Συνεντεύξεις

Τα Ανώτατα Δικαστήρια και το Δίκαιο της Ανάγκης

Ο δικηγόρος Νικόλας Στ. Κωνσταντινίδης, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κερύνειας, εξηγεί στη «Σ» πώς η συγχώνευση Ανώτατου και Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου το 1964 συνέβαλε στη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αναγνώριση της νομιμότητάς της, παρά τη νέα πραγματικότητα που επιχείρησε να επιβάλει η τουρκική πλευρά μέσω της συνταγματικής – θεσμικής κρίσης που προκάλεσε. Αναφέρεται, παράλληλα, στην επιχειρούμενη μεταρρύθμιση στον τομέα της Δικαιοσύνης στην Κύπρο, αλλά και στη δράση του Δικηγορικού Συλλόγου Κερύνειας

Έπειτα από την τουρκανταρσία του Δεκεμβρίου 1963-1964, την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη Δημόσια Υπηρεσία και τη συνεπακόλουθη θεσμική κρίση, η Βουλή θέσπισε τον «περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964». Στο προοίμιο του εν λόγω Νόμου σημειώνονταν οι λόγοι που ώθησαν στην απόφαση της Βουλής: «Δεδομένου ότι πρόσφατα γεγονότα κατέστησαν αδύνατον την λειτουργίαν του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου (High Court) και την από άλλων απόψεων απονομήν της δικαιοσύνης· και δεδομένου ότι είναι επιβεβλημένη η απρόσκοπτος συνέχισις της απονομής της δικαιοσύνης μη παρακωλυομένης υπό τής συνεπεία των γεγονότων τούτων δημιουργηθείσης καταστάσεως, ως και η συνέχισις της ενασκήσεως τής υπό του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου (High Court) μέχρι τούδε ενασκουμένης δικαιοδοσίας· και δεδομένου ότι κατέστη επάναγκες όπως ληφθώσιν επί τούτω νομοθετικά μέτρα μέχρις ου ο Κυπριακός λαός εκφέρη την άποψιν αυτού επί των ζητημάτων τούτων…».

Βάσει του προαναφερθέντος νόμου (Ν. 33/1964), ιδρύθηκε Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο συνενώθηκαν το Ανώτατο Δικαστήριο [High Court] και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο [Supreme Constitutional Court] όπως προνοούνταν από το Σύνταγμα του 1960. Οι δικαιοδοσίες και εξουσίες των δύο Σωμάτων συγκεντρώνονταν πλέον στο νέο Ανώτατο Δικαστήριο που ιδρύθηκε στο πλαίσιο των προσπαθειών αντιμετώπισης της συνταγματικής – θεσμικής κρίσης που δημιουργήθηκε την περίοδο 1963-1964. Η συγκεκριμένη εξέλιξη ήταν καθοριστική για την υπόσταση της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς αποτέλεσε αιτία για να αναγνωριστεί η συνέχιση της νομιμότητας του 1960 μέσω του Δικαίου της Ανάγκης, όπως καθορίστηκε από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση «The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and others (1964)».

Εντός του μηνός αναμένεται ότι θα τεθούν στη Βουλή προς ψήφιση τρία νομοσχέδια για μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης. Στη βάση της προωθούμενης μεταρρύθμισης, προβλέπεται η λειτουργία δύο Δικαστηρίων (Ανώτατου και Ανώτατου Συνταγματικού), με πρόσθετες δικαιοδοσίες. Με αφορμή την εξέλιξη αυτή, συζητούμε με τον δικηγόρο Νικόλα Στ. Κωνσταντινίδη, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Κερύνειας, για το ιστορικό ίδρυσης του Ανώτατου Δικαστηρίου υπό τη σημερινή του μορφή, τη σημασία της απόφασης του 1964, αλλά και για την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση στον τομέα της Δικαιοσύνης.

syn nic konstantinides.jpg
Ο δικηγόρος Νικόλας Στ. Κωνσταντινίδης, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κερύνειας.


