Αναλύσεις

Η επιχείρηση «Αττίλας Δύο»

Η δεύτερη φάση της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974 ήταν προμελετημένη από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάπαυση του πυρός για ν’ αποβιβάσουν ανενόχλητα στην Κύπρο μεγάλες δυνάμεις στρατού και πολεμικό υλικό

Μέρος Γ’

Η δεύτερη φάση της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974 ήταν προμελετημένη από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάπαυση του πυρός από τις 22 Ιουλίου μέχρι τις 14 Αυγούστου για ν’ αποβιβάσουν ανενόχλητα στην Κύπρο μεγάλες δυνάμεις στρατού και πολεμικό υλικό, ενώ είχε αρχίσει από τις 25 Ιουλίου στη Γενεύη Διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία. Την Ελλάδα αντιπροσώπευσε ο Υπουργός Εξωτερικών Γ. Μαύρος, την Τουρκία ο Υπουργός των Εξωτερικών Γκιουνές και τη Βρετανία ο επίσης Υπουργός Εξωτερικών Κάλαχαν. Η διάσκεψη, που συνεχίστηκε μέχρι τις 30 Ιουλίου, σημείωσε κάποια πρόοδο που επιβεβαιώθηκε και από επίσημο ανακοινωθέν των τριών υπουργών. Στις 28, όμως, του μήνα η ελληνική πλευρά και συγκεκριμένα ο Κ. Καραμανλής κατήγγειλε με μήνυμά του στον Ετζεβίτ τις τουρκικές ενέργειες, αποκρούοντας ταυτόχρονα και πρόταση του Τούρκου Πρωθυπουργού να συναντηθούν, θέτοντας όρους για να γίνει η συνάντησή τους.

Η διάσκεψη επανέλαβε τις εργασίες της με τη συμμετοχή του Γλαύκου Κληρίδη ως εκπροσώπου της ελληνοκυπριακής πλευράς και του Ραούφ Ντενκτάς ως εκπροσώπου της τουρκοκυπριακής πλευράς. Οι τουρκικές, όμως, ενέργειες, που παραβίαζαν την εκεχειρία, είχαν προκαλέσει τη δυσπιστία και ανησυχίες στην ελληνική Κυβέρνηση, η οποία όφειλε να εξετάσει το ενδεχόμενο νέων εχθροπραξιών και στις 3, 13 και 14 Αυγούστου. Ο Καραμανλής συγκάλεσε απανωτές συσκέψεις με τη στρατιωτική ηγεσία κα τους αρμόδιους υπουργούς. Κατά τις συσκέψεις αυτές, αναφέρει ο Καραμανλής στην επιστολή του για τον Φάκελο της Κύπρου, «διεπιστώθη η πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κύπρο, καθώς και ευρύτερης αναμετρήσεως με την Τουρκία».

Τελικά, η διάσκεψη της Γενεύης κατέρρευσε λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας και της φιλοτουρκικής στάσης Κίσινγκερ - Κάλαχαν και χαράματα της 14ης Αυγούστου ο Γκιουνές με το κωδικό μήνυμα «Η Αϊσιέ πάει διακοπές» άναβε το πράσινο στον Αττίλα για την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής. Η Κύπρος κατήγγειλε την παραβίαση της εκεχειρίας και την έναρξη νέων τουρκικών πολεμικών επιχειρήσεων στην Κύπρο, αλλά οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να προελαύνουν. Και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εδέησε στις 16 Αυγούστου να καλέσει τα εμπόλεμα μέρη σε κατάπαυση του πυρός, με την ακόλουθη απόφαση:

«Το Συμβούλιο Ασφαλείας, υπενθυμίζοντας τις αποφάσεις του 353 (1974), 354 (1974),

»Σημειώνοντας ότι όλα τα κράτη διακήρυξαν τον σεβασμό τους στην κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου,

»Ανησυχεί βαθιά για τη χειροτέρευση της κατάστασης στην Κύπρο, που οφείλεται στη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, που αποτελούν πιο σοβαρό κίνδυνο για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

»1. Σημειώνει την προηγούμενη αποδοκιμασία του για τις μονομερείς στρατιωτικές ενέργειες κατά της Δημοκρατίας της Κύπρου.

