Αναλύσεις

Ο Αυγουστής Ευσταθίου ιστορεί… Η τελευταία απάντηση του Αυξεντίου στους Άγγλους όταν τον κάλεσαν να παραδοθεί

Οι τελευταίες στιγμές του ημίθεου, προτού πετάξει με τα φτερά της δόξας στην αθανασία

«”Αν τολμάτε, ελάτε πιο κοντά να ρίξετε τις βόμβες σας”. Αυτή ήταν η τελευταία απάντηση του Καπετάν Ζώτου, Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, στους πραιτωριανούς του Χάρντινγκ, που τον καλούσαν να βγει από το προδομένο κρησφύγετό του και να παραδοθεί… Και, ταυτόχρονα, με τα τελευταία του λόγια αντήχησε μια ριπή από το αυτόματο όπλο του. Ο Άγγλος στρατιώτης, που στεκόταν μπροστά στο στόμιο του κρησφυγέτου και φώναζε στον Αυξεντίου να παραδοθεί, σωριάστηκε νεκρός». Αυτά καταμαρτυρεί ο σύντροφος του ήρωα, Αυγουστής Ευσταθίου. Και η ιστορική μάχη του ενός με τους πολλούς, η πρωτοφανής στην ιστορία των αιώνων μάχη, που κράτησε οχτώ ολόκληρες ώρες, είχε αρχίσει.

Στη θέα του νεκρού συντρόφου τους οι στρατιώτες τρομοκρατήθηκαν και ταυτόχρονα λύσσαξαν. Ένας από τους δειλούς αυτούς, που δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στο στόμιο του κρησφυγέτου, έριξε μέσα μια χειροβομβίδα και μια ισχυρή έκρηξη ταρακούνησε την περιοχή. Ο πιστός σύντροφος του Αυξεντίου, που ήταν εκεί κοντά έξω από το κρησφύγετο, ανησυχώντας για την τύχη του «Μάστρου» του, φώναξε δυνατά για να τον ακούσουν οι στρατιώτες που συνέχισαν να βάλλουν από μακριά: «Επέθανεν...».

Στο άκουσμα της φωνής του Ευσταθίου, ένας στρατιώτης τον άρπαξε και τον έσπρωξε προς το στόμιο του κρησφυγέτου, διατάζοντάς να μπει και να σύρει έξω το άψυχο, όπως νόμιζαν, κορμί του Αυξεντίου. Ο Ευσταθίου αρνιόταν να υπακούσει και δεν προχωρούσε, αλλά ο στρατιώτης τον έσπρωχνε με βία και κάποια στιγμή τα κατάφερε να τον σπρώξει μέσα στο κρησφύγετο. Όταν ο Ευσταθίου έφθασε στο στόμιο του κρησφυγέτου και ο στρατιώτης από πίσω τον έσπρωχνε με το κοντάκι του όπλου του, ο Ευσταθίου φώναξε στον Αυξεντίου: «Μάστρε, μην πυροβολείς, είμαι ο Ματρόζος». Και έρποντας προχώρησε στο σημείο όπου βρισκόταν τραυματισμένος από την έκρηξη της χειροβομβίδας ο Αυξεντίου.

Θα ιστορήσει αργότερα ο Ευσταθίου τις συγκλονιστικές εκείνες στιγμές που έζησε με τον «Μάστρο» του: «Ευτυχώς ο Μάστρος μου ήταν ζωντανός. Πρόσεξα, όμως, αίματα στο δεξί μέρος του λαιμού του και προσφέρθηκα να του φροντίσω την πληγή. Τότε, εκείνος μου αποκάλυψε ότι τα θραύσματα της χειροβομβίδας τον είχαν τραυματίσει και στο δεξί γόνατο, αλλά, όπως μού τόνισε, δεν είχαμε χρόνο για να περιθάλψουμε τις πληγές. Αμέσως, εγώ πήρα ένα όπλο και μια γεμιστήρα και, αφού πλησίασα το στόμιο του κρησφυγέτου, πυροβόλησα προς τα έξω φωνάζοντας δυνατά: ''Τώρα είμαστε δύο, ελάτε να μας πιάσετε…''».

«Βρε, τους χάννους!»

Στη συνέχεια ο Ευσταθίου αφηγείται για τη συνομιλία του με τον Αυξεντίου μέσα στο κρησφύγετο κι ενώ κάπνιζαν από ένα τσιγάρο, σε κάποια στιγμή τού είπε χαμογελώντας, αψηφώντας τις δραματικές στιγμές που περνούσαν: «Μα αλήθκεια, εστείλαν σε, να μου πεις να βκω έξω και να παραδοθώ; Βρε τους χάννους…».

