Συνεντεύξεις

Γιώργος Παμπορίδης: «Παίρνουμε πολύ σοβαρά τον ρόλο μας»

Ο Υπουργός Υγείας μας μιλά για τον Γιώργο πίσω από τον Παμπορίδη

Η σκιά του πολέμου, η στράτευση στον ΔΗΣΥ, η καριέρα, η τύχη και η επιμονή ενός ανθρώπου που δηλώνει ότι δεν είναι ακομπλεξάριστος
«Το βράδυ των προεδρικών εκλογών, που εξελέγη ο Σπύρος Κυπριανού, μας έκαψαν τα αυτοκίνητά μας, επειδή εγώ και η αδερφή μου ήμασταν αναμεμειγμένοι στον ΔΗΣΥ»
«Υπάρχει μια σοβαροφάνεια στην Κύπρο, η οποία είναι χαρακτηριστικό όλων των μικρών κοινωνιών και θεωρώ ότι θα πρέπει να χλευάζεται»
Νομίζω δεν μου πάει το βουλευτιλίκι, έτσι όπως είναι στην Κύπρο. Η Ευρωβουλή είναι κάτι διαφορετικό, αλλά χρειάζεται προσωπικές θυσίες, οι οποίες για μένα δεν αξίζουν τον κόπο, λόγω απόστασης από Βρυξέλλες και Στρασβούργο, είσαι πάντα με μια βαλίτσα στο χέρι. Εγώ έχω μικρά παιδιά και ο πρωταρχικός μου στόχος είναι να έχω τουλάχιστον τη δυνατότητα να τα βλέπω.
Γενικώς προτιμώ ο προσωπικός μου χώρος να είναι προσωπικός, αλλά δεν έχω και κανένα πρόβλημα να μιλήσω για τη ζωή μου. Γεννήθηκα το 1969 και μεγάλωσα στη Λευκωσία, στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου. Ανήκω στη γενιά του πολέμου. Όταν πήγα για πρώτη χρονιά σχολείο, ήταν το 1974 κι ενώ η πρώτη μέρα για όλα τα παιδάκια είναι μέρα χαράς, για τη δική μου γενιά ήταν μια από τις χειρότερες ημέρες της ζωής μας, καθώς ήταν ένα σχολείο γεμάτο προσφυγόπουλα, με σκηνές μέσα στην αυλή, με κόσμο τρομαγμένο.
Τα μαθητικά χρόνια πέρασαν με τη βαριά σκιά της εισβολής και της προσφυγιάς. Παρότι εμείς δεν ήμασταν πρόσφυγες, βιώσαμε τον πόλεμο έντονα. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός, η κλινική του είχε επιταχθεί και είχε μέσα πληγωμένους. Όταν λοιπόν άδειασε η Λευκωσία, δεν μπορούσαμε να φύγουμε όλοι λόγω των πληγωμένων. Ο πατέρας έμεινε, εγώ με τη μητέρα και την αδερφή μου πήραμε το τελευταίο καράβι από Λεμεσό, πήγαμε στην Αθήνα και γυρίσαμε ύστερα από τρεις εβδομάδες για να πάμε στο σχολείο.
Μιλώ για ταραγμένες εποχές
Από νωρίς, από τα 13 μου, ήμουν ενταγμένος στον ΔΗΣΥ. Πώς κι έτσι; Ξέρετε, ήταν έντονα τα πολιτικά πάθη της εποχής. Για να καταλάβετε, το βράδυ των προεδρικών εκλογών που εξελέγη ο Σπύρος Κυπριανού σε συνεργασία με το ΑΚΕΛ, μας έκαψαν τα αυτοκίνητά μας, επειδή εγώ και η αδερφή μου ήμασταν έντονα αναμεμειγμένοι στον ΔΗΣΥ. Σας μιλώ για ταραγμένες εποχές. Υπήρξα πρόεδρος της ΜΑΚΗ για δύο συναπτά έτη, ενώ παράλληλα ήμουν ποδοσφαιριστής στη δεύτερη ομάδα του ΑΠΟΕΛ.