»2. Ενθαρρύνει τις πλευρές να συμμορφωθούν με όλους τους όρους των προηγούμενων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την υποχρέωση, από τη Δημοκρατία της Κύπρου, χωρίς καθυστέρηση, του ξένου στρατιωτικού προσωπικού, που βρίσκεται χωρίς να προβλέπεται από τις διεθνείς συμφωνίες.

»3. Ενθαρρύνει τις πλευρές να ξαναρχίσουν, χωρίς καθυστέρηση, σε ατμόσφαιρα εποικοδομητικής συνεργασίας, τις διαπραγματεύσεις που αναφέρονται στην απόφαση 353 (1974), των οποίων η έκβαση δεν θα απειλείτο ή θα ήταν προκατειλημμένη από την απόκτηση πλεονεκτημάτων, που θα ερχόταν από στρατιωτική επιχείρηση.

»4. Παρακαλεί τον Γενικό Γραμματέα να του αναφέρει ό,τι είναι απαραίτητο, για τη δυνατή υιοθέτηση και άλλων σχεδιαζόμενων μέτρων, ώστε να προωθήσει την αποκατάσταση των ειρηνευτικών συνθηκών.

»5. Αποφασίζει να παρακολουθεί μόνιμα την υπόθεση και να συνέλθει σε οποιαδήποτε στιγμή. Για να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εξέλιξη της κατάστασης».

h0505300.jpg

Ο συσχετισμός δυνάμεων

Κατά την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν:

Έλληνες: Εθνική φρουρά και ΕΛΔΥΚ με 11 χιλιάδες περίπου άντρες και ελάχιστα πολεμικά μέσα:

- 11 παλαιά ρωσικά άρματα Τ-34.

- 70 πυροβόλα.

Το σύνολο των επιτιθέμενων τουρκικών δυνάμεων ήταν:

- Διοίκηση Σώματος Στρατού.

- 2 Μεραρχίες Πεζικού.

- 3 Ταξιαρχίες Ειδικών Δυνάμεων (Αλεξιπτωτιστών και Καταδρομέων).

- 220 Άρματα.

- 200 Τεθωρακισμένα.

- 120 Πυροβόλα.

- Ελικόπτερα.

- Σημαντικός αριθμός αντιαεροπορικών και αντιαρματικών όπλων.

Όπως δείχνουν οι αριθμοί, η κατάσταση ήταν τραγική για την Κύπρο, που αγωνιζόταν σχεδόν άοπλη, με ελάχιστους στρατιώτες, εναντίον του μεγαλύτερου στρατού της Ευρώπης, που, εκτός των άλλων, διέθετε πληθώρα υπερσύγχρονων πολεμικών μέσων. Η Κύπρος καιγόταν, αναμένοντας βοήθεια, που, δυστυχώς, δεν έμελλε να έρθει. Στην Αθήνα, πολιτικοστρατιωτικές συσκέψεις επί συσκέψεων για την αποστολή βοήθειας δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Σ’ ερωτήσεις του Καραμανλή, για την ετοιμασία ισχυρής Μεραρχίας, οι ηγέτες των ενόπλων δυνάμεων ήταν αρνητικοί. Όλοι επικαλούνταν την απόσταση Ελλάδας - Κύπρου και το πλεονέκτημα των Τούρκων, που είχαν ήδη αποβιβάσει ισχυρές δυνάμεις πεζικού, αρμάτων-τεθωρακισμένων και πυροβολικού. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Υπουργού Άμυνας, Ε. Αβέρωφ, για τη σύσκεψή του με τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων στις 13 Αυγούστου: «Ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων (στρατηγός Μπονάνος) δήλωσε ότι, η υπό τον στρατηγό Καραγιάννη, Εθνική Φρουρά, ήταν ανέφικτο να προτάξει αποτελεσματική άμυνα, λόγω υπερτέρων εν παντί τουρκικών δυνάμεων. Άμυνα μέχρι εσχάτων ουδέν ουσιαστικόν όφελος θα απέφερε, αλλά αντιθέτως θα προεκάλει άσκοπον θυσίαν προσωπικού, δεδομένου ότι, αι εν Κύπρω τουρκικαί στρατιωτικαί δυνάμεις έχουν δυνατότητα επιτεύξεως αντικειμενικού σκοπού των, παρά την οποιανδήποτε αντίστασιν των εκεί ευρισκομένων ελληνικών Δυνάμεων.

