Αναλύσεις

Τελικά, πόσο «δημοκρατία» είμαστε;

Το διακύβευμα των θλιβερών γεγονότων των πρόσφατων ημερών, δεν είναι μόνον το κατά πόσον οι θεσμοί λειτούργησαν ανταποκρινόμενοι στο συντεταγμένο πλαίσιο λειτουργίας τους (που δεν το έπραξαν), ή αν η αστυνομική βία υπερέβη των νόμων, απολαύουσα ενός ιδιότυπου καθεστώτος πολιτειακής ασυλίας. Το διακύβευμα, πέρα απ’ όλα αυτά, είναι, κυρίως, το «προνόμιο» του πολιτικού λόγου, ποιος μπορεί να μιλά και ποιος όχι για όλα αυτά τα πράγματα που αρθρώνουν, με τη σιωπή, τις σκιές, τις παραφωνίες και τις συγκρούσεις τους, τη σκηνή της πολιτικής

«Η τάξη και οι θεσμοί σε κίνδυνο… Τείνουν να απολέσουν την αυταπόδεικτη ηγεμονία τους, να απογαλακτιστούν το σαγηνευτικό επίχρισμα της αυτοκυρούμενης νομιμότητάς τους… Σεβασμός, λοιπόν, στους θεσμούς»…

Για όλην αυτή, βεβαίως, τη δυσμοιρία των θεσμών δεν υπάρχει καμία… ενδοπαθής αιτία – η ενδογενής διάβρωση και διαφθορά τους στην πολύμορφη συνύφανσή τους με ολόκληρο το πολιτικο-οικονομικό σύστημα – αλλά πάντα μία… εξωγενής, ένας τρίτος διασαλευτικός παράγοντας: Είναι τα ΜΜΕ, που πρέπει ν’ αρκεστούν στον ρόλο του «ουδέτερου» παρατηρητή και καταγραφέα και να μην «παρενοχλούν» με «ανάρμοστες» ερωτήσεις, ούτε να ερευνούν καταστάσεις και συμπεριφορές, οι… μεμψίμοιροι πολίτες, που πρέπει να επιστρέψουν στις ασχολίες τους, να πάψουν να βγαίνουν στους δρόμους, να σταματήσουν να διαδηλώνουν και να διαμαρτύρονται και να μη μιλούν για όσα δεν τους πέφτει λόγος, εν μέσω, μάλιστα, των… πάνδημων και… πάνδεινων διαταγμάτων κατά της πανδημίας.

Το διακύβευμα, ωστόσο, των θλιβερών γεγονότων των πρόσφατων ημερών, δεν είναι μόνον το κατά πόσον οι θεσμοί λειτούργησαν ανταποκρινόμενοι στο συντεταγμένο πλαίσιο λειτουργίας τους (που δεν το έπραξαν), ή αν η αστυνομική βία υπερέβη των νόμων, απολαύουσα ενός ιδιότυπου καθεστώτος πολιτειακής ασυλίας.

Το διακύβευμα, πέρα απ’ όλα αυτά, είναι, κυρίως, το «προνόμιο» του πολιτικού λόγου, ποιος μπορεί να μιλά και ποιος όχι για όλα αυτά τα πράγματα που αρθρώνουν, με τη σιωπή, τις σκιές, τις παραφωνίες και τις συγκρούσεις τους, τη σκηνή της πολιτικής.

Το θεοκρατικό, στην ουσία του, κήρυγμα περί σεβασμού στους θεσμούς, δεν στοχεύει τίποτε άλλο από το να κατασιγάσει εκείνον τον λόγο που πιθανόν να εμβάλει μες στο φτωχό μυαλουδάκι μας την ανατρεπτική υποψία, ότι, στην πραγματικότητα, οι θεσμοί αξίζουν όσου σεβασμού μπορούν οι ίδιοι να κερδίσουν από τους πολίτες, ότι δεν είναι δομές αιώνιες και άχρονες, μια για πάντα παγιωμένες στις μήτρες του πολιτικού, αλλά υπόκεινται στην κριτική, την αμφισβήτηση και την αλλαγή, ότι δεν υπάρχει τίποτα ιερό στην υπόσταση και τη λειτουργία τους, αλλά ότι είναι το αποκρυστάλλωμα των σχέσεων εξουσίας, στη διαφοροποίηση του οποίου υπόκεινται διαρκώς, ότι δεν εξαρτώνται μονοσήμαντα από τη δράση κάποιων δρώντων υποκειμένων εντός της πολιτικής σφαίρας, αλλά διαμορφώνουν, ταυτόχρονα, αυτήν τη δράση, επί τη βάσει της διαχωριστικής λογικής τους εντός της σχέσης κυριαρχίας, ότι, εν τέλει, υπόκεινται σε μια δύναμη που δεν πηγάζει από τους ίδιους...