Στον στρατό ήμουν αξιωματικός και υπηρέτησα επί 29 μήνες. Στη συνέχεια, από ένα καπρίτσιο, αποφάσισα να σπουδάσω στην Ελλάδα, παρότι υπήρξα μαθητής της Αγγλικής Σχολής και παραδοσιακά οι μαθητές που φοιτούσαν εκεί, πήγαιναν για σπουδές στην Αγγλία. Για εμένα, ήταν σημαντική η χρήση της ελληνικής γλώσσας, την οποία δεν ήξερα καλά κι επειδή ο πατέρας μου ήταν παραδοσιακά λάτρης των ελληνικών, συχνά με πείραζε ότι «δεν το κατέχω το άθλημα». Ενδεχομένως τελικά να επρόκειτο για μια αντίδραση απέναντι στον πατέρα μου, ίσως όμως να φταίει το ότι με ιντριγκάρει πάντα το δύσκολο.
«Ξεπατώθηκα, αλλά τα κατάφερα»
Όταν πήγα να εγγραφώ για τις Παγκύπριες Εξετάσεις, μου είπαν ότι δεν δικαιούμουν γιατί το απολυτήριο της Αγγλικής Σχολής δεν αναγνωριζόταν ως απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης. Αναγκάστηκα να εγγραφώ σε νυχτερινό σχολείο και να δώσω εξετάσεις νυχτερινού. Ήταν εφιαλτικό, ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω. Ωστόσο με ανέλαβε ένας φωτισμένος δάσκαλος, ο Αλέξανδρος Κινάνης. Όταν πήγα απογοητευμένος να του ανακοινώσω ότι εγκαταλείπω, μου είπε «μην ανησυχείς, το ’χεις». Βγάλαμε λοιπόν ένα πρόγραμμα, με έστειλε σε άλλους καθηγητές, ξεπατώθηκα τρεις μήνες, αλλά τα κατάφερα. Πέρασα στη Νομική Αθηνών το 1988.
Τότε το κλίμα ήταν ιδιαίτερα πολωμένο στην Ελλάδα, υπήρχαν έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος και από οικονομικής και από πολιτικής άποψης.


Ωστόσο, εγώ απείχα από τα κομματικά κι αυτό διότι τα είχα αηδιάσει, είχα διακρίνει ότι υπήρχε μια στράτευση, η οποία ήταν σαθρή και την οποία δεν ήθελα να υπηρετήσω. Τελείωσα τη Νομική στα δυόμισι χρόνια, πήγα στο Southampton, έκανα μεταπτυχιακό στο Ναυτικό Δίκαιο κι εκείνη την περίοδο εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Γλαύκος Κληρίδης. Ο πολιτικός μου μέντορας, με τον οποίο είχα πολύ σημαντική συνεργασία, ήταν ο Γιαννάκης Κασουλίδης, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Νεολαίας ΔΗΣΥ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και μου ζήτησε να αναμιχθώ στο να ενοποιηθεί ξανά το φοιτητικό κίνημα της Αγγλίας, το οποίο είχε διασπαστεί από το 1974, λόγω μιας ανακοίνωσης υπέρ του πραξικοπήματος.
Μετά το Southampton, πήγα στο LSE για ένα μεταπτυχιακό διεθνών σχέσεων, έπειτα γύρισα στην Κύπρο κι έκανα την άσκησή μου στο γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου. Τον Νικόλα τον γνώριζα παιδιόθεν, ήμουν φίλος της οικογένειας, αλλά θέλω να πιστεύω ότι μπήκα με την αξία μου. Θυμάμαι ότι είχα στείλει βιογραφικό κι ένα Σάββατο πήρα τηλέφωνο στο γραφείο. Απάντησε ο ίδιος Τάσσος. Μου είπε, «μα καλά, γιατί δεν είπες του μπαμπά σου να μου μιλήσει πριν στείλεις βιογραφικό;», αλλά του απάντησα «δεν κατάλαβα, ο μπαμπάς μου θα κάνει άσκηση;». Γέλασε.
«Who the fuck are you?»
Μετά την άσκηση επέστρεψα στο Λονδίνο, όπου εργάστηκα ως δικηγόρος και παράλληλα εκπονούσα το διδακτορικό μου, το οποίο κατάφερα να κάνω από τύχη. Η ιστορία έχει ως εξής: δημοσίευσα ένα άρθρο σε ένα νομικό περιοδικό, όπου εξέφραζα κάποιες ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίο εξελισσόταν ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός. Αυτό, εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα αιρετικό. Υπέγραψα λοιπόν το άρθρο με το όνομά μου και το όνομα της εταιρείας όπου εργαζόμουν, η οποία ήταν μια μεγάλη φίρμα του Λονδίνου. Τότε, ήμουν ο τελευταίος τροχός της αμάξης στο γραφείο.