Μπορείτε, κατ’ αρχάς, να μας εξηγήσετε εν συντομία τις διαφορές στη λειτουργία των δύο Ανώτατων Δικαστηρίων που προνοούνταν από το Σύνταγμα του 1960; Γιατί κρίθηκε απαραίτητη η συγχώνευσή τους το 1964;

Το Σύνταγμα ης Κυπριακής Δημοκρατίας προέβλεπε για τη λειτουργία δυο Ανώτατων Δικαστηρίων, του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Supreme Constitutional Court) και του Ανώτατου Δικαστηρίου (High Court). Ειδικότερα, το άρθρο 133 του Συντάγματος προέβλεπε την ύπαρξη Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η σύνθεση του οποίου θα αποτελείτο από έναν Ελληνοκύπριο Δικαστή, έναν Τουρκοκύπριο Δικαστή και Πρόεδρο έναν ουδέτερο Δικαστή, δηλαδή που να μην ανήκε σε καμιάν από τις δυο κοινότητες που προέβλεπε το Σύνταγμα και να μην ήταν υπήκοος καμίας εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων. Πρώτος Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν ο αμφιλεγόμενος Γερμανός συνταγματολόγος Ernst Fortshoff. Ο Ελληνοκύπριος δικαστής ήταν ο Μιχαλάκης Α. Τριανταφυλλίδης και ο Τουρκοκύπριος δικαστής ο Mehmet Nedjati Munir.

Το Δικαστήριο αυτό ήταν επιφορτισμένο με την εκδίκαση υποθέσεων Δημοσίου Δικαίου (π.χ. εκδίκαση προσφυγών από τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας σε σχέση με νόμο ή απόφαση της Βουλής, των οποίων διάταξη αποτελούσε δυσμενή διάκριση σε βάρος μιας εκ των δύο κοινοτήτων, γνωμοδοτούσε για την συνταγματικότητα νόμων, άρση σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ διαφόρων οργάνων ή Αρχών της Δημοκρατίας, εκδίκαση εκλογικών ενστάσεων κ.ο.κ.).

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελείτο από δύο Ελληνοκύπριους Δικαστές, έναν Τουρκοκύπριο Δικαστή και ουδέτερο Πρόεδρο, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 153.1 του Συντάγματος διέθετε δύο ψήφους. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κυρίως δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, δηλαδή την αρμοδιότητα εκδίκασης εφέσεων για υποθέσεις αστικής και ποινικής φύσεως, αλλά και πρωτοβάθμια δικαιοδοσία σε συγκεκριμένα θέματα όπως την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Πρώτος πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου έως το 1961 διετέλεσε ο Ιρλανδός Barra O’Briain και στη συνέχεια ο Καναδός John Leonard Wilson. Οι δυο Ελληνοκύπριοι Δικαστές ήταν ο Γεώργιος Σ. Βασιλειάδης και ο Ιούλιος Π. Ιωσηφίδης, και oΤουρκοκύπριος δικαστής ο Mehmet Zekia.

Με την εκδήλωση της τουρκικής ανταρσίας το 1963-1964 και στον απόηχο της συνταγματικής κρίσης, που κορυφώθηκε με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση και τη Βουλή των αντιπροσώπων, τα δυο ανώτατα δικαστήρια παρέλυσαν. Ο Γερμανός Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε παραιτηθεί από τη θέση του τον Ιούλιο του 1963 και ενώ ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος είχαν συμφωνήσει στον διορισμό ενός Αυστραλού νομικού προς αντικατάστασή του, μεσολάβησε η τουρκανταρσία τον Δεκέμβριο του 1963 και, ως εκ τούτου, δεν κατέστη δυνατή η ανάληψη της θέσης. Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου παραιτήθηκε επίσης τον Μάιο του 1964. Παρά το ότι οι δύο Τουρκοκύπριοι Δικαστές που συμμετείχαν στη σύνθεση των δυο Ανώτατων Δικαστηρίων είχαν παραμείνει στις θέσεις τους, η δυστοκία διορισμού νέων ουδέτερων Προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, ένεκα της απαραίτητης συμφωνίας του Τούρκου Αντιπροέδρου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος, κατέστησε τη λειτουργία των δυο Σωμάτων αδύνατη. Δεν ήταν δυνατή ούτε η τροποποίηση των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, καθώς αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 182 του Συντάγματος, δεν υπόκειντο σε ουδεμία τροποποίηση. Πρόκειται γι’ ακόμη μιαν από τις στρεβλώσεις ενός περίπλοκου, δυσλειτουργικού και αντιδημοκρατικού Συντάγματος, η φιλοσοφία του οποίου επιβλήθηκε έξωθεν με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης.