»Εκ παραλλήλου, αποστολή ενισχύσεων τεχνικώς είναι αδύνατος, πλην προσωπικού εφοδιασμένου με ελαφρά όπλα, βοήθεια, όμως, η οποία δεν μεταβάλλει την κατάστασιν από πλευράς συγκρίσεως δυνάμεών μας, δεν θα εβελτίωνε….».

Ούτε όμως και αυτή η αποστολή προσωπικού με ελαφρά όπλα δεν αποφασίστηκε και δεν διατάχθηκε από τους στρατιωτικούς ηγέτες, με την ανοχή και την κάλυψη του Υπουργού Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ. Με τις εκτιμήσεις του Μπονάνου συμφώνησαν και οι αρχηγοί των Τριών Όπλων, οπότε συμπερασματικά διαπιστώθηκε ότι, η μόνη στρατιωτικά εφικτή ενέργεια για την Εθνική Φρουρά, ήταν η υποχωρητική άμυνα με επαφή με τον εχθρό, για την αποτροπή εγκλωβισμού φιλίων δυνάμεων. Σε όλες τις στρατιωτικοπολιτικές συσκέψεις υπό τον Καραμανλή οι αποφάσεις ήταν το ίδιο τραγικές για την Κύπρο: Καμιά ουσιαστική βοήθεια. Οι ανάξιοι στρατιωτικοί ηγέτες, αυτοί που έκαμαν το πραξικόπημα και ανέτρεψαν τον Μακάριο, δήλωναν τώρα ότι: «Άμυνα στην Κύπρο, έστω και δι’ αποστολής ενισχύσεων, θα οδήγει εις άσκοπον θυσίαν ημετέρων μονάδων, πιθανήν εξώθησιν των Τούρκων εις ανάληψιν ευρύτερων επιχειρήσεων καταλήψεως ακόμη και ολοκλήρου της Κύπρου και αμφίβολα διά την τιμήν των όπλων αποτελέσματα, δεδομένου ότι εξόντωσις των δυνάμεών μας δέον να θεωρείται βεβαία…».

Ο Αβέρωφ ανέφερε τότε στους στρατιωτικούς ηγέτες ότι ο Καραμανλής επιθυμούσε να γνωρίζει, εάν και κατά πόσο είναι δυνατή άμυνα στην Κύπρο των ελληνικών δυνάμεων διάρκειας, έστω, 48 ωρών, αλλά και πάλι η απάντηση των στρατιωτικών ηγετών ήταν αρνητική.

Από τα επίσημα έγγραφα και τις καταθέσεις - υπομνήματα στην Επιτροπή της Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου εγείρονται πολλά ερωτήματα για τη στάση του Υπουργού Άμυνας Ε. Αβέρωφ στην τελική απόφαση να μη σταλεί καμιά βοήθεια στην Κύπρο, ενώ η Εθνική Φρουρά έδινε μόνη και αβοήθητη αγώνα μέχρι εσχάτων για την τιμή των όπλων. Συγκεκριμένα:

α) Απέτρεψε την εφαρμογή του σχεδίου δράσης που πρότεινε ο Καραμανλής και δεν ανέλαβαν οι στρατιωτικοί άμεση δράση εναντίον του εισβολέα την αυγή της 14ης Αυγούστου. Στη βάση του σχεδίου που πρότεινε ο Καραμανλής.

