Αναλύσεις

Η επιλογή είναι μία: Κύπρος και Ελλάδα σε κοινή εθνική πορεία

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που, παρακολουθώντας προσεκτικά τη ρητορική αλλά και τις ενέργειες του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο, διαπιστώνουν με ανησυχία πως η συνεχώς κλιμακούμενη προκλητικότητα της Άγκυρας δεν αποκλείεται, σε βάθος χρόνου, να μετουσιωθεί σε ευθεία στρατιωτική πρόκληση κατά του Ελληνισμού. Από την κυπριακή ΑΟΖ και τα Δωδεκάνησα μέχρι το Καστελόριζο και τον Έβρο, η τουρκική δραστηριότητα έχει πάρει διαστάσεις που απέχουν ελάχιστα από εμπόλεμη κατάσταση.

Η τουρκική παρουσία στα ενεργειακά τεμάχια της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει παράνομη και έντονη. Η παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων επεκτείνεται πλέον νοτίως της Κρήτης, υπό τη σκιά του απαράδεκτου Τουρκολιβυκού μνημονίου που υπεγράφη αυθαίρετα, παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και αγνοώντας επιδεικτικά την ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Την ίδια ώρα, στα βόρεια σύνορα της Συρίας, ο Ερντογάν συνεχίζει επεμβάσεις με πρόσχημα την «αντιτρομοκρατία», δοκιμάζοντας ανοχές και συμμαχίες.

Μπροστά σ’ αυτή τη γεωπολιτική σκακιέρα, η Αθήνα φαίνεται πλέον να αντιλαμβάνεται ότι η εποχή των «χαμηλών τόνων» τελείωσε. Οι στρατιωτικές δηλώσεις ετοιμότητας διαδέχονται η μία την άλλη, στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες της Άγκυρας. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την εικόνα, η Κύπρος παραμένει για ακόμα μία φορά ουσιαστικά εκτός των στρατηγικών σχεδιασμών. Και αυτό είναι ένα ιστορικό και πολιτικό λάθος που δεν επιτρέπεται να συνεχίζεται.

Η Ελλάδα έχει όχι μόνο ηθική, αλλά και συμβατική υποχρέωση να διασφαλίσει την ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με βάση τις διεθνείς συνθήκες εγγύησης που παραμένουν σε ισχύ. Επιπλέον, οφείλει και μια ιστορική αυτοκριτική. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που οδήγησε στην τουρκική εισβολή, υπήρξε καταλυτικό για τη σημερινή κατάσταση. Η ευθύνη της Αθήνας δεν είναι θεωρητική· είναι υπαρκτή και απαιτεί πράξεις, όχι μόνο λόγια.

Σήμερα, σε ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο η Κύπρος να παραμείνει αμυντικά εκτεθειμένη. Η ηγεσία της Ελλάδας οφείλει να εντάξει τη Λευκωσία στους γενικότερους αμυντικούς σχεδιασμούς, με πραγματική στρατιωτική συνδρομή και κοινά επιχειρησιακά δόγματα. Οι υποδομές υπάρχουν: η Αεροπορική Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο και η Ναυτική Βάση στο Μαρί μπορούν να φιλοξενήσουν μόνιμες ελληνικές και κυπριακές στρατιωτικές μονάδες που θα ενισχύσουν την αποτρεπτική ισχύ της Δημοκρατίας.

Όμως εδώ ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: πού πήγαν τελικά όλα αυτά τα δισεκατομμύρια που διατέθηκαν για την άμυνα; Ειδικά στην Κύπρο, ο Κύπριος φορολογούμενος πολίτης πλήρωσε —και συνεχίζει να πληρώνει— για την Εθνική Φρουρά, για εξοπλιστικά προγράμματα, για ενίσχυση της άμυνας. Παρόλα αυτά, σήμερα, η άμυνα του νησιού κρίνεται ανεπαρκής, και πολλές φορές παραμένει σε υποτυπώδη επίπεδα. Είναι η ώρα για διαφάνεια, αξιολόγηση και λογοδοσία. Δεν αρκούν οι εξαγγελίες ή η επίκληση της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Ούτε είναι αποδεκτό να βαφτίζεται «αναδιάρθρωση» η συστηματική αποδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος.

