Αναλύσεις

Οι επιχειρήσεις στην Κοφίνου

Ιστορικός σταθμός που σήμανε την ανάκληση του Γρίβα, την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και την εγκατάλειψη της αυτοδιάθεσης – Ένωσης

Συμπληρώθηκαν πριν από λίγες ημέρες (15 Νοέμβρη 1967), 56 ολόκληρα χρόνια από το «Βατερλώ» της Κοφίνου, που σήμανε την ανάκληση της Ελληνικής Μεραρχίας και του στρατηγού Γρίβα Διγενή από την Κύπρο, που ήταν οι εγγυητές της Ένωσης με τη Μητέρα Ελλάδα. Η ιστορική εκείνη μάχη της Κοφίνου αποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου, παρά την αντίθετη γνώμη και τις έντονες επιφυλάξεις του αρχηγού της Ανώτατης Διοίκησης Αμύνης Κύπρου, στρατηγού Γεωργίου Γρίβα Διγενή, στον οποίο η Χούντα των Αθηνών επιχείρησε να επιρρίψει τις ευθύνες, όταν υπέκυψε στο τουρκικό τελεσίγραφο, που αξίωνε ανάκληση του Διγενή, αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι, οι επιχειρήσεις στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου, στις 15 Νοεμβρίου 1967, έγιναν χωρίς καμιά σοβαρή αιτία, αλλά σηματοδότησαν το «Βατερλώ» των προσπαθειών για ενωτική λύση στο Κυπριακό.

Οι προκλήσεις των Τούρκων στην περιοχή Μαρί - Άγιος Θεόδωρος - Κοφίνου είχαν αρχίσει να εντείνονται από τις αρχές Νοεμβρίου 1967. Σκοπός τους ήταν η παρεμβολή εμποδίων ή και πλήρης διακοπή της οδικής συγκοινωνίας Λευκωσίας - Λεμεσού. Η πρώτη τουρκική προσπάθεια εκδηλώθηκε στο Μαρί, όπου οι τρομοκράτες, οχυρωμένοι σε πολυβολεία, έβαλλαν από το ύψωμα, βόρεια του χωριού, με πολυβόλα, παρεμβάλλοντας εμπόδια στη διακίνηση οχημάτων. Η Κυβέρνηση αποτάθηκε στα Ηνωμένα Έθνη, ζητώντας τη δυναμική επέμβασή τους, για τον τερματισμό των τουρκικών προκλήσεων και την ελεύθερη διακίνηση στον δρόμο. Τα Ηνωμένα έθνη δήλωσαν αδυναμία να αποκαταστήσουν την τάξη και την ελεύθερη επικοινωνία στον κεντρικό οδικό άξονα, που ένωνε τις δυο μεγάλες πόλεις της Κύπρου. Μπροστά στην αδυναμία αυτή της ΟΥΦΙΚΥΠ κρίθηκε αναγκαία η επέμβαση της Εθνικής Φρουράς, διότι η Αστυνομία αδυνατούσε να ενεργήσει αποτελεσματικά, οπότε ειδοποιήθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη, ότι η Εθνική Φρουρά ήταν αναγκασμένη να επέμβει για να αποκαταστήσει την ελεύθερη οδική συγκοινωνία στην περιοχή. Ουλαμός ένοπλων ανδρών μονάδας τεθωρακισμένων, με την υποστήριξη δυο τροχοφόρων αρμάτων «Μάρμουρ Χάρικτον», ανέλαβε δράση. Τα δυο μικρά άρματα έπληξαν τα πολυβολεία των Τούρκων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή και αποκαταστάθηκε η συγκοινωνία. Η δυναμική αυτή ενέργεια της Εθνικής Φρουράς σήμανε συναγερμό στα χωριά Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου, όπου οι ένοπλοι τρομοκράτες τέθηκαν σε κατάσταση πλήρους ετοιμότητας και η ατμόσφαιρα στην περιοχή ήταν ηλεκτρισμένη.

Ο αρχηγός της ΑΣΔΑΚ, στρατηγός Γρίβας Διγενής, εκτιμώντας ορθά την κατάσταση, μετέβη την επόμενη μέρα, 23 Νοεμβρίου, στο μεικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος, όπου οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον υπαστυνόμο Φίλιο Τσιγαρίδη, ενώ περιπολούσε στο χωριό με «λαντ ρόβερ», για την τήρηση της τάξης. Ο στρατηγός μίλησε με Έλληνες και Τούρκους κατοίκους, στους οποίους συνέστησε να ζουν ειρηνικά και να συνεργάζονται «εν αγαστή σύμπνοια». Ιδιαίτερα ο Διγενής συμβούλεψε του Τούρκους να μην προκαλούν τους Έλληνες συγχωριανούς τους, ούτε να παρεμβάλλουν εμπόδια στη διακίνηση στο χωριό, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν πρόκειται να τους ενοχλήσει κανένας, διότι είχε δώσει σχετικές διαταγές στους Έλληνες κατοίκους.

Και ενώ η κατάσταση φαινόταν να ηρεμεί μετά την επίσκεψη αυτή του στρατηγού Γρίβα στον Άγιο Θεόδωρο, την επόμενη μέρα, 24 Νοεμβρίου 1967, ένοπλοι Τούρκοι της Κοφίνου έκοψαν τον δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού και η κατάσταση, αντί να ηρεμήσει στην περιοχή, είχε ηλεκτριστεί επικίνδυνα. Ο Γρίβας ενημέρωσε την κυβέρνηση της Χούντας για τις αξιώσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης προς τη στρατιωτική ηγεσία για υποστήριξη της Εθνικής Φρουράς στην εκτέλεση αστυνομικών περιπολιών στα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος.

