Κυπριακό

Διπλό τουρκικό βέτο στις πρωτοβουλίες του Προέδρου

Πώς η τουρκική πλευρά θέλει πλειοψηφία πληθυσμού και εδάφους μέσω της ΕΕ -Το τουρκικό έγγραφο χωριστής ένταξης στη βάση του πρωτογενούς δικαίου, οι διχοτομικές συγκλίσεις και η λογική της επανενσωμάτωσης

Διπλό «τουρκικό βέτο» ασκείται στις προσπάθειες του Προέδρου της Δημοκρατίας για την επανέναρξη των συνομιλιών και την ενεργότερη εμπλοκή της ΕΕ. Τόσο ο Ερσίν Τατάρ όσο και η Άγκυρα ουδόλως επιθυμούν την επανέναρξη των συνομιλιών, εκτός και αν γίνει δεκτή η αλλαγή της βάσης τους, στη λογική της ισότιμης κυριαρχίας, γεγονός που δυσκολεύει όχι μόνο τις προσπάθειες του Προέδρου, αλλά και των Ην. Εθνών προκειμένου να δημιουργηθεί θετικό κλίμα. Πρόσθετα, η τουρκική πλευρά δεν ευνοεί τον διορισμό διαμεσολαβητή από την ΕΕ στο Κυπριακό, διότι ουδόλως επιθυμεί, για δικούς της λόγους, ένα αναβαθμισμένο ρόλο των Βρυξελλών.

Το πρωτόκολλο 10 και συγκλίσεις

Σύμφωνα με διπλωματικές πληροφορίες, η Άγκυρα εκτιμά ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διαθέτει εντός της ΕΕ πλεονέκτημα ως κράτος-μέλος και ότι θα ήταν δυνατό, εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά υιοθετήσει μια διεκδικητική πολιτική, να κριθούν κάποιες από τις συγκλίσεις ή και άλλες νέες τουρκικές επιδιώξεις ως ασύμβατες με τις αρχές και αξίες της ΕΕ. Κλασικό παράδειγμα, όπως τονίζεται, είναι η προσπάθεια της τουρκικής πλευράς όπως γίνει τροποποίηση του πρωτοκόλλου 10 ή ακόμη και αντικατάστασή του, διότι με την υφιστάμενή του μορφή τονίζει ρητώς ότι εντάχθηκε ολόκληρη η Κυπριακή Δημοκρατία επί τη βάσει του υφιστάμενου Συντάγματος ως ενιαίο κράτος στην ΕΕ.

Τουρκικό έγγραφο και χωριστή ένταξη

Συναφές επί των τουρκικών επιδιώξεων είναι σχετικό έγγραφο, το οποίο η τουρκοκυπριακή πλευρά παρουσίασε το 2016, κατά τη διάρκεια επαφών της με τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Επί τη βάσει του εν λόγω εγγράφου, ούτε λίγο ούτε πολύ, η τουρκοκυπριακή αντιπροσωπία επεδίωκε μία μορφή χωριστής ένταξης του τουρκοκυπριακού συνιστώντας κράτους εντός της ΕΕ σε περίπτωση λύσης. Οι Βρετανοί, μάλιστα, υποβοηθώντας την τουρκική πλευρά, είχαν φέρει ως παράδειγμα την περίπτωση των Aland Islands, τα οποία έχουν Σουηδούς κατοίκους, αλλά ανήκουν στη Φινλανδία και είχαν προχωρήσει σε χωριστό δημοψήφισμα με ειδική συμφωνία για την ένταξή τους στην ΕΕ, με καθεστώς που προστατεύει και τον σουηδικό χαρακτήρα των νησιών και την ιδιοκτησία τους, επιβάλλοντας απαγορεύσεις στην αγορά γης και στην εγκατάσταση επί των Νήσων Ώλαντ σε πολίτες της ΕΕ. Υπάρχει, δηλαδή, απόκλιση από τις αρχές της ΕΕ, που έχουν καταστεί τμήμα του κεκτημένου ως πρωτογενές δίκαιο. Εντάχθηκε δηλαδή η Φινλανδία με τα Νησιά Ώλαντ στην επικράτειά της, αλλά με χωριστούς κανόνες και καθεστώς προστασίας για να μη χάσουν τον σουηδικό χαρακτήρα τους.