β) Απέτρεψε δεύτερη απόφαση του Καραμανλή για τη συγκρότηση και αποστολή Μεραρχίας στην Κύπρο.

γ) Αποδέχθηκε την τακτική που ακολούθησε το ΓΕΕΦ ( στρατηγός Ευθύμιος Καραγιάννης), στην αντιμετώπιση της τουρκικής προέλασης, δηλαδή της υποχωρητικής κίνησης με διατήρηση επαφής με τον εχθρό, προς αποφυγή εγκλωβισμού δυνάμεων, όπως είχαν προτείνει οι στρατιωτικοί.

Αντίθετα με την επικρατήσασα άποψη, περί πραγματικής αδυναμίας αποστολής δυνάμεων για την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς, υπάρχουν τα τρία ακόλουθα περιστατικά, που καταμαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας. Τα περιστατικά αυτά είναι:

α) Η αποστολή της στρατιωτικής δύναμης με τα μεταγωγικά «Α/Φ ΝΟΡΑΤΛΑΣ».

β) Η βεβαιωμένη από έγγραφα και μαρτυρίες αποστολή πυρομαχικών στην κρίσιμη αυτή περίοδο με αεροσκάφη της «Ολυμπιακής».

Η στάση της στρατιωτικής ηγεσίας

Οι μόνοι που επηρέασαν αρνητικά τον Αβέρωφ ήταν οι τέσσερεις ηγέτες των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης και Παπανικολάου, δηλαδή αυτοί που διέταξαν το πραξικόπημα και άφησαν την Κύπρο αφύλακτη, ενώ γνώριζαν ότι η 39η τουρκική Μεραρχία προετοιμαζόταν από καιρό και περίμενε ν’ αδράξει την ευκαιρία για να εισβάλει στο νησί μας. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι οι τέσσερεις δεν αποστρατεύτηκα αμέσως. Καλύφθηκαν από τον Αβέρωφ, ο οποίος, ως Υπουργός Άμυνας, απέφυγε να εισηγηθεί στον Πρωθυπουργό Καραμανλή την αποστράτευσή τους, ενώ γνώριζε καλύτερα από όλους ότι αυτοί βαρύνονταν για το πραξικόπημα και την επιτυχία της τουρκικής εισβολής. Επίσης γνώριζε ο κ. Αβέρωφ ότι αυτοί ευθύνονταν για την καθυστέρηση συγκρότησης Μεραρχίας, που είχε διατάξει ο Καραμανλής για να σταλεί στην Κύπρο, μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία. Η Μεραρχία ήταν έτοιμη στην Κρήτη στις 19 Αυγούστου, όταν η επιχείρηση Αττίλας ΙΙ είχε πια συντελεσθεί με την κατάληψη περίπου 38% του κυπριακού εδάφους.

Συμπερασματικά, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις στον Φάκελο της Κύπρου και τις αναλύσεις στρατιωτικοπολεμικών αναλυτών, ακεραία την ευθύνη για την τραγωδία της Κύπρου, τόσο για την πρώτη, όσο και τη δεύτερη φάση της εισβολής, φέρουν οι δικτατορικές κυβερνήσεις της Ελλάδας και ιδιαίτερα οι Αρχηγοί Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας), διότι:

Διέταξαν την ανατροπή του Μακαρίου, χωρίς να πάρουν κανένα απολύτως μέτρο προστασίας της Κύπρου πριν και μετά την εισβολή. Την άφησαν ανοχύρωτη, εύκολη λεία στον Αττίλα. Παρέμεναν οι χουντικοί στρατιωτικοί ηγέτες απαθείς και ανάλγητοι, όταν η Εθνική Φρουρά και οι κυπριακές κυβερνήσεις Σαμψών και Κληρίδη με αναφορές τους ζητούσαν επειγόντως αποστολή ενισχύσεων, υλικού και αντιαρματικών όπλων. Συνειδητά και οι τέσσερεις έπεισαν τον Αβέρωφ ότι ήταν ανέφικτη η αποστολή ενισχύσεων και βαρέος πολεμικού υλικού στην Κύπρο και αυτός, ως Υπουργός Άμυνας, είτε συμφώνησε είτε ανέχθηκε τις θέσεις τους και κάλυψε την κωλυσιεργία τους στην εκτέλεση της εντολής του Καραμανλή στις 3 Αυγούστου για συγκρότηση Μεραρχίας, η οποία άρχισε ήδη να ετοιμάζεται με ευθύνη του στρατηγού Επιτήδειου. Ο Αβέρωφ ενημέρωσε τον Καραμανλή στις 29 Αυγούστου ότι η Μεραρχία ήταν έτοιμη στην Κρήτη. Δηλαδή, όταν ο Αττίλας ΙΙ είχε ήδη συμπληρώσει το έγκλημά του, με την κατοχή του 38%του κυπριακού εδάφους και τον διωγμό του ενός τρίτου του ελληνικού πληθυσμού από τις πατρογονικές του εστίες.

14.8 ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ.jpg

Ευθύνες Καραμανλή

Στον κατάλογο επιμερισμού των ευθυνών για τη δεύτερη φάση της εισβολής συγκαταλέγεται και ο Καραμανλής. Συγκεκριμένα, μέλος της Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου, ο βουλευτής Επικρατείας Ψαρουδάκης, σε φάκελο που κατέθεσε, μεταξύ άλλων αναφέρει και τις ακόλουθες ευθύνες του κ. Καραμανλή:

  1. Κάλυψε τον Αβέρωφ, που δεν εκτέλεσε τις αποφάσεις του για αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Κύπρο.
  2. Ο Καραμανλής όχι μόνο δεν έστειλε βοήθεια στις αγωνιζόμενες κυπριακές δυνάμεις, αλλά την απόφασή του να μη στείλει βοήθεια στις κυπριακές δυνάμεις την ανακοίνωσε με διάγγελμά του στις 15.8.74 από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο σε όλον τον κόσμο και φυσικά και στους εχθρούς της Κύπρου, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η αντίσταση της Εθνικής Φρουράς υπήρξε κατά τις δύο πρώτες ημέρες αξιοθαύμαστη. Αι μαχόμεναι, όμως, σκληρώς εθνικαί δυνάμεις δεν ήτο δυνατόν να ενισχυθούν από την Ελλάδα…», και παρακάτω: «Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις την Κύπρον καθίστατο αδύνατος, λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων…».

Η ομιλία αυτή του κ. Καραμανλή, που απεκάλυπτε στον εχθρό τα ελληνικά σχέδια, αποτελεί καθαρή προδοσία και γεννά σε βάρος του καταλυτικές και ποινικές ευθύνες: Σχετικά με τις ευθύνες αυτές η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει την εμπεριστατωμένη έκθεση του Αντιστράτηγου ε.α., Α. Σιαπκαρά, που είχε κατατεθεί στον Φάκελο. Όπως και η έκθεση αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί και στο θέμα της μη διώξεως των εγκλημάτων που διέπραξε η χουντική στρατιωτική ηγεσία, παράλειψη που γεννά μεγάλες ευθύνες και στον κ. Καραμανλή και στον κ. Αβέρωφ.