Με άλλα λόγια, ότι μπορεί να αρθρωθεί ένα άλλο κομβικό σημείο διέλευσης της πολιτικής σχέσης με το όνομα δημοκρατία (με την οποία ουδεμία σχέση έχει το κοινοβουλευτικό μας σύστημα), που, όπως επισημαίνει ο Jacques Rancière, σήμαινε και σημαίνει πάντοτε «τη δύναμη των ανθρώπων, που δεν είχαν τίποτε, την ομιλία εκείνων, που δεν έπρεπε να ομιλούν»…

Όπως δείχνει ο Ρανσιέρ, «στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο της λέξης ‘δημοκρατία.’ Η ονομασία αυτή πρέπει να κρατήσει όλη της την πολεμική δύναμη. Ανακαλύφθηκε όχι απ’ τους δημοκράτες σαν κραυγή συσπείρωσης, αλλά απ’ τους εχθρούς της σαν όρος ύβρεως. Η δημοκρατία σήμαινε τη δύναμη των ανθρώπων, που δεν είχαν τίποτε, την ομιλία εκείνων, που δεν έπρεπε να ομιλούν, εκείνων που, στην πραγματικότητα, δεν αποτελούσαν ομιλούντα όντα. Οι πρώτες σημαντικές εμφανίσεις του όρου ‘δήμος’ μπορούν να βρεθούν στον Όμηρο και πάντοτε σε σχέση με καταστάσεις ομιλίας. Οι Έλληνες κι οι Τρώες αρχηγοί παράλληλα κατάγγελλαν το ίδιο σκάνδαλο: ότι οι άνδρες του δήμου – οι άνδρες που αποτελούσαν μέρος του ακαθόριστου συνόλου των ανθρώπων ‘πέρα από την αρίθμηση’ – έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν».

Μετρούν τη βία με το… σταγονόμετρο

Τώρα, για άλλη μια φορά, φτάσαμε στο σημείο να μετρούμε τη βία με το σταγονόμετρο, να ορίζουμε επιτροπές διερεύνησης, οι οποίες θα αποφανθούν μέχρι ποίου σημείου φτάνει, και πρέπει να φτάνει, το μακρύ χέρι του νόμου… Βεβαίως, το γεγονός ότι η Αστυνομία, από μόνη της, δεν μπορεί να πει, εκ του ασφαλούς, ότι δεν ασκήθηκε υπέρμετρη βία κατά τα επεισόδια, δηλοί πως, με κάποιον τρόπο, τη μέτρησε, αν όχι κατ’ απόλυτη ακρίβεια, τουλάχιστον κατά προσέγγιση.

Αλλά, όσο θα αναμένουμε να μάθουμε με ποιον μετρητή μετριέται η βία και ποιο είναι το όριο που χωρίζει την υπέρμετρη βία από την επιτρεπτή, δεν θα πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας το ουσιώδες: Το θέμα δεν είναι, μόνο, πόσες μπουνιές ή ροπαλιές έδωσε η Αστυνομία, πώς χρησιμοποίησε τον περιβόητο Αίαντα ή πόσα δακρυγόνα έριξε κ.ο.κ., αλλά η νοοτροπία με την οποία προσεγγίζει τέτοιου είδους φαινόμενα, το πνεύμα που διαπνέει τις ενέργειες και τις πράξεις της, η στοχοποίηση συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων μέσα από «στοχευμένες» επιχειρήσεις, η επίταση του ελέγχου και της επιτήρησης σε χώρους που επιδιώκουν να διευρύνουν τον ορίζοντα της έκφρασης και αυτοοργάνωσής τους.

Και δεν είναι δυνατόν, η οιαδήποτε διαμαρτυρία πολιτών και η καταγγελία τους για κατασταλτικές ενέργειες των Αρχών ασφαλείας, να καταμηνύεται ως προσπάθεια… κατατρομοκράτησης του σώματος. Εδώ, προφανώς, ισχύει και η αλήστου μνήμης δήλωση πρώην αστυνομικού διευθυντή Λευκωσίας επί προηγούμενης διακυβέρνησης, ότι η Αστυνομία δεν… τρομοκρατείται από κανέναν… Όπερ έδει δείξαι.

