Αναλύσεις

«Στρατηγείο» εγκληματικότητας οι Κεντρικές Φυλακές: Η υπόθεση της 37χρονης και το σύστημα απενεργοποίησης κινητών

«Στόχος, η ποινικοποίηση της χρήσης κινητών στις Φυλακές»

Στο προσκήνιο έρχονται για άλλη μια φορά τα προβλήματα που υπάρχουν στις Κεντρικές Φυλακές και απορρέουν, μεταξύ άλλων, από την απουσία συστήματος απενεργοποίησης των κινητών τηλεφώνων. Η Κυβέρνηση αναφέρει πως είναι εντός χρονοδιαγραμμάτων και δηλώνει ετοιμότητα για εγκατάσταση του συγκεκριμένου συστήματος αλλά και ποινικοποίηση της χρήσης κινητών στις Φυλακές.

Αφορμή αποτελεί το κύκλωμα το οποίο φέρεται να διακινούσε τεράστια χρηματικά ποσά από τις Κεντρικές Φυλακές, υπό την καθοδήγηση βαρυποινίτη.

Σημειώνεται πως για την υπόθεση όλοι οι ύποπτοι, εκτός από τον βαρυποινίτη, αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους μέχρι την έναρξη της δίκης ενώπιον Κακουργιοδικείου.

Συγκεκριμένα, τους επιβλήθηκε εγγύηση ύψους 50.000 ευρώ είτε σε μετρητά είτε με υπογραφή από αξιόχρεο εγγυητή, υποχρέωση παράδοσης διαβατηρίων και ταξιδιωτικών εγγράφων στην Αστυνομία, καθώς και παρουσία σε αστυνομικό σταθμό μία φορά την εβδομάδα.

Παράλληλα, τα ονόματά τους εντάχθηκαν στον κατάλογο προσώπων για τα οποία ισχύει απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Όσον αφορά τον βαρυποινίτη, η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για συνέχιση της κράτησής του, επικαλούμενη τον κίνδυνο τέλεσης νέων αδικημάτων.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν ενώπιον Δικαστηρίου από τον ανακριτή της υπόθεσης, Μάκη Νικολάου, ο βαρυποινίτης φέρεται να συγκέντρωνε 50.000 ευρώ εβδομαδιαίως, τα οποία παρέδιδε στην 37χρονη. Από την έρευνα εντοπίστηκαν περίπου 300.000 ευρώ, ενώ στη θυρίδα της ίδιας βρέθηκαν επιπλέον 230.000 ευρώ.

Η Αστυνομία δήλωσε ότι ήδη έχουν ληφθεί καταθέσεις από ιδιοκτήτες υποστατικών, οι οποίοι, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνουν ότι πλήρωναν για προστασία.

«Σκληρή» προσέγγιση από την Υπεράσπιση

Η Υπεράσπιση της 37χρονης ξεκίνησε την αντεξέταση με σοβαρές αναφορές. Ο συνήγορός της ζήτησε να μάθει πώς προέκυψε η αρχική πληροφορία για την υπόθεση.

Η Αστυνομία απάντησε ότι έλαβε την πληροφορία σε έγγραφη μορφή. Ο δικηγόρος ρώτησε αν προήλθε από την Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών. Η Αστυνομία επανέλαβε ότι η πληροφορία τούς δόθηκε γραπτώς. Ο δικηγόρος επέμεινε ρωτώντας αν προέρχεται από υποκλοπή.

Η Αστυνομία δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αν είναι προϊόν υποκλοπής, αλλά επρόκειτο για πέντε σελίδες.

Η Αστυνομία επαναλαμβάνει ότι, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει μαρτυρία πως εισπράχθηκαν χρήματα από υποστατικά ή άτομα για προστασία. Ωστόσο, σημειώνει ότι δεν έχουν δοθεί εξηγήσεις για τα χρήματα που βρέθηκαν στη θυρίδα της 37χρονης.

Ο περιβόητος πίνακας

Ο επίμαχος πίνακας, που φέρεται να χαρίστηκε στην οικογένεια της 37χρονης, τέθηκε στο μικροσκόπιο της διαδικασίας. Οι Αρχές προσπαθούν να διαπιστώσουν αν είναι κλεμμένος, πράγμα που δεν έχει επιβεβαιωθεί.