Μάταια οι στρατιώτες περίμεναν τους δυο αντάρτες να παραδοθούν. Κι όταν περνούσε η ώρα χωρίς να παίρνουν καμιάν απάντηση, έβαλαν μπροστά τα άτιμα μέσα, που μόνο δειλοί μπορούσαν να μετέλθουν. Άρχισαν να κυλούν τις μεγάλες πέτρες πάνω από τους τσίγκους της οροφής του κρησφυγέτου. Ο Αυγουστής, που νόμιζε ότι θα κατέρρεε το κρησφύγετο και θα τους έθαβαν ζωντανούς, είπε στον Αυξεντίου: «Μάστρε, θα υποχωρήσουν οι τσίγκοι και θα πέσουν πάνω μας οι πέτρες». Κι ο Αυξεντίου τού είπε: «Ασ' τους, οι τσίγκοι καλά κρατούν. Ο Ηγούμενος μάς έδωσε από τους καλούς».

Στη συνέχεια οι στρατιώτες έριξαν δακρυγόνα στο κρησφύγετο. Και για να προστατευτούν οι δυο αγωνιστές της λευτεριάς έβρεξαν τα μαντήλια τους με νερό που είχαν στο κρησφύγετο και σκέπασαν τα μάτια τους. Κι όταν αντιλήφθηκαν ότι οι στρατιώτες πλησίαζαν στη είσοδο του κρησφυγέτου και ήταν ευπρόσβλητοι, άρχισαν να τους ρίχνουν από μέσα χειροβομβίδες. Και συνεχίζει ο Ευσταθίου: «Κρατούσαμε αποτελεσματική άμυνα και κάθε φορά που έσκαζε η χειροβομβίδα ακούαμε κραυγές πόνου και βογκητά. Ο Αυξεντίου με συμβούλευε συνεχώς να κάνω οικονομία στη χρήση των πυρομαχικών, ώστε η άμυνά μας να διαρκέσει αρκετό χρόνο… Ύστερα από λίγη ώρα οι Άγγλοι επιχείρησαν δυο σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον μας με καταιγιστικά πυρά όλων των τύπων όπλων που διέθεταν. Ήταν η ώρα που ο Αυξεντίου θα έδειχνε τις στρατιωτικές αρετές του. Με φανταστική ψυχραιμία και με συνετή κι αλάθητη εκτίμηση των διαφόρων φάσεων της μάχης, τα πυρά μας θα εξανάγκαζαν για άλλη μια φορά τους Βρετανούς να υποχωρήσουν άπρακτοι.Τότε ο Μάστρος μού ζήτησε να ρίξω τη μοναδική καπνογόνο που είχαμε, ώστε με την κάλυψη του καπνού της να επιχειρήσουμε έξοδο…».

Δυστυχώς, η προσπάθεια απέτυχε, κι ο Αυξεντίου, γαλήνιος, είπε στον Αυγουστή: «Εχάσαμε μια ευκαιρία ρε Ματρόζο», κι ο Αυγουστής απάντησε: «Δεν πειράζει, Μάστρε», κι ακούστηκαν πολύ κοντά στο κρησφύγετο ισχυρότατες εκρήξεις, από τις οποίες ο Αυγουστής βρέθηκε λουσμένος στα χώματα. Ο Αυξεντίου τον πλησίασε και κάπως ανήσυχος τον ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον: «Είσαι εντάξει ρε Μισκή, μήπως χτύπησες;». Κι ο Αυγουστής απάντησε: «Όι, Μάστρε, δεν έπαθα τίποτε». «Να προσέχεις, βρε» του παρήγγειλε. «Τι τώρα Μάστρε μου, τι ύστερα» του απάντησε, κι ο Αυξεντίου τού είπε: «Όι βρε, χρειάζεσαι ακόμα!».

Προφητική προειδοποίηση

Είχε περάσει το μεσημέρι κι οι δυο αντάρτες εξακολουθούσαν να κρατούν τις θέσεις τους στο άπαρτο κρησφύγετο. Κι ο Αυγουστής, συνεπαρμένος από τον καπνό της πολύωρης μάχης, άρχισε να ετοιμάζει τα μικροπράγματα που χρειαζόντουσαν, όταν θα έκαναν τη νυχτερινή τους έξοδο. Κι ο Αυξεντίου, βαριά τραυματισμένος στο βάθος του κρησφυγέτου, είπε στον Αυγουστή, λες κι ήθελε να τον προετοιμάσει γι’ αυτά που θα συνέβαιναν σε λίγο: «Έχουν τζι άλλα μέσα οι Εγγλέζοι, βρε Μισκή.… τζιαι θα τα χρησιμοποιήσουν όλα εναντίον μας». Και ξαφνικά άρχισε να τρέχει μέσα στο κρησφύγετο ένα υγρό, καταβρέχοντας παντού το πάτωμα. Έμεινε άναυδος ο Αυγουστής, όταν από τις αναθυμιάσεις αντιλήφθηκε ότι ήταν βενζίνη. Τα λόγια του Αυξεντίου είχαν αποδειχθεί προφητικά και του μίλησε κατατρομαγμένος: «Είναι βενζίνα, Μάστρε, θα μας κάψουν ζωντανούς. Την ίδια στιγμή έσκασαν κοντά τους τρεις εμπρηστικές χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα το κρησφύγετο να μετατραπεί σε φλεγόμενη κάμινο…».