Ο βαθμός πολιτικής βίας

Ένα δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να αξιολογηθεί με κριτήριο τον «βαθμό πολιτικής βίας που υπάρχει ακόμα σ’ αυτό, πόσο μεγάλο τμήμα των πολιτικών σχέσεων είναι ακόμα μυστικές, και πόσο μεγάλη είναι η δεσμευτική ισχύς των συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών και των πολιτικών δυνάμεων».

Αυτά είναι τα κριτήρια αξιολόγησης που θέτει ο Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο για τις σύγχρονες δημοκρατίες.

Εκ πρώτης, μπορεί να πει κανείς ότι, γι’ ακόμη μια φορά, η φιλοσοφία βάζει πολύ υψηλά τον πήχη για την πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, η αξιολόγηση του Μπόμπιο φαίνεται να είναι πολύ περισσότερο «εμπράγματη», αφού σχηματίζει έναν «ιδεότυπο» από τις αρχές και τα κριτήρια μέσα από τα οποία οι ίδιες οι δημοκρατίες αυτοπροσδιορίζονται και συγκροτούν, κατά το μάλλον ή ήττον, το πλαίσιο λειτουργίας τους.

Παρά την ενθυλάκωσή της σε μια κατά προσέγγισιν ιδανική κατάσταση πραγμάτων, ως τέτοια, η πρόταση του Μπόμπιο προσφέρεται ως ένα ενδιαφέρον… crush test για κάθε δημοκρατία, να μετρηθεί με το… μπόι όσων ευαγγελίζεται.

Και δεν ξέρω πόσο δημοκρατική θα βρίσκαμε την πολιτεία μας, αν την υποβάλλαμε στα τρία κριτήρια αξιολόγησης που προτείνει.

Όσον αφορά το πρώτο, όλα τα σύγχρονα κράτη, με βάση το «μονοπώλιο της βίας», είναι αστυνομικά, διαφέρουν, απλώς, η έκταση και η ένταση της αστυνόμευσης. Κατά κανόναν, ο βαθμός αστυνομικής βίας, που εκφράζεται κυρίως μέσω της καταστολής, συναρτάται προς το επίπεδο δραστικότητας των κοινωνικών αγώνων, τις μορφές της κινηματικής τους έκφρασης και το είδος των διεκδικητικών τους προταγμάτων. Ως προς την άποψη αυτών των τελευταίων, η Κύπρος, σε μια μακρο-ιστορική προοπτική, ουδόλως μπορεί να σεμνύνεται, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια καθίσταται ολοένα και εντονότερα ενεργή η παρουσία κινήσεων και ομάδων στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που αρθρώνουν, ενίοτε, έναν ριζοσπαστικό αντι-εξουσιαστικό και αμφισβητησιακό αντι-καπιταλιστικό λόγο, μέσα από συγκεκριμένες κινηματικές συμπεριφορές και ενέργειες, οι οποίες οδήγησαν στη διεύρυνση του πεδίου της κρατικής επιτήρησης και καταστολής και στην επίταση αυτής της τελευταίας, με πιο «σύγχρονα» κατασταλτικά μέσα και μεθόδους, καθιστώντας ορατές τις συναρμογές της με τους «κόμβους αντι-εξουσίας και αντίστασης».

Παραπλανητική εξιδανίκευση της Ευρώπης

Θα ήταν μια κυνικά εκπεφρασμένη παραπλανητική εξιδανίκευση να υποστηρίζει κανείς ότι η Κύπρος, με τον υπερβάλλοντα κατασταλτικό ζήλο κάποιων μελών της αστυνομικής δύναμης στα πρόσφατα επεισόδια, φανέρωσε το… «τριτοκοσμικό» της πρόσωπο, πλήττοντας , για άλλη μια φορά, τη δύσθυμα ταλανισμένη ευρωπαϊκή της ταυτότητα. Όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά, τα πρόσφατα γεγονότα, επιβεβαιώνουν πως η Κυπριακή Δημοκρατία, προτού καν προλάβει να γίνει ένα σύγχρονο… «κανονικό», δυτικού τύπου, κράτος, εισέρχεται ήδη στη μεταδημοκρατική συνθήκη (Colin Crouch) που διέπει την εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών προς μιαν αυξανόμενη αυταρχικοποίηση, επίταση του κοινωνικού ελέγχου και καταστρατήγηση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθώς «στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα η πολιτική μάς γυρίζει πίσω, από ορισμένες απόψεις, στον κόσμο που ξέραμε πολύ πριν από τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η πολιτική ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε ολιγαρχικές ομάδες».

