Συνεντεύξεις

Αλλάζουν οι προτεραιότητες της Ε.Ε.

Ο Βασίλειος Τσιάμης, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας σε θέματα στρατηγικής και πολιτικής και σχέσεων ΕΕ με ΝΑΤΟ και νυν εκτελεστικός διευθυντής της Διεθνούς Εταιρείας Συμβούλων Ernst & Young, μιλά στη «Σ»

Σε ζητήματα υψίστης προτεραιότητας έχουν μετατραπεί τα ζητήματα Ασφάλειας και Άμυνας των Ευρωπαίων, γεγονός που δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν οι ηγεσίες των κρατών-μελών αλλά και ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αντίθεση με το παρελθόν, ωστόσο, που οι οικονομικοί πόροι ήταν επαρκείς, η οικονομική κρίση έχει προσανατολίσει τις ηγεσίες των ευρωπαϊκών κρατών να στραφούν προς την ενιαία άμυνα. Με αυτά τα δεδομένα, οι ένοπλες δυνάμεις της Κύπρου μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη δυνατότητα να προμηθεύονται υψηλής τεχνολογίας αμυντικό υλικό, το οποίο θα έχει αναπτυχθεί με συμμετοχή κυπριακών φορέων, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και στο οποίο θα έχουν ληφθεί πλήρως υπόψη οι επιχειρησιακές τους ανάγκες. Αυτό δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Το ζήτημα βεβαίως είναι να υπάρχει εθνική στρατηγική με αντίστοιχες πολιτικές που να συνδέει απαιτήσεις με βιομηχανικές, τεχνολογικές και ερευνητικές δυνατότητες αλλά και χρηματοδότηση.

Για όλα αυτά τα ζητήματα, δίνει απαντήσεις ο Βασίλειος Τσιάμης, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας σε θέματα στρατηγικής και πολιτικής και σχέσεων ΕΕ με ΝΑΤΟ και νυν εκτελεστικός διευθυντής της Διεθνούς Εταιρείας Συμβούλων Ernst & Young, στον τομέα της Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της Ασφάλειας και της Άμυνας.

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε σημαντικά βήματα στον τομέα της Ασφάλειας και Άμυνας. Δημιουργήθηκε το μόνιμο πλαίσιο συνεργασίας της PESCO και σχεδιάστηκαν τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα υποστηρίξουν αποκλειστικά αμυντικά προγράμματα συνεργασίας των κρατών-μελών. Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η στροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ασφάλεια και την Άμυνα;

Επιτρέψτε μου πρώτα να αναφερθώ στην ευρύτερη εικόνα. Η ΕΕ διέρχεται μία από τις τελευταίες και πιο δύσκολες φάσεις της πλήρους ενοποίησής της, αγγίζοντας ευαίσθητους τομείς όπως αυτούς της Ασφάλειας και Άμυνας, της Οικονομικής και τέλος της Εξωτερικής Πολιτικής. Αυτό σε μία περίοδο που οι γεωστρατηγικοί συσχετισμοί αναδιατάσσονται, με πρώτες τις νέες ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας - Κίνας αλλά και την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής όχι μόνο σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική αλλά και στη διαχείριση των πόρων και πηγών ενέργειας, όπως επίσης στις νόρμες των εμπορικών ισοζυγίων. Στο πλαίσιο αυτό, το κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης της ΕΕ προσαρμόζεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό με κύριο συστατικό την επένδυση στην καινοτομία.

Μέσα σε αυτή την ευρύτερη εικόνα, γεγονότα όπως η τρομοκρατία που άγγιξε ευθέως το συναίσθημα ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών, μετέτρεψαν για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο τη συζήτηση για Ασφάλεια και Άμυνα ως ένα θέμα υψίστης προτεραιότητας για τους Ευρωπαίους πολίτες, γεγονός που δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν οι ηγεσίες των κρατών-μελών αλλά και ίδια η Ένωση. Επιπροσθέτως ας μην ξεχνάμε την οικονομική κρίση που επέβαλλε την ανάγκη περισσότερης συνεργασίας μεταξύ κυβερνήσεων στον τομέα της Ασφάλειας και Άμυνας, προκειμένου να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τους διαθέσιμους πόρους.

