγόντων».

Συνθήκες διαβίωσης

Όπως σημειώνει, «οι δομές για τη διαμονή και την προστασία τους δεν είναι αρκετές και, παρά τις προσπάθειες ανεύρεσης ενδιάμεσων, προσωρινών, λύσεων, εξακολουθούν να παραμένουν στο ‘‘Πουρνάρα’’ 210 ασυνόδευτα παιδιά, σε συνθήκες εγκλεισμού, χωρίς εκπαίδευση και δραστηριότητες. Υπενθυμίζουμε ότι έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί τρεις προσωρινές δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων παιδιών, στις οποίες διαμένουν σήμερα περίπου 270 συνολικά παιδιά, τα οποία μεταφέρθηκαν από το ‘‘Πουρνάρα’’ τους τελευταίους μήνες».

«Όσον αφορά τις μόνιμες δομές, σήμερα υπάρχουν τρεις στέγες για τη διαμονή και φροντίδα τους: Μία στη Λευκωσία για αγόρια, μία στη Λάρνακα για κορίτσια και μία στη Λεμεσό για κορίτσια. Επίσης κάποια παιδιά, κυρίως από τη Συρία, διαμένουν με μακρινούς συγγενείς ή άλλες οικογένειες κάτω από προγράμματα ανάδοχων οικογενειών. Έχουν δημιουργηθεί επίσης κάποια εναλλακτικά κέντρα, ημι-ανεξάρτητες δομές όπως ονομάζονται, που προωθούν την ανεξάρτητη διαβίωση των αιτητών ασύλου από 16-21 ετών, κάτω από συγκεκριμένα προγράμματα του ΔΟΜ και ΜΚΟ σε συνεργασία με τις ΥΚΕ, όμως η χωρητικότητά τους είναι μικρή και δεν μπορεί να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες. Στην περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών θα πρέπει να διασφαλίζεται η έγκαιρη ταυτοποίηση, εγγραφή και παροχή εγγράφων, η κηδεμονία και η νομική εκπροσώπηση, η μόρφωση, η καθημερινή φροντίδα και εποπτεία, ο εντοπισμός της οικογένειας και η επανένωση των παιδιών με την οικογένειά τους».

Κοινωνική απομόνωση

«Η εμπειρία από τη λειτουργία των ειδικά διαμορφωμένων χώρων διαμονής των ασυνόδευτων παιδιών δείχνει ότι ενώ γενικότερα οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ως ο διά νόμου κηδεμόνας των ασυνόδευτων παιδιών φροντίζουν τα παιδιά -για τις καθημερινές ανάγκες αλλά και για την πρόσβασή τους στις διαδικασίες ασύλου, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση- φαίνεται ότι τα παιδιά παραμένουν κάπως αποκομμένα από τον κοινωνικό ιστό και τη ζωή στην Κύπρο. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί προβλήματα στην ένταξή τους όταν θα πρέπει να φύγουν από το κέντρο όταν ενηλικιωθούν. Τα παιδιά συχνά μάς λένε ότι νιώθουν απομονωμένα, φοβισμένα και ανήμπορα ν’ αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ενηλικίωσης και της διαβίωσης εκτός στέγης».

Η 15χρονη Balquees

«Άλλη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά σχετίζεται με την εκπαίδευσή τους. Τα μορφωμένα παιδιά και οι νέοι έχουν περισσότερες πιθανότητες ως ενήλικοι να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στην κοινωνία των πολιτών και στην κοινωνία γενικότερα. Η Balquees είναι μια ιστορία επιτυχίας. Είχε έρθει ως ασυνόδευτη το 2015, όταν ήταν 15 χρονών, αποφοίτησε από την Τεχνική Σχολή Λάρνακας και σπουδάζει σήμερα με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Management Information Systems. Τα περισσότερα παιδιά όμως αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα στη μαθησιακή τους πορεία και χρειάζεται να γίνουν περισσότερα. Ωστόσο, πολλά παιδιά εγκαταλείπουν τα προγράμματα για διάφορους λόγους. Ενώ για τα ασυνόδευτα υπάρχουν συγκεκριμένα σχολεία όπου διενεργούνται τα συγκεκριμένα προγράμματα, τα παιδιά που έρχονται με τις οικογένειές τους εγγράφονται κανονικά στα δημόσια σχολεία».