Διπλή πλειοψηφία

Επί τη βάσει αυτής της λογικής και αυτού του μοντέλου, δηλαδή των Νήσων Ώλαντ, η τουρκική πλευρά επιδιώκει όπως κατοχυρωθεί άπαξ και διά παντός ότι το βόρειο τμήμα της Κύπρου θα κατοικείται εσαεί από το τουρκικό στοιχείο και ότι θα απαγορεύεται η αγορά ιδιοκτησίας από ξένους και δη από Έλληνες, για να μην μπορεί να αλλοιωθεί ούτε ο πληθυσμός ούτε το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Πρόκειται, δηλαδή, για φόρμουλα σαφούς διχοτόμησης, που θα κατοχυρώνει την τουρκοποίηση του βορρά εσαεί με τη σφραγίδα της ΕΕ στην πρακτική εφαρμογή του πρωτογενούς δικαίου, κατά τρόπον ώστε το νέο πολιτειακό σύστημα, το οποίο θα προκύπτει από τη διευθέτηση, να μη συνιστά συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το αντίθετο, θα την διαλύει και θα την αντικαθιστά με δύο συνιστώντα κράτη, ανεξαρτήτως εάν θα ονομάζεται το πολιτειακό σύστημα ομοσπονδία ή συνομοσπονδία. Και αυτό προκύπτει, εκτός των άλλων, από τις γνωστές δύο συγκλίσεις. Η μία είναι αυτή που καθορίζει ότι όσοι Ελληνοκύπριοι θα επιθυμούν να επιστρέψουν στον βορρά μετά τη «λύση» -και τους επιτραπεί να το πράξουν στη βάση ποσοστώσεων- δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου στις εθνικές εκλογές. Και εφόσον το δικαίωμα ψήφου είναι αυθύπαρκτο με την πατρίδα και δεν θα έχουμε ψήφο στον βορρά, ασχέτως εάν ζούμε εκεί, θα πρόκειται στην ουσία για άλλο κράτος. Η σχέση μας με τον βορρά θα είναι όπως με τη Γερμανία ή και χειρότερα. Γιατί; Διότι αντί των αρχών και αξιών της ΕΕ θα εφαρμοστεί το Οθωμανικό Δίκαιο.

Το Οθωμανικό Δίκαιο

Επί τη βάσει των συγκλίσεων, θα υπάρχουν τρεις ιθαγένειες. Μία κοινή και δύο εσωτερικές, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή. Δηλαδή, μία για κάθε κρατίδιο. Δικαίωμα ψήφου στον βορρά θα έχουν μόνον όσοι είναι κάτοχοι της τουρκοκυπριακής εσωτερικής ιθαγένειας. Συνεπώς, εάν ένας Ελληνοκύπριος επιθυμεί να έχει δικαίωμα ψήφου και είναι μόνιμος κάτοικος βορρά, θα πρέπει να αποποιηθεί την ελληνοκυπριακή εσωτερική ιθαγένεια και να αιτηθεί από τις «αρχές» του σημερινού ψευδοκράτους και αυριανού τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους, όπως του δοθεί η τουρκοκυπριακή εσωτερική ιθαγένεια. Εάν εγκριθεί, τότε θα γίνει από Έλληνας Τούρκος, διότι δεν θα δύναται να έχει δύο εσωτερικές ιθαγένειες. Μόνο έτσι θα μπορεί να έχει δικαίωμα ψήφου. Πρόκειται, δηλαδή, για ό,τι συνέβαινε την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν το δικαίωμα ψήφου ανήκε μόνο στους Οθωμανούς, οπότε, εάν ένας Χριστιανός ήθελε να έχει δικαίωμα ψήφου έπρεπε να γίνει Οθωμανός, δηλαδή Τούρκος. Γίνεται αντιληπτό ότι η λεγόμενη μία διεθνής ιθαγένεια διχοτομείται μεταξύ δύο εσωτερικών, και η καθεμιά από τις εσωτερικές ιθαγένειες καθορίζει κατά ρατσιστικό τρόπο το δικαίωμα της ψήφου. Διότι η διάκριση δεν έχει γεωγραφικό, αλλά εθνολογικό χαρακτήρα και στόχο να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα της εισβολής και την τουρκοποίηση του βορρά.