Για όλους του παραπάνω λόγους η ΕΕ ήδη από τον Δεκέμβριο του 2013 έχει ξεκινήσει μία πιο αποφασιστική πορεία ενδυνάμωσης της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Η ταχύτητα των δράσεων και αποφάσεων είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα της ΕΕ, με κινητήριο δύναμη την υλοποίηση της Παγκόσμιας Στρατηγικής της ΕΕ, όπως αυτή παρουσιάστηκε το 2016. Νέες έννοιες και μηχανισμοί σχηματοποιήθηκαν και ήδη υλοποιούνται όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία ή το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα.

Τα κράτη-μέλη πλέον παρουσιάζονται πιο αποφασισμένα από ποτέ για κοινές δράσεις και κοινές δεσμεύσεις, για περισσότερη συλλογικότητα στους τομείς της Ασφάλειας και της Άμυνας, προκειμένου να ενισχύσουν το αίσθημα ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών αλλά και για να προάγουν περισσότερη αυτονομία της ΕΕ σε ό,τι αφορά στον ρόλο της ως παράγοντα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να προβάλλει ως αξιόπιστος εταίρος προς τους συμμάχους της.

Με βάση τις εξελίξεις που περιγράφετε και τα δεδομένα που υπάρχουν, ποιες είναι οι ευκαιρίες και ενδεχομένως οι προκλήσεις για την κυπριακή βιομηχανική, τεχνολογική και ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς επίσης και για τις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις;

Οι ευκαιρίες που παρέχονται είναι πολλαπλές, πολυεπίπεδες και για διάφορους αποδέκτες, όπως εύστοχα αναφέρατε.

Σε ό,τι αφορά στην κυπριακή βιομηχανική, τεχνολογική και ακαδημαϊκή κοινότητα θα αναφερθώ κυρίως στην πρόσβαση σε χρηματοδοτικά σχήματα της ΕΕ τόσο σε ήδη υπάρχοντα, τα οποία πλέον είναι διαθέσιμα και για φορείς ενεργούς στον τομέα της Ασφάλειας και Άμυνας, όσο και σε νέα όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα που προανέφερα.

Ένα επιπλέον πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα εισόδου σε ευρωπαϊκά δίκτυα συνεργασιών που θα αναδείξουν την επιχειρηματικότητα και καινοτομία αλλά και θα προάγουν την εξωστρέφεια της κυπριακής βιομηχανικής, τεχνολογικής και ερευνητικής βάσης σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη τεχνολογιών και συστημάτων.

Εδώ πρέπει να υπογραμμίσω ότι οι δράσεις αυτές δεν αφορούν μόνο τους φορείς που είναι ενεργοί στον τομέα της Άμυνας αλλά ευρύτερα, φορείς και οντότητες, που είναι ενεργοί σε τομείς διττής χρήσης όπως η πληροφορική, η κυβερνο-άμυνα, η παρατήρηση, τα μη στελεχωμένα συστήματα και η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη και μία σειρά άλλων τομέων. Γνωρίζω καλά ότι στην Κύπρο υπάρχουν τόσο βιομηχανικές όσο και κυρίως, τεχνολογικές και ερευνητικές δυνατότητες. Η Κύπρος δύναται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα ήθελα να τονίσω ότι αυτοί οι τομείς που ανέφερα ανταποκρίνονται ευθέως στις προτεραιότητες όπως αυτές καθορίστηκαν από τον Υπουργό Άμυνας τον Ιούνιο του 2019 στα πλαίσια του προγράμματος ΑΘΗΝΑ 2019.

Σε ό,τι αφορά στις ένοπλες δυνάμεις, η άμεση θετική συνέπεια είναι η δυνατότητα να προμηθεύονται υψηλής τεχνολογίας αμυντικό υλικό, το οποίο θα έχει αναπτυχθεί με συμμετοχή κυπριακών φορέων στην όλη διαδικασία, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και στο οποίο θα έχουν ληφθεί πλήρως υπόψη οι επιχειρησιακές τους ανάγκες. Αυτό δεν συνέβαινε στο παρελθόν, όπως γνωρίζετε, και νομίζω ότι τώρα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες προς τούτο.

