Συνεντεύξεις

ΟΜΗΡΟΥ Αδιαπραγμάτευτη η κατάργηση των εγγυήσεων

Ανενεργή και άκυρη η Συνθήκη Εγγυήσεως, δηλώνει σε συνέντευξή του στη «Σημερινή» ο Γιαννάκης Ομήρου

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η επιμονή για διατήρηση της Συνθήκης Εγγυήσεως και μάλιστα για ανανέωση αυτής, στα πλαίσια ενδεχόμενης λύσης του κυπριακού προβλήματος, θα συνιστά πολιτικό αυτοχειριασμό και θα καθιστά θνησιγενές και με ημερομηνία λήξης το κυπριακό κράτος
Σε συνέντευξή του στη «Σημερινή», ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γιαννάκης Λ. Ομήρου αναφέρεται αναλυτικά στο θέμα των εγγυήσεων του 1960 και τονίζει εμφαντικά ότι η κατάργησή τους πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «...τυχόν αποδοχή εγγυητριών δυνάμεων και εγγυητικών και επεμβατικών δικαιωμάτων σε μια λύση του Κυπριακού θα συνιστούσε εξ υπαρχής νάρκη στα θεμέλια του Κράτους και συνταγή καταστροφής του».
Με αφορμή τις ευρισκόμενες σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις αναδεικνύεται, όπως είναι φυσικό, ως κορυφαίο ζήτημα το θέμα των εγγυήσεων, παρά το ότι δεν έχει ξεκινήσει η συζήτηση αυτής της θεμελιώδους πτυχής του Κυπριακού. Ποια νομίζετε ότι πρέπει να είναι η θέση της ελληνικής κυπριακής πλευράς;
Η κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων του 1960 πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη θέση μας. Μετά το τέλος του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου, ο θεσμός των Συνθηκών Εγγυήσεων, μέσω των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη εγγυώνται το εδαφικό ή νομικό καθεστώς ενός τρίτου κράτους, έχει εφαρμοσθεί μία μόνο φορά, στην περίπτωση της Κύπρου με τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960. Η εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου και της ισότητας μεταξύ κρατών έθεσε στο περιθώριο της ιστορίας τέτοιες ρυθμίσεις υπονομευτικές της κυριαρχίας τους.
Το νομικό σχήμα, όπου συγκεκριμένα κράτη αναλάμβαναν τον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, έχει περιέλθει σε απόλυτη αχρησία από τη δεκαετία του 1960 και σε ουσιαστική αχρησία από το 1945. Τον ρόλο της παροχής εγγυήσεων έχει αναλάβει κάποιες φορές ο ΟΗΕ.
Είναι προφανές ότι η Τουρκία, μέσω των εγγυήσεων, θέλει να έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα στην Κύπρο, είτε στρατιωτικά είτε με την απειλή χρήσης βίας, είτε με άλλα μέσα. Και είναι εμφανές ότι η Τουρκία είναι η μόνη από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις που βλέπει τη Συνθήκη του 1960 ως προς τη στρατιωτική της διάσταση. Οι εγγυήσεις που είχαν αναλάβει Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, θα πρέπει να περάσουν είτε υπό τον ΟΗΕ, που είναι και το ορθότερο, είτε υπό την Ε.Ε. Θα πρέπει να αποκλεισθεί δυνατότητα της Τουρκίας να επικαλείται μια παρωχημένη, ήδη και το 1960, Συνθήκη Εγγυήσεως και να παρεμβαίνει ή να επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Τουρκία είναι προφανές ότι θα επικαλείται την υπάρχουσα Συνθήκη Εγγυήσεως.
Η θέση μας πρέπει να είναι σαφής. Είναι μια Συνθήκη που επεβλήθη από την αγγλική αποικιοκρατία χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κυρίαρχου λαού.
Άλλωστε, κατά τον χρόνο της συνομολόγησης και υπογραφής της Συνθήκης, η Δημοκρατία της Κύπρου δεν ήταν μέλος των Ηνωμένων Εθνών και δεν μπορούσε συνεπώς να επικαλεστεί την προστασία που διασφαλίζεται στα μέλη του ΟΗΕ, με βάση τον Καταστατικό Χάρτη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις παραβιάσεις της Συνθήκης από την Τουρκία, συνιστά τέτοιου είδους ουσιώδη μεταβολή, που δικαιολογεί αίτημα για απαλλαγή, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, από τις υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν με τη Συνθήκη.
Πιστεύετε ότι μπορεί να θεμελιωθεί επιχειρηματολογία για παραβιάσεις της Συνθήκης από πλευράς Τουρκίας και Βρετανίας σε βαθμό που να καθίσταται άκυρη η Συνθήκη Εγγυήσεως;
Ασφαλώς. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η επιμονή για διατήρηση της Συνθήκης Εγγυήσεως και μάλιστα για ανανέωση αυτής, στα πλαίσια ενδεχόμενης λύσης του κυπριακού προβλήματος, θα συνιστά πολιτικό αυτοχειριασμό και θα καθιστά θνησιγενές και με ημερομηνία λήξης το κυπριακό κράτος. Ούτως ή άλλως η Τουρκία με την εισβολή του 1974, τη συνεχιζόμενη κατοχή και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983, κατέστησε τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 άκυρη και ανενεργή. Την έχει παραβιάσει σωρευτικά και κατ’ εξακολούθηση. Όμως το ίδιο ισχύει και για τη Βρετανία. Κατά σαφή παραβίαση των υποχρεώσεών της, δυνάμει της Συνθήκης Εγγυήσεως και Συμμαχίας, αρνήθηκε να παρεμποδίσει την τουρκική εισβολή του 1974.


Αντίθετα, διά πράξεων και παραλείψεων, υπήρξε συνένοχος στο δίδυμο έγκλημα εις βάρος της πατρίδας μας. Στη συνέχεια αρνείται συστηματικά να ενεργήσει για την ανατροπή της τουρκικής κατοχής και την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρέλειψε να λάβει οποιοδήποτε μέτρο για την αποτροπή και ανατροπή της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους, ενώ σήμερα πρωταγωνιστεί σε ενέργειες για αναβάθμιση του παράνομου μορφώματος στα κατεχόμενα. Με βάση όλα αυτά είναι φανερό ότι και η Βρετανία, ακόμα και αν γινόταν αποδεκτό οποιοδήποτε ψήγμα διεθνούς νομιμότητας στη Συνθήκη Εγγυήσεως, έχει υποπέσει στο αδίκημα της κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση μονομερούς παραβίασης της Συνθήκης.
Όλα τα πιο πάνω συνηγορούν με την άποψη ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως κατέστη ανενεργός και άκυρη. Αυτό αναφέρεται ρητά στη Σύμβαση της Βιέννης επί του Δικαίου των Συνθηκών, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με τον Νόμο αριθμός 62, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 18.12.1976.
Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσω το γεγονός ότι ούτως ή άλλως η Τουρκία θα έχει ανυπέρβλητο πρόβλημα να επιμείνει σε συνέχιση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων. Κι αυτό γιατί η μεν Ελλάδα κατηγορηματικά δηλώνει διά του Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά ότι δεν προτίθεται να μετάσχει σε οποιοδήποτε σχήμα εγγυήσεων, η δε Βρετανία εμμέσως πλην σαφώς διά του Υπουργού Εξωτερικών, που επισκέφθηκε πρόσφατα την Κύπρο, δηλώνει ότι δεν επιδιώκει και δεν επιθυμεί τη συνέχιση του ρόλου της ως εγγυήτριας δύναμης.