Η διχοτομική αρχή του Ανάν

Βεβαίως η διαδικασία αυτή ουδόλως συνάδει, όπως ελέχθη, με τον θεσμό του ετεροδημότη, που σημαίνει το εξής: Κατοικώ μεν στην Κερύνεια, αλλά έχω δικαίωμα ψήφου στο χωριό μου στον νότο, στην επαρχία Πάφου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εν λόγω σύγκλιση δεν αφήνει επιλογή στον πολίτη πού θα επιλέξει να ψηφίζει, αλλά θα του αφαιρεί την ψήφο στον βορρά λόγω της ελληνικής εθνικής του καταγωγής και εσωτερικής ιθαγένειας. Η επιλογή που μας αφήνεται για να έχουμε δικαίωμα ψήφου στον βορρά είναι να μετατραπούμε από Έλληνες σε Τούρκους! Αυτά τα στοιχεία των συγκλίσεων δεν είναι υπό διαπραγμάτευση, αλλά έχουν ήδη αποφασιστεί.

Προστίθεται, δε, στα ανωτέρω η περίπτωση του κατάλοιπου εξουσίας, για το οποίο πριν από το σχέδιο Ανάν, η παραχώρησή του στα συνιστώντα κρατίδια αντί στην κεντρική εξουσία εθεωρείτο ως εργαλείο διχοτόμησης. Μετά το Σχέδιο Ανάν και τη συνέχιση των συνομιλιών, έγινε αποδεκτό στο πλαίσιο των συγκλίσεων ό,τι ανέφερε το Σχέδιο Ανάν. Ότι, δηλαδή, το κατάλοιπο της εξουσίας θα ανήκει στα κρατίδια και όχι στην οποία κεντρική εξουσία, που σημαίνει τη δυνατότητα παραγωγής πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή χωριστή άσκηση κυριαρχίας σε τομείς, οι οποίοι δεν ρυθμίζονται από την κεντρική εξουσία.

Το έγγραφο Ντενκτάς στον ΟΗΕ

Η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί τις συγκλίσεις σε συνδυασμό με τη συμφωνία Αναστασιάδη - Έρογλου, η οποία αναφέρει ότι η εξουσία, δηλαδή η κυριαρχία, θα πηγάζει εξίσου από τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά σε έναν ενιαίο λαό. Το γεγονός αυτό προσφέρει τη δυνατότητα τόσο στην Άγκυρα όσο και στον Τατάρ, όπως το είχε πράξει και ο Ακιντζί, να ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί δύο λαών, οι οποίοι, μάλιστα, θα εγκαθιδρύσουν το νέο πολιτειακό σύστημα μέσα από χωριστά δημοψηφίσματα στη βάση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, το οποίο δεν παραχωρείται σε Κοινότητες αλλά σε λαούς. Παλαιότερα, μάλιστα, ο Ραούφ Ντενκτάς είχε καταθέσει σχετικό ερμηνευτικό έγγραφο στον ΟΗΕ περί της συσχέτισης των χωριστών δημοψηφισμάτων με τα χωριστά δικαιώματα αυτοδιαθέσεως. Και αυτό το έπραξε για να αποδείξει ότι η διαδικασία των χωριστών δημοψηφισμάτων οδηγούσε στην κατοχύρωση των δύο λαών και των χωριστών κυριαρχιών. Επί τη βάσει αυτών των δεδομένων είναι που έρχεται η τουρκική πλευρά για να προχωρήσει ένα βήμα παρακάτω, συνδέοντας την πολιτική ισότητα με την ισότιμη κυριαρχία, η οποία ετέθη, μαζί με την ομοσπονδία, ως βάση λύσης του Κυπριακού από τον Μπουλέντ Ετζεβίτ τον Φεβρουάριο του 1974. Τότε ο Μακάριος και τα κόμματα της εποχής, μεταξύ των οποίων και το ΑΚΕΛ, απέρριψαν την ισότιμη κυριαρχία και την ομοσπονδία ως διχοτόμηση.