Όπως επισημαίνει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, «αυτό που ζούμε σήμερα είναι το τέλος ενός κόσμου, το τέλος μιας εποχής για την πολιτική ιστορία της Δύσης. Αυτή η εποχή είναι η περίοδος των αστικών δημοκρατιών, των θεμελιωμένων σε δικαιώματα, κοινοβούλια, συντάγματα και στη διάκριση των εξουσιών. Αυτό λοιπόν το μοντέλο αργοπεθαίνει. Ήταν σε κρίση εδώ και αρκετό καιρό, αλλά τώρα διαπιστώνεται ότι προετοιμάζεται η εγκαθίδρυση ένας νέου δεσποτισμού, ο οποίος, καθότι βασίζεται στην υγεία, πιθανόν θα είναι ισχυρότερος και δριμύτερος απ’ όλους τους ολοκληρωτισμούς που γνωρίσαμε μέχρι τώρα. Οι Αμερικανοί πολιτειολόγοι αποκαλούν Security State (Κράτος Ασφάλειας) ένα κράτος στο οποίο οι πολίτες, για λόγους ασφάλειας, θα μπορούσαν να αποδεχτούν περιορισμούς στις ατομικές τους ελευθερίες, που θα τους ήταν αδιανόητο ότι θα τις αποδέχονταν ποτέ στο παρελθόν».

Ο χρόνος, βεβαίως, θα δείξει, αν οι κινήσεις αυτές, οργανωμένες και επιτελεσμένες από νέους, κατά κύριο λόγο, ορίζουν, έστω στα σπάργανα, έναν καινούργιο χώρο – έναν χώρο χωρίς ορισμούς - και έναν καινούργιο χρόνο - χρόνο της έντασης και του πάθους, χρόνο της ρήξης του Χρόνου, κατά την έκφραση του Τζον Χολογουέι -, αν είναι παραγωγοί νέων συμβάντων, ενός καινούργιου χειραφετητικού πειραματισμού συζευγνύοντας τους κόσμους των επιθυμιών μέσα από σύνθετες μορφές δράσης και οικείωσης της υποκειμενικότητας, για να δημιουργήσουν τους δεσμούς μιας νέας κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως ευαγγελίζονται, αν σηματοδοτούν τη ρήξη με τις παλιές τελεολογίες της πολιτικής πάλης αναδομώντας το πεδίο των μετασχηματιστικών αγώνων, αν δημιουργούν το μοντέλο μιας νέας πολιτικής πειθαρχίας πέρα από το κράτος και τα κόμματα, διανοίγοντας έναν ορίζοντα να σκεφτούμε και να πράξουμε την πολιτική πέραν από την κυρίαρχη κρατική αναφορά και τα ιδεολογικοπολιτικά συμφραζόμενά της – κόμματα, κορπορατιστικές οργανώσεις κ.ά. Αν θα αποτελέσουν, εν τέλει, την επινόηση μιας νέας αρνητικότητας, που συγκροτεί δημιουργικά τις αντιστάσεις της απέναντι στην επιβολή ενός μοντέλου κρατικής καταστολής και «περίφραξης» (αστυνομική βία, ζωνοποίηση του κοινωνικού, ατιμωρησία αστυνομικών οργάνων), οικονομικής αναδιάρθρωσης (αύξηση των ανισοτήτων, επέκταση των ζωνών της φτώχιας), πολιτισμικής περικύκλωσης (άνοδος του ρατσισμού, χειραγώγηση της γνώσης μέσω της καταστροφής της δημόσιας παιδείας κ.λπ.). Και, αν, για πρώτη, ίσως, φορά με τέτοια εφευρετική ένταση, θα αξιοποιήσει τους μηχανισμούς της εναλλακτικής πληροφόρησης, παρεμβαίνοντας, μ’ έναν αυτοσχέδιο συνωμοτικό «εξτρεμισμό», στις ίδιες τις πηγές της συμβολικής εξουσίας, ρίχνοντας στον σκουπιδοτενεκέ της παγκόσμιας αντι-τρομοκρατικής υστερίας, το σύνθημα «ασφάλεια υπεράνω όλων».