  1. Ο κ. Καραμανλής δεν προέβη, ως όφειλε, στην άμεση αντικατάσταση της ένοχης και ανάξιας χουντικής στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία είχε παραλείψει να θέσει σ’ εφαρμογή τα σχέδια αμύνης της Κύπρου και κυριολεκτικά άνοιξε τις πόρτες στον Αττίλα! Το επιχείρημα της δήθεν βίαιης αντίδρασης των χουντικών, των κ.κ. Καραμανλή-Αβέρωφ, διαψεύδεται από τα γεγονότα: Οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων ζητούν ν’ αναλάβουν ορισμένα υπουργεία, αλλά μόλις συναντούν την αντίρρηση των πολιτικών, αμέσως σπεύδουν να παραιτηθούν.
  2. Ο κ. Καραμανλής άφησε να περάσει άπρακτος και πολύτιμος χρόνος από 24-27/7 έως 17/8/74, κι αυτό, δήθεν, γιατί την Ελλάδα την δέσμευαν οι συμφωνίες, τη στιγμή που οι ίδιες συμφωνίες δεν εμπόδισαν την Τουρκία να μεταφέρει στην Κύπρο τον στρατό του Αττίλα ΙΙ. Τι εμπόδιζε, άλλωστε, η Ελλάδα στη Γενεύη να συζητά και στην Κύπρο να οχυρώνεται; Το ίδιο ένοχο είναι και το επιχείρημα ότι η βοήθεια δεν ήταν δυνατή, γιατί οι δυνάμεις μας έναντι των Τούρκων ήταν 1 προς 3, αφού η αναλογία αυτή του 3 προς ένα 1 είναι απαραίτητη σ’ αυτόν που ενεργεί την επίθεση κι όχι σ’ αυτόν που αμύνεται. Με τη λογική αυτή του ηττοπαθούς αυτού καραμανλικού επιχειρήματος, η ελληνικήΙστορία έπρεπε να ήταν τελείως διαφορετική και η Ελλάδα θα είχε σβήσει από τον χάρτη! Συμπερασματικά ο κ. Ψαρουδάκης επισημαίνει ότι όλα αυτά που επικαλείται για να δικαιολογήσει τη στάση του ο κ. Καραμανλής αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις τόσο του ιδίου, όσο του κ. Αβέρωφ και της περί αυτού στρατιωτικής ηγεσίας.

Η κατάπαυση του πυρός

Η κατάπαυση του πυρός αποφασίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 16 Αυγούστου, ενώ ο Αττίλας εξακολουθούσε να προελαύνει μέχρι που κατέλαβε ολόκληρη τη Μεσαορία, την Αμμόχωστο και την Καρπασία δυτικά και ανατολικά την πεδιάδα της Μόρφου, την πόλη της Μόρφου, τον Ξερό και τη Λεύκα, χωρίς να αντιμετωπίσει πουθενά αντίσταση από την Εθνική Φρουρά. Η Λεύκα, που είχε καταληφθεί στις 21 Ιουλίου από εθελοντές αγωνιστές και εφέδρους, και ο Ξερός εκκενώθηκαν στις 14 Αυγούστου με διαταγή του ΓΕΕΦ, χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός και παρά την έντονη αντίδραση των εθελοντών αγωνιστών και εφέδρων που υπηρετούσαν στην περιοχή.

Η στάση της Τουρκίας, που αρνήθηκε να συμμορφωθεί στην κατάπαυση του πυρός, ανάγκασε το Συμβούλιο Ασφαλείας να υιοθετήσει νέα απόφαση στις 30 Αυγούστου. Στη νέα αυτή απόφασή του το Σ. Ασφαλείας αναφέρεται στα ψηφίσματά του της 20ής και 23ης Ιουλίου και στις αποφάσεις του της 1ης και 16ης Αυγούστου, οι οποίες δεν είχαν γίνει σεβαστές από τους Τούρκους. Στην τελευταία απόφασή του για την Κύπρο το Συμβούλιο Ασφαλείας αναφέρει και τα εξής:

«1. Εκφράζει την εκτίμησή του στον Γ.Γ. για τον ρόλο που έπαιξε, ώστε ν΄ αρχίσουν συνομιλίες μεταξύ των αρχηγών των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο.

»2. Καλωσορίζει θερμά την εξέλιξη και καλεί όλους που λαμβάνουν μέρος στις συνομιλίες να τις συνεχίσουν ενεργά με τη βοήθεια του Γ. Γραμματέα και για τα συμφέροντα του κυπριακού λαού στο σύνολο.