Η Υπεράσπιση αμφισβήτησε την αξιοπιστία της πληροφορίας βάσει της οποίας ξεκίνησε η έρευνα, αφού, όπως ισχυρίστηκαν, ο πίνακας δεν είχε ιδιαίτερη χρηματική αξία.

Υποστήριξε, επίσης, ότι είχε ζητήσει έγγραφα από την Αστυνομία, τα οποία δεν της παραδόθηκαν. Ζητήθηκαν εξηγήσεις για τις ενέργειες σχετικά με τους εμπλεκόμενους δεσμοφύλακες και ενδεχόμενη κράτησή τους.

Η Αστυνομία απάντησε ότι ο δικηγόρος έχει πρόσβαση μόνο στα απαραίτητα έγγραφα, τα οποία έχουν ήδη παραδοθεί, συμπεριλαμβανομένου του εντάλματος σύλληψης το πρωί της ίδιας μέρας.

Σύμφωνα με την Αστυνομία, δεν εντοπίστηκαν ναρκωτικά, αλλά βρέθηκε κινητό τηλέφωνο στο κελί του βαρυποινίτη, στο οποίο υπήρχε ηχητικό μήνυμα προς την 37χρονη.

Την ίδια ώρα, προβλήματα προκαλεί η καθυστέρηση στην απόκτηση στοιχείων από τις Βρετανικές Βάσεις για τον 40χρονο. Η Υπεράσπιση δήλωσε ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στην κατοχή του προήλθαν από πώληση αυτοκινήτου και κρατική ενίσχυση για ακριτικές περιοχές.

O ρόλος της οικογένειας

Υπενθυμίζεται ότι ο ανακριτής της υπόθεσης παρουσίασε συνομιλίες ανάμεσα στη 72χρονη μητέρα και την κόρη της, κατά τις οποίες γίνεται αναφορά σε χρήματα που φέρεται να ανήκουν στον φυλακισμένο. Σε μιαν από τις συνομιλίες, η 37χρονη φαίνεται να λέει στη μητέρα της πως «ο κατάδικος θέλει τα λεφτά του», ύστερα από μεταξύ τους διαφωνία.

Όπως ισχυρίζονται οι γονείς της, η κόρη τους τούς είχε πει ότι ο βαρυποινίτης διατηρούσε πρατήρια καυσίμων και πρακτορεία στοιχημάτων. Ο πατέρας δήλωσε ότι η κόρη του τού είχε αναφέρει πως τα έσοδα του καταδίκου προέρχονταν από αυτές τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Η μητέρα της 37χρονης φέρεται επίσης να δήλωσε ότι ο κατάδικος είχε δείξει ενδιαφέρον να νοικιάσει καταστήματα ιδιοκτησίας της στην οδό Αρμενίας για να ανοίξει πρακτορείο στοιχημάτων, πρόταση που τελικά η ίδια απέρριψε.

Ο ίδιος ο φυλακισμένος, όταν ρωτήθηκε από τις Αρχές, είπε ότι δεν θυμάται να είχε τέτοια πρόθεση. Όταν του τέθηκε ο ισχυρισμός ότι σκόπευε ν’ αγοράσει τα καταστήματα από τη μητέρα της 37χρονης, απάντησε επί λέξει «δεν θυμούμαι έτσι πράμα».

Οι Αρχές ερευνούν επίσης τα λογιστικά βιβλία του οικογενειακού χρυσοχοείου και του ινστιτούτου αισθητικής που ανήκει στην 37χρονη, καθώς τα οικονομικά τους στοιχεία φαίνεται να παρουσιάζουν υπερβολικά υψηλά κέρδη.

Ο «φύλακας άγγελος»

Η 26χρονη δεσμοφύλακας φαίνεται να διαδραμάτισε ρόλο «προστάτη» του βαρυποινίτη, σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν στο Δικαστήριο από τον ανακριτή.

Σύμφωνα με την κατάθεση, η νεαρή δεσμοφύλακας διατηρούσε επαφή μέσω μηνυμάτων με τη 37χρονη, σύντροφο του καταδίκου. Μέσα από την επικοινωνία τους, η δεσμοφύλακας φέρεται να την ενημέρωνε για επερχόμενες έρευνες στα κελιά, προκειμένου εκείνη να ειδοποιεί τον βαρυποινίτη εγκαίρως.