Σε ό,τι αφορά στις προκλήσεις, εγώ διαπιστώνω μία και μόνη πρόκληση: τις συνέπειες της μη δράσης ή αλλίως τυχούσα απόφαση να μην αλλάξει τίποτα ή κι αν είναι να αλλάξει να ακολουθήσει διαφορετική δυναμική και ταχύτητα από αυτήν που επιβάλλουν οι συνθήκες. Βιώνουμε την εποχή της τέταρτης βιομηχανοποίησης και αυτό μπορεί να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία ώστε η Κύπρος να αναδιατάξει τη θέση της στην παγκόμια κοινότητα, δεδομένων και των εξελίξεων σε ό,τι αφορά στον ενεργειακό τομέα. Υπό αυτό το πρίσμα είναι σημαντικό οι αρμόδιοι φορείς, δημόσιοι και ιδιωτικοί, να αφουγκραστούν τα μηνύματα και να αναλάβουν δράση και είμαι πεπεισμένος ότι αυτό είναι ήδη μία πραγματικότητα.

Γιατί οι ένοπλες δυνάμεις, το Υπουργείο Άμυνας και γενικά η Κυπριακή Δημοκρατία να επενδύσουν στον τομέα της Έρευνας, του Σχεδιασμού και της Ανάπτυξης ενός προϊόντος από την αρχή, αντί να προβούν στην εξασφάλιση ενός αντίστοιχου προϊόντος που βρίσκεται ήδη στην αγορά;

Τα Υπουργεία Άμυνας είναι μέρος της κοινωνίας, συμμετέχουν στην ευρύτερη κυβερνητική πολιτική, όπως για παράδειγμα στην ενίσχυση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Tο Υπουργείο Άμυνας λοιπόν οφείλει, αν θέλετε, στο πλαίσιο της ευρύτερης κυβερνητικής πολιτικής, να ενημερώσει για τις επιλογές που υπάρχουν και να κατευθύνει τις διάφορες οντότητες προς αυτή την κατεύθυνση. Μέχρι σήμερα 590 εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν ήδη προς αυτή την κατεύθυνση και άλλα 13 δισεκατομμύρια ευρώ δρομολογούνται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα. Επιπλέον χρηματοδοτικά σχήματα, που όλα μαζί αγγίζουν το ποσό των 30 δισεκατομμυρίων ευρώ, προγραμματίζονται. Ασφαλώς αυτά είναι μεγέθη που δεν μπορούν και δεν πρέπει να αγνοηθούν και το Υπουργείο Άμυνας έχει αναλάβει ήδη δράσεις ώστε να εξασφαλίσει οφέλη για τη βιομηχανική, τεχνολογική και ακαδημαϊκή βάση.

Όταν μιλάμε για επένδυση στην έρευνα, δεν μιλάμε για νέα πορεία ή αντικατάσταση συνήθους πρακτικής. Οι εξοπλισμοί πρέπει να έχουν μια ισορροπία. Άλλοτε παίρνεις κάτι έτοιμο από την αγορά και άλλοτε το αναπτύσσεις προσαρμοσμένο στις ανάγκες σου, διατηρώντας ενίοτε και τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης. Κάποτε είναι σημαντική η κάλυψη βραχυπρόθεσμων αμυντικών ελλείψεων που ίσως να είναι και επείγουσες αλλά ταυτόχρονα πρέπει να κοιτάς και στο μέλλον, εισάγοντας τα νέα εκείνα στοιχεία της τεχνολογίας που θα προσφέρουν πλεονέκτημα. Το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει πλάνο και σχεδιασμός προς τούτο.

Τέλος είναι και ζήτημα πολιτικής και δεσμεύσεων. Ήδη από το 2007, οι Υπουργοί Άμυνας έχουν δεσμευτεί ότι θα καταβάλουν προσπάθεια να δαπανούν 2% από το σύνολο των αμυντικών δαπανών, στην έρευνα και την τεχνολογία, δέσμευση που επαναλαμβάνεται στο πλαίσιο της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO). Επίσης, με τη συμμετοχή της στην PESCO, η Κύπρος δεσμεύεται να αξιοποιεί τις ευκαιρίες που παρέχονται από τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διασφαλίζει ότι τα προγράμματα συνεργασίας στα οποία συμμετέχει, καθώς και οι πολιτικές και στρατηγικές που εκπονεί/υιοθετεί έχουν θετικό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή βιομηχανική και τεχνολογική βάση στον τομέα της άμυνας. Η πρόοδος εφαρμογής αυτών των δεσμεύσεων αξιολογείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε χρόνο.