Μια μέρα επιστρέφοντας από γεύμα, μου λέει η γραμματέας ότι με έψαχνε ο manager partner. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα, γιατί, αντιλαμβάνεστε, σε μια εταιρεία με 600 δικηγόρους το να σε ψάχνει το αφεντικό, ήταν περίεργο. Όταν πάω πάνω, με βλέπει και μου λέει «who the fuck are you?». Τι εννοείς, του απαντώ. «Ποιος είσαι εσύ και γράφεις άρθρα, και μάλιστα υπογράφεις με το όνομα της εταιρείας; Μας ρώτησες;». Του απάντησα ότι είχα άδεια από το Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού. «Τότε γιατί γράφεις τέτοιες μ......ς;», λέει και μου πετάει το άρθρο. «Γιατί το πιστεύω», του απαντώ. «Κοίταξε, τηλεφώνησε ο Αντιπρόεδρος της Mearsk (ενός δανέζικου κολοσσού και του μεγαλύτερου πελάτη μας) και ήταν θορυβημένος. Θέλει παρουσίαση». «Αστειεύεστε, αυτό είναι τίτλος διδακτορικού, δεν είναι μικρή δουλειά», του λέω. «Πόσο χρόνο χρειάζεσαι;», ρωτάει και του απαντώ έξι μήνες. Μου λέει «έχεις έξι εβδομάδες». Πράγματι, ετοιμάστηκα, έκανα την παρουσίαση, τους άρεσε και από την όλη προσπάθεια προέκυψε ο κορμός του διδακτορικού μου.
«Όλοι έχουμε τα κόμπλεξ μας»
Αν αγαπάω τη Μάργκαρετ Θάτσερ; Όχι. Θεωρώ ότι ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα τραχύς, που υπήρξε πάρα πολύ τυχερή κι έχω έντονες επιφυλάξεις για τις πολιτικές μεθόδους τις οποίες μεταχειρίστηκε. Δεν υπάρχει κανείς που αγαπάω ως πολιτικό πρότυπο, αλλά θαυμάζω πολιτικές πτυχές από διάφορους, όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, που ήταν ένας ιδιαίτερα προβληματικός χαρακτήρας. Το να θαυμάζεις κάποιον εμπεριέχει διάφορα υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να βλέπεις στο πλαίσιο των αντικειμενικών συνθηκών τις οποίες βίωσε. Το να κρίνεις, για παράδειγμα, τον Μακάριο, χωρίς να έχεις αντίληψη της αντιξοότητας της περιόδου 1950-1977, είναι άδικο. Ακόμα και για τον Στάλιν ή τον Χίτλερ, χωρίς να έχεις επίγνωση των δεινών και του εξευτελισμού που η Γερμανία υπέστη κατά τον μεσοπόλεμο ή αντιστοίχως του κλίματος τρόμου που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή αλλά και της ναζιστικής απειλής, είναι άδικος. Ο ρόλος της Ιστορίας είναι να μπορέσει να διακρίνει τη συνεισφορά του καθενός μας στα κοινά, στο πλαίσιο όμως που αυτός λειτούργησε.
Γενικώς, όχι, δεν είμαι ακομπλεξάριστος τύπος. Όλοι έχουμε τα κόμπλεξ μας. Αυτοσαρκάζομαι όμως, κυρίως για τη φαλάκρα μου. Τις απόκριες, για παράδειγμα, φόρεσα περούκα. Υπάρχει μια σοβαροφάνεια στην Κύπρο, η οποία είναι χαρακτηριστικό όλων των μικρών κοινωνιών και η οποία με ενοχλεί. Θεωρώ ότι αυτή η σοβαροφάνεια θα πρέπει να χλευάζεται, ιδιαίτερα από πολιτικούς και αξιωματούχους. Παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον ρόλο μας και με στεναχωρεί όταν βλέπω κάποιους να το παίζουν μόνο σοβαροί. Η σοβαρότητα δεν κρίνεται από το αν είσαι πλακατζής και χαβαλές, αλλά από το πόσο επαγγελματίας είσαι στη δουλειά σου.