Συνεντεύξεις

Αντρούλα Βασιλείου: «Έζησα μια πλήρη ζωή»

Η Αντρούλα Βασιλείου μιλάει για τη ζωή της

Τα δύσκολα χρόνια στην Πάφο, η απόφαση για σπουδές νομικής, η δράση της ως Πρώτη Κυρία. Μια γυναίκα που νιώθει ευτυχισμένη για όσα έχει πετύχει
«Δεν ένιωσα ποτέ διακοσμητική δίπλα στον σύζυγό μου, γιατί ήμουν πάντα πολύ δραστήρια»
«Τα δικηγορικά γραφεία δεν με δέχονταν γιατί ήμουν μια άγνωστη, μικρή κοπέλα στα 23. Όλοι μού έκλειναν την πόρτα»

Γεννήθηκα στην Πάφο κι έζησα εκεί τα πρώτα πεντέμισι χρόνια, καθώς οι γονείς μου είναι από το Κτήμα της Πάφου. Σ' εκείνη τη φάση, ο πατέρας μου αποφάσισε να έρθουμε Λευκωσία για οικονομικούς λόγους, κυρίως γιατί η Πάφος ήταν πολύ απομονωμένη εκείνη την εποχή, δεν είχε σχεδόν καμία σχέση με την υπόλοιπη Κύπρο και οικονομικά ήταν πολύ πίσω. Ο πατέρας μου ήταν φαρμακοποιός κι έφυγε από την πόλη φορτωμένος ένα σωρό χρέη, διότι όλοι οι φίλοι τότε δάνειζαν ο ένας στον άλλο και στο τέλος κανείς δεν πλήρωνε.
Είχε λοιπόν έναν θείο στη Λευκωσία, τον Κλεάνθη, ο οποίος ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας, είχε δική του ασφαλιστική εταιρεία. Ο θείος ήξερε ότι ο πατέρας μου ήταν καλός στις πωλήσεις και του ζήτησε να εργαστεί μαζί του. Έτσι πήραμε την απόφαση. Δούλεψε κυρίως ως ασφαλιστής, αλλά μαζί με έναν άλλο φαρμακοποιό άνοιξε ένα μικρό φαρμακείο.
Πρώτη φορά σε πάρτι
Ερχόμενη στη Λευκωσία, άλλαξα διάφορα σχολεία διότι μετακομίζαμε συνεχώς, τελείωσα πάντως το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Με την Πάφο όμως διατηρήσαμε επαφή. Όλες τις γιορτές και τα καλοκαίρια πηγαίναμε πίσω να δούμε τη γιαγιά και να μείνουμε λίγο μαζί της.
Σαν μικρό παιδί στην Πάφο, έζησα πολύ δύσκολα χρόνια γιατί ήμουν πολύ φιλάσθενη, έπασχα από βρογχικά και πολλές φορές κινδύνεψα να πεθάνω. Έτσι, οι αναμνήσεις μου από εκεί είναι μάλλον δυσάρεστες, παρόλο που θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου να είναι δίπλα μου, να μου διαβάσει παραμύθια, να με ταΐζει όταν ήμουν στο κρεβάτι άρρωστη. Γι’ αυτό και η αγάπη για τον πατέρα μου ήταν ιδιαίτερη.
Στη Λευκωσία έζησα χρόνια δύσκολα ως κοπέλα, όλες οι μαθήτριες της εποχής, γιατί οι οικογένειες ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, δεν μας άφηναν να κυκλοφορούμε ελεύθερα, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε με άλλους ανθρώπους. Το πρώτο πάρτι, στο οποίο με άφησαν να πάω, ήταν εκείνο της αποφοίτησης στα 17,5 και στις δέκα το βράδυ ήρθαν να με παραλάβουν. Το εκπληκτικό όμως είναι ότι, παρ’ όλη την αυστηρότητα, δεν είχαν καμία έγνοια ή σκέψη να μη με αφήσουν να σπουδάσω και μάλιστα στην Αγγλία - εκ των υστέρων το συνειδητοποίησα.


Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να μη με αφήνουν να πάω σε ένα πάρτι, αλλά να με στείλουν μόνη μου από την Κύπρο στο Λονδίνο; Φανταστείτε κατ' αρχάς το κοινωνικό σοκ που έπαθα όταν έπρεπε να ψάξω μόνη μου για δωμάτιο, να βρω το πανεπιστήμιό μου, να εγγραφώ και να ζήσω μόνη με μια αγγλική οικογένεια. Ρώτησα κάποια στιγμή τον πατέρα μου, «συνειδητοποίησες ποτέ πού με έστειλες;» και μου απάντησε «σε μεγάλωσα με αρχές και σου είχα εμπιστοσύνη». Και, όντως, όταν αισθανόμουν κίνδυνο, πάντα έρχονταν στη σκέψη μου τα λόγια των γονιών μου. Ο τρόπος που με μεγάλωσε με έκανε δέσμια αυτών των αρχών.
Η Νομική ήταν ιδέα της γιαγιάς
Επιπλέον, ήταν προχωρημένη και η απόφαση για σπουδές νομικής, αλλά θα σας πω πώς έγινε. Η δική μου επιλογή αρχικά ήταν να γίνω σχεδιάστρια μόδας. Μάλιστα, κινδύνεψα να αποβληθώ από το σχολείο διότι η καθηγήτρια με έπιασε να σχεδιάζω πάνω στο τετράδιό μου την ώρα των Γαλλικών. Εξάλλου, στο Λονδίνο αρχικά γράφτηκα σε σχολή για να σπουδάσω σχέδιο μόδας, όμως οι γονείς μου σκέφτηκαν «στην Κύπρο πού θα δουλέψεις;». Δεν είχαν και άδικο. Έπειτα σκέφτηκα την Αρχιτεκτονική, αλλά οι γονείς μου αναστατώθηκαν λέγοντας «μα θα είσαι με τους εργάτες και τους χτίστες όλη την ημέρα;». Τη λύση έδωσε η γιαγιά μου, η οποία ήταν πιο προοδευτική από τη μητέρα. «Είσαι πολύ καλή στην ομιλία, θα πας για δικηγόρος», είπε. Το σκέφτηκα, συμφώνησα και τελικά πήγα στη Νομική.
Τελείωσα τη Νομική πολύ γρήγορα, αλλά επειδή ήμουν κάτω των 21, έπρεπε να περιμένω 6 μήνες κι έτσι για να μη χάνω τον καιρό μου, αποφάσισα να κάνω μεταπτυχιακό. Είχα μάλιστα τη φαεινή ιδέα να κάνω Διεθνείς Σχέσεις που, στην πραγματικότητα, δεν θα με ωφελούσαν καθόλου.
Κλειστές πόρτες
Ερχόμενη στην Κύπρο, τα δικηγορικά γραφεία δεν με δέχονταν γιατί ήμουν μια άγνωστη, μικρή κοπέλα στα 23. Όλοι μού έκλειναν την πόρτα. Επιπλέον, στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο τότε Υπουργός Σπύρος Κυπριανού είχε σαν αρχή να μην προσλαμβάνουν γυναίκες εκτός αν επρόκειτο για γραμματειακό προσωπικό, οπότε ούτε κι εκεί είχα προοπτική. Εκείνος που με ενθάρρυνε να ανοίξω δικό μου δικηγορικό γραφείο, ήταν ο Γιώργος. Οι πελάτες άρχισαν να έρχονται, αλλά όταν κάποιες υποθέσεις έφταναν στο σημείο που έπρεπε να πάρουμε αποφάσεις, η απάντησή τους ήταν «περίμενε, θα πάμε να συμβουλευτούμε κι έναν άντρα δικηγόρο». Εκείνο που τους έλεγα ήταν «να πάτε σε άλλον δικηγόρο, αλλά εγώ δεν συνεχίζω με την υπόθεση». Πολλές φορές έχαναν στο δικαστήριο κι όταν τους έβρισκα μετά από καιρό, μου έλεγαν «μακάρι να σε ακούγαμε». Με πείραζε η προκατάληψη, αλλά αυτή ήταν η κατάσταση.
Μετά από μια δίκη για μια ποινική υπόθεση την οποία κέρδισα, έρχεται ο κλητήρας και μου λέει ότι με ζητούσε ο Πρόεδρος στο γραφείο του. Αρχικά νόμιζα ότι ήθελε να με συγχαρεί. Πήγα λοιπόν με μια άνεση να πάρω τα συγχαρητήρια, αλλά εκείνος, αφού με συνεχάρη, μου είπε «ο λόγος όμως που σε φώναξα είναι ότι η φούστα σου είναι λίγο πάνω από το γόνατο. Σε παρακαλώ, να μην επαναληφθεί και να πας να το πεις και στις άλλες δικηγορίνες και αν δω άλλη με κοντό, να ξέρεις ότι εσένα θα καλέσω». Ξέρετε, εκείνη την εποχή είχε αρχίσει η μόδα των μίνι. Μετέφερα λοιπόν το μήνυμα, κατέβασα και τη φούστα μου κάτω από το γόνατο, αλλά μια άλλη δικηγορίνα δεν το δέχτηκε. «Ας με πάει φυλακή, εγώ δεν το αλλάζω», είπε.
«Μου στοίχισε που σταμάτησα να εργάζομαι»
Σταμάτησα να εργάζομαι μετά την εκλογή του συζύγου μου. Μου στοίχισε πάρα πολύ γιατί το γραφείο μου το είχα δημιουργήσει με μεγάλη δυσκολία. Η άποψη του τότε Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου ήταν ότι υπήρχε ένα ηθικό ασυμβίβαστο ανάμεσα στον ρόλο της Πρώτης Κυρίας και σε εκείνον της δικηγόρου. Σταμάτησα λοιπόν και αφιέρωσα όλο μου τον χρόνο σε διάφορες κοινωνικής φύσεως δραστηριότητες, όπως δράσεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, για τα οποία τα ταμπού ήταν τρομερά τότε. Έκανα μεγάλο αγώνα στο να βγουν έξω από το σπίτι, να το συνηθίσει ο κόσμος.