Πώς κρίνετε τη δράση των αρμόδιων φορέων της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τις εξελίξεις αυτές, προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της κυπριακής βιομηχανικής, τεχνολογικής και ακαδημαϊκής κοινότητας;

Τόσο από τη γνώση μου, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας μου στον Ευρωπαϊκό Αμυντικό Οργανισμό, όπου είχα άμεση και συνεχή επαφή με τα τεκταινόμενα και τις δράσεις στην Κύπρο όσο και από τις μέχρι τώρα επαφές μου από την παρούσα θέση, διαπιστώνω ότι το Υπουργείο Άμυνας κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Θα αναφερθώ στην ενεργό παρουσία στα διάφορα φόρα στις Βρυξέλλες, στη συμμετοχή σε συνεργατικά προγράμματα και πρωτοβουλίες, αλλά και εσωτερικά σε συγκεκριμένες δράσεις όπως το πρόσφατο παράδειγμα με τη δράση ΑΘΗΝΑ 2019 που αναλήφθηκε πρόσφατα από το Υπουργείο, για την Έρευνα, την Καινοτομία και την Τεχνολογική Ανάπτυξη στον τομέα της Άμυνας. Είναι σημαντικό κάθε κράτος-μέλος να έχει ξεκάθαρη εικόνα για τις περιοχές που εκτιμά ότι έχει ή θέλει να έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στη βιομηχανική, τεχνολογική και ακαδημαϊκή κοινότητα να επικεντρώνει τις δράσεις της, αλλά και οι επενδύσεις είτε από δημόσιους είτε από ιδιωτικούς φορείς να κατευθύνονται αντίστοιχα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου σχεδίου.

Αυτό που είναι σημαντικό και εδώ ίσως υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, είναι να ακολουθηθεί μία διαδικασία στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής με αντίστοιχες πολιτικές που να συνδέει απαιτήσεις με βιομηχανικές, τεχνολογικές και ερευνητικές δυνατότητες, αλλά και χρηματοδότηση και αυτό το σχέδιο να έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα και να δύναται να προσαρμόζεται με βάση τις εξελίξεις, ώστε να καθίσταται αξιόπιστο και βιώσιμο.

Ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σας στην Κύπρο;

Ξέρετε η ταχύτητα με την οποία κινείται η ΕΕ σε ό,τι αφορά στα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας είναι πρωτόγνωρη και θα επηρεάσει πλήρως τον κύκλο ζωής που συμπεριλαμβάνει έρευνα-ανάπτυξη-προμήθεια και χρήση συστημάτων για την ασφάλεια και την άμυνα. Χρειάζεται χρόνος αλλά και γνώση ώστε να αφομοιωθούν στις εθνικές διαδικασίες. Εκείνος που θα κινηθεί γρηγορότερα θα απολαύσει από πλεονεκτικότερη θέση τα οφέλη.

Αναφέρθηκα στα πλεονεκτήματα, τις ευκαιρίες αλλά και τις προκλήσεις.

Μία εταιρεία του εύρους και της εξειδίκευσης, όπως η Ernst Young, μπορεί να παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες τόσο σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη ενός ολιστικού και μακροπρόθεσμου πλάνου που να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις όσο και σε αυτό καθ’ αυτό το επίπεδο υποστήριξης προγραμμάτων, ώστε να είναι ανταγωνιστικά και να αυξήσουν τις πιθανότητες για χρηματοδότηση. Αυτές οι υπηρεσίες ασφαλώς συνοδεύονται από άλλες υποστηρικτικές δράσεις, όπως την εκπαίδευση στελεχών και προσωπικού, τη δικτύωση με μελλοντικούς συνεργάτες αλλά και την παροχή άμεσης ενημέρωσης, ανάλυσης και παροχής συμβουλών επί των εξελίξεων. Αυτό είναι ένα πλήρες μενού υπηρεσιών που οι φορείς και οι οντότητες στην Κύπρο μπορούν να χρησιμοποιήσουν a la carte και με βάση τις ανάγκες τους.

Ασφαλώς, πέρα από την ενημέρωση φορέων στην Κύπρο επί των δυνατοτήτων υποστήριξης που μπορεί η εταιρεία μας να παρέχει, ο σκοπός της επίσκεψής μου είναι επίσης να ενημερωθώ για τις εξελίξεις στον τομέα της Έρευνας, να χαρτογραφήσω το τοπίο των ευκαιριών και των απαιτήσεων ακούγοντας προσεκτικά τους συνομιλητές μου, αλλά και να καταγράψω απόψεις, προτάσεις και αν θέλετε αντικειμενικές δυσκολίες, όπου αυτές υπάρχουν. Παράλληλα να μεταφέρω εμπειρίες από τις δικές μας επαφές και συνεργασίες και να ανταλλάξουμε απόψεις.