Η τουρκική απειλή δεν είναι φανταστική. Είναι παρούσα, διαρκής και πολυμέτωπη. Από την καταπάτηση στη βόρεια Κύπρο, την αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, μέχρι και τις νεο-οθωμανικές βλέψεις στο Συριακό, στην Αφρική και στη Λιβύη. Δεν πρόκειται απλώς για μία περιφερειακή αστάθεια, αλλά για οργανωμένη και σταθερή στρατηγική αναθεώρησης συνόρων.

Όσοι, από πολιτικές θέσεις ευθύνης στην Κύπρο, επιμένουν να καλούν σε συνομιλίες για λύση με το ψευδοκράτος, ας απαντήσουν πρώτα στο εξής: ποιος είναι ο αξιόπιστος συνομιλητής; Ο κατοχικός ηγέτης που ελέγχεται πλήρως από την Άγκυρα; Ή μήπως ο ίδιος ο Ερντογάν που οραματίζεται την επιστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μιλά για «γαλάζια πατρίδα»; Δυστυχώς, με το τουρκικό καθεστώς να μετατρέπεται σε σουνιτικό αυταρχικό κράτος με επεμβατικό ρόλο, καμία διαπραγμάτευση δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει πραγματική βούληση από την άλλη πλευρά.

Στο εσωτερικό μέτωπο, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, απαιτείται ενότητα, νηφαλιότητα αλλά και αποφασιστικότητα. Όπως οι δύο χώρες στάθηκαν με αλληλεγγύη απέναντι στην πανδημία, έτσι και τώρα πρέπει να χαράξουν κοινή στρατηγική απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Δεν υπάρχει χώρος για μικροπολιτικά παιχνίδια ή εφησυχασμό. Η φράση «η Κύπρος κείται μακράν» δεν μπορεί να ξανακουστεί —ούτε να εννοηθεί.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι στρατηγικές συνεργασίες, όσο χρήσιμες κι αν είναι σε επίπεδο διπλωματίας, δεν θα έρθουν να πολεμήσουν για μας. Στην κρίσιμη στιγμή, μοναδικό στήριγμα παραμένει η Ελλάδα. Μόνο που αυτή τη φορά, το στήριγμα πρέπει να είναι πραγματικό, απτό και άμεσο.

Η επιλογή είναι μία και είναι εθνική: Κύπρος και Ελλάδα να συμπορευτούν στον κοινό τους αγώνα. Η ιστορία τους ήταν κοινή, και το μέλλον τους θα είναι επίσης κοινό – είτε ως σύμμαχες δυνάμεις με ενεργή αλληλοστήριξη, είτε ως θύματα μιας συλλογικής αδράνειας που θα καταγραφεί ως εθνική ήττα.

Υ.Γ.: Ούτε μία δήλωση, ούτε μία κινητοποίηση, ούτε μία ένδειξη συμπαράστασης προς τους απαχθέντες συμπατριώτες μας που βρίσκονται φυλακισμένοι στα κατοχικά μπουντρούμια. Καμία αντίδραση από συντεχνίες, πολιτικά κόμματα, φοιτητικές οργανώσεις ή άλλους κοινωνικούς φορείς. Οι απαγωγές Ελληνοκυπρίων από το κατοχικό καθεστώς αντιμετωπίζονται με ενοχλητική απάθεια.

Και τι κάνει ο Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στην Κύπρο, Κόλιν Στιούαρτ; Σιωπά. Δεν καταγγέλλει, δεν παρεμβαίνει, δεν διεκδικεί. Η στάση του δεν είναι απλώς αδιάφορη – είναι συνενοχή. Όταν οι Ελληνοκύπριοι σύρονται από το κατοχικό καθεστώς σε «δίκες» χωρίς καμία νομική βάση, όταν επιβάλλονται «πρόστιμα» σε πολίτες που αρνούνται να αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος, ο ΟΗΕ επιλέγει να κρατά ίσες αποστάσεις. Αλλά η ίση απόσταση απέναντι στην κατοχή και το θύμα της κατοχής είναι ηθικά και πολιτικά απαράδεκτη.