Ο σκοτεινός αριθμός των εγκύων στο «Πουρνάρα»

Παρά το γεγονός ότι «για τα ασυνόδευτα παιδιά υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, δεν υπάρχουν γενικά στατιστικά για τα παιδιά τα οποία φθάνουν με τις οικογένειές τους στην Κύπρο, ούτε και στοιχεία αιτητών ασύλου με βάση το φύλο και την ηλικία, και επομένως ούτε για τις εγκύους αιτήτριες ασύλου», διευκρινίζει η κ. Στροβολίδου. «Ωστόσο, παρά την έλλειψη συστηματικής συλλογής δεδομένων με βάση το φύλο και την ηλικία, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα στη βάση εμπειριών και πληροφοριών που συλλέγουμε ως οργανισμός, σε συνεργασία με τις Αρχές και τις ΜΚΟ. Για παράδειγμα, στο ‘‘Πουρνάρα’’ γίνονται εδώ και δύο χρόνια περίπου τα λεγόμενα ‘‘τεστ-ευαλωτότητας’’, τα οποία στόχο έχουν να εντοπίσουν τα πιο ευάλωτα άτομα του γενικότερου πληθυσμού των νεοαφιχθέντων αιτητών ασύλου, όπως είναι γυναίκες, παιδιά, θύματα εμπορίας, άτομα με αναπηρίες. Στο πλαίσιο αυτό έχουν εντοπιστεί στο πρώτο μισό του ’22 περίπου 90 έγκυοι γυναίκες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περισσότερες στην κοινότητα, καθώς τα τεστ ευαλωτότητας δεν διενεργούνται σε όλους τους αιτητές ασύλου στο ‘‘Πουρνάρα’’. Πρόκειται κυρίως για Αφρικανές, όπως από Σομαλία και Καμερούν. Κάποιες από αυτές είναι θύματα εμπορίας, οι οποίες έμειναν έγκυοι λόγω βιασμών ή άλλης εκμετάλλευσης που υπέστησαν ως θύματα εμπορίας».

Κληθείσα να σχολιάσει για τις συνθήκες διαβίωσης των εγκύων και των παιδιών κατά την παραμονή τους στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής ‘‘Πουρνάρα’’, αναφέρει ότι «ο εντοπισμός των ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων -περιλαμβανομένων των εγκύων γυναικών, θυμάτων εμπορίας και άλλων μορφών έμφυλης βίας- έχει βελτιωθεί λόγω της διαδικασίας αξιολόγησης της ευαλωτότητας (τεστ ευαλωτότητας) που διενεργείται στο Κέντρο, με αποτέλεσμα οι έγκυοι γυναίκες καθώς και άλλα ευάλωτα άτομα να μεταφέρονται σε προσωρινούς χώρους διαμονής. Πρόκειται για ξενοδοχεία, ξενώνες σε ορεινές κυρίως περιοχές, διαμερίσματα που εντοπίζουν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, αναλόγως των αναγκών. Η διαμονή στα υποστατικά αυτά είναι για τρεις μήνες και στο διάστημα αυτό θα πρέπει να βρουν από μόνες τους μόνιμη κατοικία να ενοικιάσουν. Αυτό δημιουργεί μια σειρά δυσκολιών, καθώς η πρόσβαση σε επαρκή και αξιοπρεπή πιο μόνιμη στέγαση για αιτητές ασύλου είναι ήδη μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, πόσω μάλλον για εγκύους γυναίκες ή μονήρεις μητέρες με βρέφη ή πολύ μικρά παιδιά».

«Γυναίκες αιτήτριες ασύλου μετά τον τοκετό δεν μπορούν να εγγράψουν τα παιδιά τους εγκαίρως στο πλαίσιο της προθεσμίας που ορίζει η νομοθεσία, είτε διότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εγγραφής τους ως αιτητριών ασύλου στο ‘‘Πουρνάρα’’ είτε/και λόγω της νοσηλείας τους. Χωρίς πιστοποιητικό γέννησης, οι αιτήτριες ασύλου δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη για τα νεογέννητά τους, ούτε το επιπρόσθετο βοήθημα που προβλέπουν οι κανονισμοί για το καινούργιο μέλος της οικογένειάς τους», συμπληρώνει.

Ερωτηθείσα για το πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν ξεχωριστές δομές για τις εγκύους και τα παιδιά, ώστε να είναι προστατευμένα, απαντά ότι είναι «πολύ σημαντικό για σκοπούς ασφάλειας και προστασίας, καθώς πρόκειται για πολύ ευάλωτες ομάδες που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εκμετάλλευσης και εμπορίας. Επομένως, κατάλληλοι χώροι στέγασης είναι βασικό στοιχείο στην προστασία τους σε συνδυασμό με άλλες υπηρεσίες που θα τις στηρίξουν προκειμένου να ενταχθούν και να γίνουν αυτάρκεις».

«Στην περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών που είτε είναι επιζώντα ή βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο λόγω της ευαλωτότητάς τους, θα πρέπει να διασφαλισθεί ο άμεσος εντοπισμός τους, η καταγραφή, η παροχή προστασίας και κατάλληλης φροντίδας με κύριο μέλημα το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών αυτών. Η αύξηση της αστεγίας ή κινδύνου αστεγίας όταν ενηλικιωθούν και φύγουν από τις δομές, είναι επίσης μια από τις βασικές αιτίες που καθιστά τα νεαρά αγόρια και κορίτσια ευάλωτα στο έγκλημα της εμπορίας. Επομένως, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αναζήτηση στεγαστικών λύσεων που θα προσφέρουν αξιοπρεπείς και ασφαλείς συνθήκες διαβίωσης όταν θα μεταβούν στην κοινότητα», καταλήγει.