Ως προς το δεύτερο, θα ήταν… χάσιμο χρόνου να επιχειρηματολογήσει κανείς για το προφανές της μυστικότητας των πολιτικών σχέσεων, το εύρος της διαπλοκής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, τον ρόλο των ΜΜΕ, αλλά και την απαράμιλλη τέχνη του ψεύδους και της εξαπάτησης που ασκείται σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής.

Ως προς το τρίτο, η δεσμευτική ισχύς των συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών και των πολιτικών δυνάμεων είναι τόση, όσο και η δύναμη ενός… τραπουλόχαρτου στους εποχικούς ανέμους. Όση, φοβούμαι, αποδεικνύεται και η δεσμευτικότητα των εκάστοτε συμφωνηθέντων στις συνεδρίες του Εθνικού Συμβουλίου και τις συνόδους των πολιτικών αρχηγών.

Βία και αντι-βία

Οπωσδήποτε η βία δεν είναι η «λύση» των κοινωνικών προβλημάτων, ούτε η αντι-βία είναι η «απάντηση» στη βία του κράτους, πόσω μάλλον που, αυτή η τελευταία, δρώντας στο «φυσικό» της έδαφος, διασφαλίζει απαραμείωτα την υπεροχή της, δομικά, δε, αναμοχλεύει και διασπείρει η ίδια την αντι-βία, προκειμένου να νομιμοποιήσει και να καταστήσει περισσότερο «αναγκαίο» το καθησυχαστικό πέπλο της τάξης και της ασφάλειας.

Αλλά, απέχει πολύ το να ηθικολογούμε, μέσα στο κενό της πολιτικής, ενάντια στη βία, από το να τη σκεφτούμε ως πολιτικό και φιλοσοφικό πρόβλημα, να την επισκοπήσουμε μέσα στην ανθρωπολογική και κοινωνική της διάσταση, να την επισκεφθούμε μέσα στη γενικευμένη της πανταχοπαρουσία.

Σήμερα η βία είναι παντού, όσο κι αν ένα σύστημα οργανωμένης παραπληροφόρησης επιχειρεί να την αποκρύψει, να πείσει πως αυτή δεν υπάρχει, να απαξιώσει τους λόγους και τις πολιτικές που την καθιστούν αντικείμενο στοχασμού και «αναίρεσης».

Τη στιγμή που «καταδικάζουμε» τους βανδαλισμούς στους δρόμους των πόλεων, ας σκεφτούμε τη γενικευμένη και πολύμορφη παρουσία της στη ζωή μας, ας αναρωτηθούμε για την παθητικότητά μας απέναντι στις αλόγιστες εξάρσεις της κρατικής καταστολής, την επέκταση της μορφής «της αστυνομικής δράσης, που αφορά κάθε όψη της ζωής», την εγκαταβίωσή της στη ρίζα των κοινωνικών σχέσεων και των θεσμών.

Σήμερα, η βία, είναι το εργαλείο ενός γενικευμένου κοινωνικού πολέμου που έχει στόχο τις πολιτικές ελευθερίες, γίνεται, με τη μορφή της στρατιωτικής επέμβασης, ο μηχανισμός της παγκόσμιας καπιταλιστικής νομιμοποίησης. Είναι παρούσα παντού, στον κόσμο των κατώτερων τάξεων, των ανθρώπων «χωρίς έγγραφα» και ταυτότητα, στους χώρους δουλειάς, στις πειθαρχίες του εκπαιδευτικού συστήματος, στις θεσμίσεις που αναπαράγουν τις οικονομικές ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό, στην οικονομία της καθημερινής ζωής, στον λειτουργικό εκφασισμό της καθημερινότητας. Είναι ο κατακερματισμός και ο εγκλεισμός του κοινωνικού μέσα στα τείχη που εξορίζουν τον ανεπιθύμητο άλλο…

Και αυτό επιβάλλει να ξαναστοχαστούμε τους «επιβεβλημένους» δυισμούς ανάμεσα στην «έλλογη» και την άλογη βία, να σκεφτούμε τη βία, πραγματικά και δυνητικά, ως στοιχείο αντίστασης, έστω κι αν εγκαταλείψαμε, πια, την ιδέα, πως μπορεί να αλλάξει ολοκληρωτικά τον κόσμο.