Σύμφωνα με πρόσφατες τουρκοκυπριακές δημοσιογραφικές πληροφορίες, ομάδες Τουρκοκυπρίων – ενθαρρυμένοι από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δικηγόρους – ετοιμάζουν μαζικές προσφυγές εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, διεκδικώντας περιουσίες τους στις ελεύθερες περιοχές. Το σχέδιο είναι ξεκάθαρο: πρόκειται για οργανωμένη απάντηση του κατοχικού καθεστώτος στις νόμιμες συλλήψεις ξένων και Τούρκων σφετεριστών ελληνοκυπριακών περιουσιών. Το ανησυχητικό δεν είναι μόνο η πρόθεση των Τουρκοκυπρίων – είναι ότι βρίσκουν συνεργούς Ελληνοκυπρίους δικηγόρους. Ευτυχώς πρόκειται για μια μικρή μειοψηφία, όμως και μόνο η ύπαρξή τους προκαλεί ντροπή και οργή.

Οι πρόσφατες συλλήψεις Ελληνοκυπρίων από το ψευδοκράτος δεν είναι τυχαίες. Είναι αντίποινα. Είναι μέρος ενός πιο ευρύτερου σχεδίου στρατηγικής κλιμάκωσης. Και είμαστε βέβαιοι: αν δεν υπάρξει αποφασιστική απάντηση, οι συλλήψεις θα συνεχιστούν και θα ενταθούν. Η στάση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας οφείλει να είναι άμεση, σταθερή και ξεκάθαρη.

Προτείνουμε συγκεκριμένα, αποτελεσματικά μέτρα:

  1. Κλείσιμο όλων των οδοφραγμάτων για τουλάχιστον τρεις μήνες, ως απάντηση στις συλλήψεις και την κλιμάκωση. Μόνο έτσι θα σταματήσει – έστω προσωρινά – η οικονομική αιμοδότηση του κατοχικού καθεστώτος. Είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα: καμία ανοχή στην αυθαιρεσία του Αττίλα.
  2. Ακύρωση όλων των διαβατηρίων και πολιτογραφήσεων που έχουν δοθεί σε μέλη του κατοχικού μορφώματος. Δεν μπορεί να επιτρέπεται στους λειτουργούς ενός παράνομου καθεστώτος να κυκλοφορούν με ταξιδιωτικά έγγραφα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  3. Εκστρατεία ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης του πληθυσμού, για το τι πραγματικά σημαίνει η επίσκεψη στα κατεχόμενα. Δεν είναι βόλτα. Είναι συνέργεια. Είναι στήριξη στην κατοχή. Πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους: Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε για σουβλάκια στην Κερύνεια ενώ οι απαχθέντες συμπατριώτες μας βασανίζονται σε κατοχικά κρατητήρια.

Πού είναι οι φωνές των επαναπροσεγγιστών τώρα; Πού είναι εκείνοι που μιλούν για «ειρήνη» και «συμβίωση», όταν ο Τουρκοκύπριος ηγέτης υπακούει πλήρως τις εντολές της Άγκυρας και απαγάγει πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας; Πού είναι οι οργανώσεις που θα έπρεπε να διαδηλώνουν έξω από τα οδοφράγματα;

Η υποτιθέμενη «κανονικότητα» που έχει εδραιωθεί μέσα από τις επισκέψεις στα κατεχόμενα είναι η πιο επικίνδυνη μορφή παράδοσης. Όσο πιο άνετα νιώθουμε να περνούμε απέναντι, τόσο πιο βαθιά εμπεδώνεται η διχοτόμηση. Η κατοχή δεν γίνεται απλώς ανεκτή – γίνεται καθημερινότητα. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα.

Η Κύπρος δεν είναι χωρισμένη σε δύο «διοικήσεις». Είναι χώρα υπό ξένη κατοχή. Και αυτή η κατοχή δεν τερματίζεται με ευχολόγια, αλλά με πράξεις. Η πρώτη πράξη αντίστασης είναι να σταματήσουμε να την χρηματοδοτούμε. Κανείς Ελληνοκύπριος δεν πρέπει να επισκέπτεται τα κατεχόμενα όσο συμπατριώτες μας βρίσκονται φυλακισμένοι, όσο περιουσίες σφετερίζονται, όσο η κατοχή συνεχίζεται.

Ας βάλουμε ένα τέλος στην αυταπάτη. Ας σταματήσουμε να πηγαίνουμε απέναντι. Ας στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: δεν είμαστε συνένοχοι.