Σε αυτό το πλαίσιο θεσπίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκύπριων βουλευτών, ο Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος (Ν.33/1964). Τονίζεται ότι ο εν λόγω Νόμος δεν κατήργησε τα δυο Ανώτατα Δικαστήρια, απλώς διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε, το νέο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο που συστάθηκε θα εκτελούσε συγκεντρωτικά τις αρμοδιότητες του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο προαναφερθείς νόμος προέβλεπε ότι το νέο Ανώτατο Δικαστήριο θα απαρτιζόταν από πέντε ή περισσότερους Δικαστές, αλλά όχι περισσότερους από επτά, και πως οι τρεις Ελληνοκύπριοι και δύο Τουρκοκύπριοι Δικαστές, που συμμετείχαν στη σύνθεση των δυο Ανώτατων Δικαστηρίων που προέβλεπε το Σύνταγμα, θα συμμετείχαν στη σύνθεση του νέου Ανώτατου Δικαστηρίου. Μάλιστα, ο Τουρκοκύπριος Δικαστής Mehmet Zekia υπήρξε και ο πρώτος Πρόεδρος του Σώματος, ένεκα της αρχαιότητάς του.

Η πιο πάνω ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία για να αποφευχθεί η κατάρρευση του συστήματος της Δικαιοσύνης, λόγω των αδιεξόδων που προέκυψαν και των περιορισμών του Συντάγματος για τον διορισμό δικαστών στα ανώτατα δικαστήρια.

Η απόφαση για συγχώνευση των δύο Σωμάτων προκάλεσε αντίδραση εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων. Μάλιστα, το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της νομιμότητάς της, ενώ η απόφαση στην εν λόγω υπόθεση κρίνεται σημαντική για την ίδια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πώς ακριβώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα και πού έγκειται η σημαντικότητά τους;

Όντως, στην υπόθεση σταθμός «The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) CLR 195»,το νέο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο με σύνθεση τους Δικαστές Γιώργο Βασιλειάδη, Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη και Ιούλιο Ιωσηφίδη, κλήθηκε να αποφανθεί επί της νομιμότητας του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου του 1964 και της νόμιμης υπόστασης του ιδίου του Δικαστηρίου. Επρόκειτο για ποινική υπόθεση εναντίον Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι κατηγορούνταν για προπαρασκευή πολέμου ή πολεμικής φύσης επιχειρήσεων και της χρήσης ένοπλης βίας εναντίον της Κυβέρνησης. Tο πρωτόδικο δικαστήριο, παρά τη σοβαρότητα των κατηγοριών, άφησε τους κατηγορούμενους ελεύθερους με εγγύηση. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, Κρίτων Τορναρίτης, εφεσίβαλε την εν λόγω απόφαση και τέθηκε ενώπιον του νέου ενιαίου Ανώτατου Δικαστηρίου. Σε εκείνο το στάδιο ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος A. M. Berberoglou ήγειρε το ζήτημα της νομιμότητας του νόμου και του Δικαστηρίου.