Κι εκεί που ήταν γονατιστός στην είσοδο του κρησφυγέτου οι φλόγες κάλυψαν αμέσως τον Αυγουστή, νιώθοντας να καίγονται τα μαλλιά του και το δεξί μέρος του προσώπου του. Έφερε, τότε, από ένστικτο τα χέρια του και κάλυψε το πρόσωπό του, αλλά τα ένιωσε να καίγονται κι αυτά. «Άχ, Παναγία μου», φώναξε με απόγνωση και γύρισε το βλέμμα στον καιόμενο Αυξεντίου. Εκεί, στο βάθος της σπηλιάς που βρισκόταν, οι φλόγες τον είχαν ζωσμένο από παντού. Διατηρούσε, όμως, την ψυχραιμία του. «Στο πρόσωπό του», ιστορεί ο Αυγουστής, «δεν είδα να ζωγραφίζεται τρόμος ή πόνος. Κι ενώ εγώ τον έβλεπα τρομαγμένος, εκείνος με κοίταζε ατάραχος, απευθύνοντάς μου τα τελευταία του λόγια, μια συμβουλή, που θα με συνοδεύει για πάντα στην υπόλοιπη ζωή μου: ''Μη φοβάσαι, ρε Μισκή, μη φοβάσαι!''».

Κι ο Αυγουστής στα τελευταία λόγια του Μάστρου του, που καιόταν σαν λαμπάδα στο θυσιαστήρι της λευτεριάς, δεν άντεξε να μείνει περισσότερο στη σπηλιά, ούτε και μπόρεσε να ξανακοιτάξει προς το μέρος όπου καιόταν ο ήρωας των ηρώων της ΕΟΚΑ. Τα κατάφερε να πεταχτεί έξω από το κρησφύγετο και να κατρακυλήσει στην κατωφέρεια, όπου κρύφτηκε, για να εντοπιστεί αργότερα από τους πραιτωριανούς του Χάρντινγκ, ένας από τους οποίους τον ρώτησε αν είναι ο Αυξεντίου. «Όχι», του απάντησε. «Είσαι ο Ματρόσης;», τον ξαναρώτησε, προφέροντας φθαρμένο το ψευδώνυμό του. «Μάλιστα», του απάντησε κι εκείνος, κατακόκκινος από θυμό, τον ρώτησε πού είναι ο Αυξεντίου. «Κάηκε εκεί μέσα», του απάντησε ο Αυγουστής κι ο στρατιώτης τον διέταξε να μπει στο φλεγόμενο κρησφύγετο. Ο Αυγουστής αντιδρούσε, αλλά αρκετοί στρατιώτες τον έσυραν βίαια στο στόμιο του κρησφυγέτου. Κάποια στιγμή, στρατιώτες κατάφερα να μετακινήσουν μια μεγάλη πέτρα από το στόμιο του κρησφυγέτου.Τότε ο Αυγουστής είδε μέσα το πυρίκαυστο σώμα του Μάστρου του. Οι στρατιώτες, θα πει αργότερα ο Αυγουστής, μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν στέκονταν άναυδοι, ακίνητοι και ανέκφραστοι κοίταζαν το καρβουνιασμένο σώμα του ημίθεου. Κι όταν συνήλθαν από την κατάπληξή τους, αμίλητοι, με σκυμμένο το κεφάλι, πήραν τον Αυγουστή μαζί τους και προχώρησαν στο μοναστήρι, όπου βρίσκονταν και οι άλλοι σύντροφοί του.

Όσο απέμεινε από το καρβουνιαμένο σώμα του ήρωα οι Βρετανοί το έθαψαν κρυφά στο κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών. Ακόμα και νεκρό τον έτρεμαν. Κι ο λαός, που συνέχισε τον Αγώνα για την Ένωση, ανέβασε τον Αυξεντίου στο πιο ψηλό σκαλοπάτι της δόξας. Ποιητές, πεζογράφοι, ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι έγραψαν για τον καπετάν Ζώτο ύμνους δοξαστικούς, που δεν γράφτηκαν ποτέ άλλοτε για ήρωα. Βρετανός ποιητής στην Μπαλάντα του για τον Γρηγόρη Αυξεντίου πλέκει το εγκώμιο της θυσίας του και ειρωνεύεται σαρκαστικά τον Χάρντινγκ, που έσπευσε να συγχαρεί τους στρατιώτες του για το αποτρόπαιο έγκλημά τους.