Παράλληλα, είχαμε το πρώτο κρούσμα AIDS, όπου ο κόσμος δεν τολμούσε να πλησιάσει στον ασθενή. Πήγα σε σπίτι οικογενειών με AIDS και ήπια καφέ μαζί τους, κάτι που δεν τολμούσε κανείς να κάνει λόγω της άγνοιας για το πώς μεταδίδεται η ασθένεια.
Επίσης, ίδρυσα ένα ταμείο μουσικής και τεχνών, φέραμε καθηγητές μουσικής για πνευστά όργανα που δεν υπήρχαν τότε στην Κύπρο, αγοράσαμε όργανα για να αρχίσουν τα παιδιά να μαθαίνουν. Κάναμε και συναυλίες μαζί με διαλέξεις για να γνωρίσει ο κόσμος σιγά-σιγά την κλασική μουσική.
«Ήμουν πολύ δραστήρια»
Αν ένιωσα ποτέ «διακοσμητική» δίπλα στον σύζυγό μου; Όχι, γιατί ήμουν πολύ δραστήρια. Σε αντίθεση με την κυρία Κυπριανού, η οποία ήταν πολύ περιορισμένη σε όσα έκανε, εγώ βγήκα έξω, άνοιξα και το Προεδρικό για τον κόσμο, έκανα πολλά πράγματα. Το υπαίθριο θεατράκι του Προεδρικού, εγώ το έφτιαξα, στη θέση ενός φθαρμένου ελικοδρομίου. Όταν τόλμησα να βρω μερικές εταιρείες οι οποίες θέλησαν να φτιάξουν το θεατράκι δωρεάν, χωρίς να ξοδέψει ούτε δεκάρα η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν φαντάζεστε τι έλεγαν για μένα και τι έγραφαν οι εφημερίδες. Χαίρομαι όμως διότι το αξιοποίησαν και οι επόμενοι Πρόεδροι, αφήνοντας τον κόσμο να μπαίνει μέσα και να βλέπει. Πάντα οι εκδηλώσεις που κάναμε ήταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς, άρα «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια».
Αν στερήθηκα κάτι στη ζωή μου; Όχι, έχω ζήσει μια πλήρη ζωή. Παρόλο που σαν μικρό παιδί περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια, καθώς τα έσοδα του πατέρα μου ήταν πολύ περιορισμένα, είχαμε μάθει να είμαστε ευτυχισμένοι και με τα λίγα την εποχή εκείνη. Η ζωή μου όμως υπήρξε πολύ πλούσια, πρέπει να είμαι πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό μου και με τα όσα έχω πετύχει.