Η προσπάθεια του Προέδρου και όροι εντολής

Ο Πρόεδρος κατά τις επαφές του ενόψει της Συνόδου Κορυφής στις 23 Μαρτίου θα επιδιώξει, όπως δηλώνει, την έναρξη επαφών για τον διορισμό μεσολαβητή από την ΕΕ στο Κυπριακό, παρά το γεγονός ότι η τουρκική πλευρά είναι επί τούτου αρνητική. Και το ερώτημα που εγείρεται έχει ως εξής: Πώς θα διοριστεί διαμεσολαβητής όταν δεν γίνεται δεκτός από την Άγκυρα και την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα; Αλλά κι αν γίνει δεκτός ή αν διοριστεί από την ΕΕ, παρά τις όποιες ενστάσεις που ομοιάζουν με οιονεί τουρκικό βέτο, ποιοι θα είναι οι όροι εντολής του; Θα είναι η προώθηση των ανωτέρω συγκλίσεων μέχρι το τελευταίο μίλι της λύσης για ένα νέο Κραν Μοντάνα ή θα είναι η κατοχύρωση των αρχών και αξιών της ΕΕ σε μία δημοκρατική λύση, που δεν θα είναι διχοτομική και δεν θα διαλύει την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά θα επανενσωματώνει τα εδάφη και τους Τουρκοκύπριους σε αυτήν, όπως το πρωτόκολλο 10 καθορίζει; Τι ακριβώς καθορίζει το πρωτόκολλο 10; Ότι στην ΕΕ εντάχθηκε ολόκληρη η Κύπρος, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία, με αναστολή του κεκτημένου στο βόρειο τμήμα λόγω της υφιστάμενης κατάστασης, δηλαδή της κατοχής. Η δε εφαρμογή του κεκτημένου μπορεί να γίνει με ομοφωνία. Ουδόλως, δηλαδή, μπορεί να εφαρμοστεί το κεκτημένο στον βορρά χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άρα, λοιπόν, το ερώτημα είναι εάν θα εφαρμοστεί το πρωτόκολλο 10 ως έχει ή εάν θα αλλοιωθεί, όπως η τουρκική πλευρά επιδιώκει, για να κατοχυρωθεί ο εσαεί τουρκικός χαρακτήρας του βορρά πληθυσμιακά και εδαφικά.

Η εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης

Πέραν τούτων, υπάρχει άλλο ένα ζήτημα. Ο Πρόεδρος αναφέρεται σε ενεργότερη εμπλοκή της ΕΕ, σε συνεργασία με τον ΟΗΕ. Και προβάλλεται η διασύνδεση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και της αναβαθμισμένης τελωνειακής ένωσης με τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. Για να προχωρήσουμε στη λεγόμενη διαπραγμάτευση για την αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση θα πρέπει η Τουρκία να εφαρμόσει την υφιστάμενη τελωνειακή ένωση. Άρα σημαίνει ότι η εφαρμογή της υφιστάμενης τελωνειακής ένωσης συνιστά πρόκριμα για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση επί της αναβαθμισμένης τελωνειακής ένωσης. Είναι, δε, πρόδηλον ότι η εφαρμογή της υφιστάμενης τελωνειακής ένωσης σημαίνει άρση του εμπάργκο που η Τουρκία επιβάλλει στην εισαγωγή προϊόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και στα πλοία και στα αεροπλάνα της. Οφείλει, δηλαδή, η Άγκυρα να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στην ουσία, καλείται να προχωρήσει στην αποδοχή (acknowledgement) της Κυπριακής Δημοκρατίας και εν συνεχεία στην αναγνώρισή της, όπως η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005 καθορίζει. Αλλιώς, δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσουμε σε συζήτηση για αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση εάν η Τουρκία δεν εφαρμόσει την υφιστάμενη. Γιατί; Διότι, εάν της επιτρέψουμε να υιοθετήσει την πεπατημένη, αυτό θα σημαίνει ότι: 1) Όπως η Άγκυρα δεν εφάρμοσε την υφιστάμενη τελωνειακή ένωση, δεν θα εφαρμόσει ούτε την αναβαθμισμένη με την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία θα συνεχίζει να αγνοεί και να μην αναγνωρίζει. 2) Η Τουρκία θα συνεχίσει να αξιώνει αλλαγή της βάσης των συνομιλιών και λύση στη βάση της ισότιμης κυριαρχίας και των δύο κρατών.

Το δικαίωμα του λαού…

Ερώτημα τώρα: Προς τα πού θα στρέφεται η προσπάθεια ενεργότερης εμπλοκής της ΕΕ, εάν αυτή λάβει, τελικά, σάρκα και οστά; Στόχος της θα είναι η επανενσωμάτωση των κατεχομένων στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και των Τουρκοκυπρίων ή θα είναι η συνέχεια των συγκλίσεων για νέο Κράν Μοντανά, που θα οδηγεί σε μία συγκαλυμμένη ή ακάλυπτη διχοτόμηση ως το προηγούμενο στάδιο της πλήρους τουρκοποίησης; Δεν θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα αυτά τα πράγματα για να μη βρεθούμε ενώπιον νέων αποτυχιών και αδιεξόδων;