ΠΟΙΗΜΑ 1

«Έβγα, λεβέντη Γρηγόρη,

Τη σπηλιά σου περιζώσαν όπλα

Στις κορφές των βουνών βγαίνει ο ήλιος

Μια ζωή μόνο να σώσεις…

… Μπρος ελάτε τους φώναξε, ελάτε,

Μοναχός είμαι τώρα δωπέρα

Με ντουφέκι ένας άνδρας προσμένει

Να με πιάσετε ελάτε, αν μπορείτε…

… Και σαν έφτασε τότε, ο στρατάρχης,

Στο στρατό του λέει μπράβο, αντρίκια,

δόξα αλήθεια κερδίσατε εξήντα

σεις, σκοτώνοντας ένα μονάχα…».

«Κι η Μούσα Καλλιόπη κρούοντας

στη λύρα, βροντερόφωνο τραγούδι…

Η Παναγιά του Μαχαιρά το δάκρυ μύρο,

Σκορπάει στον τάφο σου τριγύρω».

Χρ. Παπαχρυσοστόμου

ΠΟΙΗΜΑ 2

Τραγούδι για τον Μεγάλο αδερφό μας

Να πάρουμε μια σταγόνα από το αίμα σου

Να καθαρίσουμε το δικό μας,

Να πάρουμε μια σταγόνα από το αίμα σου

Να μπολιάσουμε το δικό μας,

Να πάρουμε μια σταγόνα απ' το αίμα σου

Να βάψουμε το δικό μας

Να μην μπορέσει πια ποτές

Να το ξεθωριάσει ο φόβος

Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα

Να μας κοιτάζει μην ξεστρατίσουμε

Να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή

Να 'χουμε οξυγόνο ν' αναπνέουμε

Χιλιάδες χρόνια

Να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις

Να 'χουμε να τραγουδάμε

Ανεξάντλητα εμβατήρια για λευτεριά…

Κώστας Μόντης

ΠΟΙΗΜΑ 3

Η Μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου

Του Γενναίου των Γενναίων

Κι από των θάμνων τα κλαδιά υψωμένη,

Σχεδόν μεσούρανη ομορφιά, φωνή,

με δωρικό περπάτημα ανεβαίνει

  • Και λες η Ελλάδα η αρχαγγελική
  • στα χέρια κρίνο υψώνοντας προβαίνει.
  • Τέτοια διαμάντια λόγια αντιλαλεί:

Δεν έχει χώρο η γη για να χωρέσει

Τον που το ξίφος δίνει στον εχθρό

Τρανή τιμή για την τιμή όποιος πέσει.

Τον όρκο δεν προδώνω τον ιερό.

Σαν να διαλέγεις τον χαμό.

Κύπρος Χρυσάνθης

ΠΟΙΗΜΑ 4

Εκείνο το πρωί

Εκείνο το πρωί του Μάρτη

Μας δίδαξες μέσα σε λίγες ώρες

Όσα δεν μας δίδαξαν οι αιώνες.

Τάσος Αριστοτέλους

ΠΟΙΗΜΑ 5

Είχε μια φλόγα της λευτεριάς σημάδι

Κι ένα σταυρό στο στήθος του που 'λαμπε στο σκοτάδι.

Ήταν αϊτός περήφανος κι όλο ψηλοπετούσε

Στη φλογισμένη του ματιά την Κύπρο μας χωρούσε…

Θεοκλής Κουγιάλης

ΠΟΙΗΜΑ 6

Αυξεντίου

Αρχάγγελος με τη ρομφαία σου,

Στο πύρινο άρμα μπήκες του Προφήτη Ηλία

Κι έσμιξες με τον Ήλιο

Έσμιξες με το φως,

Κι έγινες φλόγα, κεραυνός

Συνείδηση της λευτεριάς

Μες την καρδιά της οικουμένης…

Νίκος Κρανιδιώτης

ΠΟΙΗΜΑ 7

Ο Ζήδρος

Αφήνω γεια στον Όλυμπο, σ’ όλα τα κορφοβούνια

Κι εσείς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ίσκιους

Ζήδρο μου καπετάνιε μου του Μαχαιρά ξεφτέρι

Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει…

Βρυσούλες με τα κρύα νερά και χαμηλά λημέρια

Αφήνω γεια στους σταυραετούς και σ’ όλα τα ξεφτέρια

Ζήδρο μου καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι

Ζήδρο μου η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.

Αφήνω γεια στον ήλιο μου και στο χρυσό φεγγάρι,

Που μου 'φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι.

Ζήδρο μου καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,

Ζήδρο μου η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει…

Εξήντα εφτά χρόνια από τη θυσία του, ο αγώνας παραμένει αδικαίωτος και ο ημίθεος Αυξεντίου μάς καλεί: «Μιμηθήτε με…».