Η ανάλυση των τηλεπικοινωνιών επιβεβαίωσε τη μεταξύ τους σχέση και αποκάλυψε ότι η 37χρονη, ως αντάλλαγμα για την «προστασία» που παρείχε η δεσμοφύλακας στον κατάδικο, της πρόσφερε υπηρεσίες αισθητικής στο ινστιτούτο που διατηρεί στο κέντρο της Λευκωσίας.

Ο ανακριτής παρουσίασε στο Δικαστήριο και συγκεκριμένα μηνύματα. Σε ένα από αυτά, η 26χρονη έγραφε στην 37χρονη ότι μόνο για τον βαρυποινίτη «βάλλει την ράσιη της πουκάτω». Σε άλλο μήνυμα, την προειδοποίησε «αγαπούλα, πες του να είναι προσεκτικός απόψε. Κάτι ετοιμάζουν, είναι πολύ ύποπτοι, πες του να προσέχει».

Σε επιπρόσθετα μηνύματα, η δεσμοφύλακας δήλωνε «εμένα δεν με νοιάζει, εγώ δεν θα σταματήσω να βοηθώ τον βαρυποινίτη. Ο Θεός ας κατέβει, ειδικά όταν φύγουν οι πρώτες αξιολογήσεις. Ομορφιά μου, και πάλι ευχαριστώ για τη φροντίδα, βλέπω μεγάλη διαφορά πάνω μου».

«Εντός χρονοδιαγραμμάτων»

Τα διαχρονικά προβλήματα που ταλανίζουν τις Κεντρικές Φυλακές και οι ενέργειες του Υπουργείου για την αντιμετώπισή τους, βρέθηκαν στο επίκεντρο δηλώσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης, Μάριου Χαρτσιώτη. Ο Υπουργός αναγνώρισε την ύπαρξη σοβαρών ζητημάτων, τονίζοντας πως «με αποφασιστικότητα και θέληση» η Κυβέρνηση εργάζεται για ουσιαστικές αλλαγές.

«Βεβαίως αισθάνομαι άβολα γι’ αυτό το γεγονός», δήλωσε ο κ. Χαρτσιώτης, αναφερόμενος στις αναφορές περί ύπαρξης «διευθυντηρίου» εντός των Φυλακών που οργανώνει εγκληματικές ενέργειες. «Είναι ένα στενάχωρο γεγονός. Μέσω κινητών και ναρκωτικών τα διάφορα εγκληματικά στοιχεία να δρουν εκτός Φυλακών. Είναι διαχρονικά προβλήματα, στα οποία εμείς, όμως, έχουμε εγκύψει με αποφασιστικότητα και θέληση για να τ’ αντιμετωπίσουμε».

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στο ζήτημα της διαφθοράς, λέγοντας ότι «είναι ένα διαχρονικό θέμα, το οποίο αντιμετωπίζουμε με θέληση, αποφασιστικότητα, εξ ου και οι πολυάριθμες διαθεσιμότητες στις οποίες έχουν μπει τα τελευταία δύο χρόνια αρκετοί δεσμοφύλακες».

Σε ό,τι αφορά την κυκλοφορία κινητών τηλεφώνων εντός των Φυλακών, ο κ. Χαρτσιώτης επισήμανε ότι προχωρούν οι διαδικασίες για την εγκατάσταση συστήματος απενεργοποίησής τους. «Προχωρούμε, και το τονίζω είμαστε εντός χρονοδιαγραμμάτων, προκειμένου να εγκατασταθεί το συγκεκριμένο σύστημα. Όταν θα εγκατασταθεί, δεν θα δημοσιοποιηθεί. Είναι θέματα δημόσιας ασφάλειας».

Παράλληλα, αποκάλυψε πως προχωρεί και η ποινικοποίηση της κατοχής και χρήσης κινητών, κάτι, που, όπως ανέφερε, έπρεπε να γίνει προ πολλού. Όπως εξήγησε, σήμερα η κατοχή κινητού τηλεφώνου είναι απλώς πειθαρχικό παράπτωμα, αλλά η νέα ρύθμιση θα προβλέπει φυλάκιση για τους παραβάτες.