Στην απόφαση που εξέδωσε τελικώς το Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 1964, αποφάνθηκε ότι ο Νόμος του 1964 και το νέο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο νομίμως θεσπίστηκαν κατά παρέκκλιση των προνοιών του Συντάγματος, στη βάση του νομικού αξιώματος του Ρωμαϊκού Δικαίου ότι η σωτηρία της πατρίδας και του λαού είναι ο υπέρτατος νόμος (salus populi suprema lex esto), το γνωστό Δίκαιο της Ανάγκης. Ο Νόμος δε δημοσιεύτηκε μόνο στα ελληνικά, με ενέργειες μόνο του Πρόεδρου της Δημοκρατίας, καθώς ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος είχε αποχωρήσει από τη θέση του και αρνιόταν να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Συνοπτικά να αναφέρω ότι το Δικαστήριο, αιτιολογώντας την απόφασή του, έθεσε αριθμό κριτηρίων για να είναι δυνατή η επίκληση και χρήση του Δικαίου της Ανάγκης. Αυτά τα κριτήρια ήταν: Να υπάρχει μια επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη, η μη ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης θεραπείας, τα μέτρα που λαμβάνονται θα έπρεπε να είναι ανάλογα με την ανάγκη και τα μέτρα θα ισχύουν για όσο διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους θεσμούς της πολιτείας είχε κριθεί από το Δικαστήριο ότι ικανοποιούσε τα πιο πάνω κριτήρια και ότι οι ενέργειες που είχαν ληφθεί για άρση της παράλυσης του τομέα της Δικαιοσύνης ήταν ανάλογες με την ανάγκη που υπήρχε.

Αναμφίβολα αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο σημαντική δικαστική απόφαση στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόσο για τις νομικές όσο και για τις πολιτικές της προεκτάσεις. Συνέβαλε καταλυτικά στη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιούργησε και τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν τη λειτουργία των θεσμών μέχρι σήμερα. Σημειώνεται ότι η εμβέλεια της εν λόγω απόφασης ξεπέρασε τα όρια της Κύπρου, καθώς επίκλησή της έγινε και σε δικαστικές αποφάσεις στο Πακιστάν, τη Ροδεσία και τον Καναδά. Αξιολογήθηκε επίσης θετικά και από τον διακεκριμένο Άγγλο συνταγματολόγο, Καθηγητή Stanley Alexander de Smith.

Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί στις 4 Μαρτίου του 1964 και η υιοθέτηση του Ψηφίσματος 186/1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το οποίο αναγνωριζόταν ρητά η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ευθύνη της για τη διατήρηση και την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης. Το εν λόγω ψήφισμα ήταν πολύ σημαντικό για τη συνέχιση της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της διεθνούς υπόστασής της, αλλά και για την συνταγματική της επιβίωση.

Haravgi 64 apofasdik.jpg
«Χαραυγή» (11 Νοεμβρίου 1964) μετά τη σημαντική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου την προηγούμενη μέρα: «Το Ζυριχικό Σύνταγμα περιέχει απαράδεκτους και αποκρουστικούς κανονισμούς κοινοτικών διακρίσεων».


Επείγει η ψήφιση της μεταρρύθμισης

Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης που προωθείται στον τομέα της Δικαιοσύνης (και αναμένεται να θεσπιστεί εντός του παρόντος μηνός), γίνεται λόγος για σύσταση των δύο Ανώτατων Δικαστηρίων. Τι οδήγησε σε αυτήν την απόφαση;

Η προτεινόμενη θέσπιση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου, καθώς και η σύσταση Εφετείου, αποτελεί τον κύριο άξονα της μεταρρύθμισης της ανώτατης βαθμίδας των δικαστηρίων του τόπου μας. Αναμφίβολα, στόχοι της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης είναι η διασφάλιση της εξειδίκευσης, της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης, της διαφάνειας και του ελέγχου μεταξύ των δικαστικών θεσμών, αλλά και η ενδυνάμωση της ανεξαρτησίας του θεσμού της Δικαιοσύνης. Όλοι οι εταίροι του τομέα της Δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, καθώς και οι εμπειρογνώμονες, συνηγορούν θετικά στην προτεινόμενη διάρθρωση και αποτελεί πλέον ευθύνη της νομοθετικής εξουσίας να προωθήσει τα νομοσχέδια για ψήφιση.