Οι επιχειρήσεις στην Κοφίνου αποτέλεσαν ιστορικό γεγονός μεγάλης βαρύτητας τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα. Οι άμεσες και κυριότερες συνέπειές τους, οι οποίες άλλαξαν άρδην την πορεία του Κυπριακού, ήταν:

Πρώτο, με την ανάκληση της Ελληνικής Μεραρχίας, κατόπιν του τουρκικού τελεσιγράφου, αποθωρακίστηκε και απογυμνώθηκε αμυντικά η Κύπρος, ενώ προλειάνθηκε και συν τω χρόνω άνοιξε διάπλατα δρόμος για τον αιμοσταγή Αττίλα.

Δεύτερο, η Ελλάδα υπέστη πρωτοφανή εθνική μείωση στην τρισχιλιόχρονη ιστορία της, αφού αποδέχθηκε τους ιταμούς τουρκικούς όρους, με τους οποίους ανέτρεπε την πολιτική της στο Κυπριακό και εισήγε νέα επιζήμια δεδομένα στο εθνικό θέμα.

Τρίτο, η πίστη των Ελλήνων Κυπρίων στην Ένωση, που τόσο είχε δοκιμασθεί, υφίστατο ακόμη ένα πλήγμα, συνεπεία της εγκατάλειψης της ιδιαίτερης πατρίδας τους από τη Μητέρα Ελλάδα.

Για την έναρξη των περιπολιών η Κυβέρνηση είχε συνεχή επαφή με τα Ηνωμένα Έθνη. Ο αρχηγός της ΑΣΔΑΚ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αμύνης Κύπρου), στρατηγός Γρίβας, όμως, που είχε άλλη άποψη, είχε αναφέρει στον Μακάριο ότι οι περιπολίες στα τουρκικά χωριά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αστυνομίας. Για την αποτροπή μάλιστα μιας τέτοιας ενέργειας, που θα έφερνε την Εθνική Φρουρά προ τετελεσμένου γεγονότος, ο στρατηγός Γρίβας πρότεινε και πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, κατά την οποία επανέλαβε τις θέσεις του και τόνισε τις πολιτικές συνέπειες από την επέκταση μιας σύρραξης στην ευπαθή, όπως την χαρακτήρισε, αυτή περιοχή.

Μετά την επισήμανση των συνεπειών αυτών ο στρατηγός Γρίβας αποστέλλει στην Αθήνα τον διευθυντή του 2ου επιτελικού γραφείου, συνταγματάρχη Τσατσανίφο, να ενημερώσει την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας και να πάρει αυτή την τελική απόφαση. Ο Τσατσανίφος ενημερώνει την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία συμφωνεί με τον Μακάριο, για συμμετοχή της Εθνικής Φρουράς στις περιπολίες. Επιστρέφει στην Κύπρο και ενημερώνει τη στρατιωτική ηγεσία, οπότε το επιτελείο ΑΣΔΑΚ-Εθνικής Φρουράς καταρτίζει το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΓΡΟΝΘΟΣ» και ενημερώνει σχετικά τη στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας.

Κατά τις επιχειρήσεις οι Τούρκοι κάμφθηκαν μπροστά στην υπεροπλία των Ελλήνων.

Για τις επιχειρήσεις στην Κοφίνου εγείρονται πολλά και σοβαρά ερωτήματα, τα οποία παραμένουν ακόμη αναπάντητα από όσους έχουν ασχοληθεί με το θέμα, που αποτελεί καμπή στην ιστορία του Κυπριακού. Ο Σπύρος Παπαγεωργίου, που ασχολήθηκε επανειλημμένα με το θέμα, παρατηρεί: «Η ιστορική αλήθεια είναι ότι, μόλις στις παραμονές της μεγάλης αυτής κρίσεως, ομολογείτο με απελπισία από τον Ντενκτάς ότι η Ένωση ήταν πια γεγονός. Και αυτά δεν τα έλεγε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης μόνος όταν τελούσε υπό την πίεση της ανάκρισης. Ευθύς μόλις αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στην Τουρκία, τα ίδια ακριβώς έλεγε. Οι τουρκικές εφημερίδες της 14ης Νοεμβρίου (1967), δηλαδή της προτεραίας των επιχειρήσεων, δημοσίευαν εκτενείς δηλώσεις του απελθόντος στην Άγκυρα Ντενκτάς, ο οποίος ιδιαίτερα τόνισε ότι: ‘‘Σήμερα στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε στρατιωτική Ένωση με την Ελλάδα. Την Κύπρο διοικεί ελληνικός στρατός εξαρτώμενος από το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο’’».

Οι δηλώσεις αυτές του Ντενκτάς κρίθηκαν από πολλούς ομοεθνείς του ότι μαρτυρούν ηττοπάθεια. Η «Ανταλέτ» (16.11.67), σε άρθρο υπό τον τίτλο «Ο Ραούφ Ντενκτάς πρέπει να παραιτηθεί», έγραφε ότι αυτός «απέδειξε την ανικανότητά του και τώρα θέλει να ρίξει το σφάλμα του στην κυβέρνηση, οι δε δηλώσεις του, ότι η Κύπρος βρίσκεται κάτω από ελληνική κατοχή, κατέπληξαν τους πάντες». Η «Ντουνιά» της ίδιας μέρας, απευθυνόμενη σ’ αυτόν, έγραφε: «Αξιότιμε κ. Ντενκτάς, είσθε ένας ανεύθυνος, διότι αν είστε τόσο ανυπόμονος να πολεμήσετε, έπρεπε να είχατε παραμείνει με τους μαχητές στην Κύπρο όταν εκεί υπήρχε αγώνας».

Στο επόμενο: Το τουρκικό τελεσίγραφο, η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, η ανάκληση του Γρίβα και η έκθεση του στρατηγού για τα γεγονότα.