»3. Καλεί όλες τις πλευρές να κάνουν ό,τι εξαρτάται από την ισχύ τους, για να ανακουφίσουν αυτούς που υποφέρουν, αν εξασφαλίσουν τον σεβασμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για κάθε άτομο και να απέχουν από κάθε πράξη, που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση.

»4. Εκφράζει το μεγάλο του ενδιαφέρον για την κατάσταση των προσφύγων και όλων των ατόμων που μετακινήθηκαν ως επακόλουθο της κατάστασης στην Κύπρο και ενθαρρύνει όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές, μαζί με τον Γ.Γ. να ψάξουν να βρουν ειρηνικές λύσεις στα προβλήματα των προσφύγων και να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την περίθαλψη κι ευημερία και να επιτρέψουν στα άτομα που επιθυμούν, να επιστρέψουν στα σπίτια τους με ασφάλεια.

»5. Παρακαλεί τον Γ. Γ. να υποβάλει, με πρώτη ευκαιρία, μια πλήρη έκθεση για την κατάσταση των προσφύγων και των άλλων ατόμων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 αυτής της απόφασης της κατάστασης.

»6. Επιπλέον παρακαλεί τον Γ. Γραμματέα να συνεχίσει να εφοδιάζει την ανθρωπιστική βοήθεια επείγουσας ανάγκης των Ηνωμένων Εθνών σε όλα τα τμήματα του πληθυσμού του νησιού, που έχουν ανάγκη αυτής της βοήθειας.

»7. Καλεί όλες τις πλευρές, σαν μια επίδειξη καλής πίστης, να αναλάβουν ατομικά και σε συνεργασία μεταξύ τους, όλα τα στάδια που μπορούν να προωθήσουν κατανοητές και επιτυχείς διαπραγματεύσεις.

»8. Επαναλαμβάνει κάλεσμά του σε όλες τις πλευρές να συνεργασθούν πλήρως με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ, που επιτελεί αυτό το έργο.

»9. Εκφράζει την πεποίθηση ότι η γρήγορη εκπλήρωση των όρων αυτής της Απόφασης θα βοηθήσει την εκτέλεση μιας ικανοποιητικής διευθέτησης στην Κύπρο».

αττιλας-2-1024x787.jpg

Η εισβολή πληρώθηκε με βαρύ τίμημα ελληνικού αίματος

Tελικά, οι Τούρκοι κατέπαυσαν το πυρ, αφού οριστικοποίησαν τις θέσεις τους στις αρχές Σεπτεμβρίου. Τα εδάφη που κατέλαβαν και κρατούν ακόμη με τη βία των όπλων αποτελούν το 37,5% του κυπριακού εδάφους. Η εισβολή του Αττίλα πληρώθηκε με βαρύ τίμημα ελληνικού αίματος. Από τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 30 Αυγούστου τα ανθρώπινα θύματα έφθασαν τους 397 νεκρούς και τους 1.169 τραυματίες.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το υπ’ αριθμόν 24319 σήμα του ΓΕΕΦ, (Πρώτο Επιτελικό Γραφείο) προς το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ/3η ΜΟΕ), οι απώλειες αναλύονται ως ακολούθως:

  1. Αξιωματικοί από την Ελλάδα: νεκροί 15-τραυματίες 26
  2. Οπλίτες από τη Ελλάδα: νεκροί 29- τραυματίες 32
  3. Αξιωματικοί από τη Κύπρο: νεκροί 40- τραυματίες 198
  4. Οπλίτες από την Κύπρο: νεκροί 269- τραυματίες 923
  5. Αξιωματικοί ΕΛΔΥΚ: νεκροί 3 τραυματίες 7
  6. Οπλίτες ΕΛΔΥΚ: νεκροί 41-τραυματίες 83.

Πέρα από τους νεκρούς και τους τραυματίες, σε 1.619 υπολογίζονται οι αγνοούμενοι.

Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και 83 αξιωματικοί και στρατιώτες από την Ελλάδα.