Ποια κρίνετε ως τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο τομέας της Δικαιοσύνης; Ποιες θα έπρεπε να ήταν οι προτεραιότητες της πολιτείας ως προς τη μεταρρύθμισή του;

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο τομέας της Δικαιοσύνης είναι η σαφώς πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων από τα Δικαστήριά μας, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η αδικαιολόγητη αυτή καθυστέρηση οφείλεται σε σειρά από λόγους και έχει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Ενδεικτικά, στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «EU Justice Scoreboard» για το έτος 2022, η Κυπριακή Δημοκρατία κατετάγη στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. ως προς τον χρόνο εκδίκασης αστικών, εμπορικών και διοικητικών υποθέσεων. Η έκθεση αναδεικνύει επίσης το λυπηρό γεγονός ότι η πολιτεία δεν έχει επενδύσει στον τομέα τους απαραίτητους εκείνους πόρους για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης. Αυτό που επείγει να υλοποιηθεί, σε πρώτο στάδιο, είναι η ψήφιση των νομοσχεδίων που εκκρεμούν ενώπιον της νομοθετικής εξουσίας, τα οποία αφορούν στη δικαστηριακή μεταρρύθμιση της ανώτατης βαθμίδας, καθώς ο τομέας της Δικαιοσύνης βρίσκεται σε οριακό σημείο. Παράλληλα, θα πρέπει να συνεχίσει η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης με επίκεντρο τη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων για διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών, τη δημιουργία ανεξάρτητης δικαστικής υπηρεσίας που θα επιφορτιστεί με ζητήματα διοικητικής φύσεως, αλλά και την προώθηση της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, όπως είναι οι θεσμοί της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας.

«Ο Σύλλογός μας είναι κομμάτι της Κερύνειας»

Τέλος, θα ήθελα να αναφερθούμε στον Δικηγορικό Σύλλογο Κερύνειας, του οποίου την προεδρία αναλάβατε προσφάτως. Ποιοι είναι οι στόχοι και το ευρύτερο όραμά σας για τον Σύλλογο; Πέραν των πρακτικών του στόχων ως προς τα δικηγορικά δρώμενα, σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι οι δημόσιες δραστηριότητές του συμβάλλουν στη διατήρηση της μνήμης και στην επανένταξη της Κερύνειας στην καθημερινότητά μας;

Η πορεία του δικηγορικού Σώματος της Κερύνειας είναι μακρά και η δράση των μελών του πλούσια. Ο Σύλλογός μας είναι κομμάτι της Κερύνειας. Αν και μικρή σε μέγεθος, η Κερύνεια είχε ιστορικά μεγάλο πνευματικό εκτόπισμα, το οποίο κληρονομούμε ως παρακαταθήκη και εμείς, οι νεότερες γενιές Κερυνειωτών, οφείλουμε να το διαφυλάξουμε και να το αναδείξουμε. Η επιχειρούμενη ενδυνάμωση του Δικηγορικού Συλλόγου Κερύνειας και οι δημόσιες δραστηριότητές μας θεωρώ ότι, μεταξύ άλλων, συμβάλλουν στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης της Κερύνειας που είναι ένας από τους κύριους στόχους μας. Ενόσω ταυτιζόμαστε με την καταγωγή μας, επαναφέρουμε την Κερύνεια στο προσκήνιο. Με έδρα την Πλατεία Δικαστηρίων στη Λεωφόρο 28ης Οκτωβρίου στην Κερύνεια, ο Σύλλογός μας προσμένει και αγωνίζεται για επιστροφή στη φυσική του έδρα και στην αποκατάσταση του δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κερυνειωτών, αλλά και όλων των νόμιμων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κατοχή της Κερύνειας και των υπόλοιπων εδαφών μας από την Τουρκία αποτελεί ανοικτή πληγή. Ως λειτουργοί της Δικαιοσύνης, καταγόμενοι από κατεχόμενη επαρχία όπου το δίκαιο έχει παραβιαστεί βάναυσα, οφείλουμε να τοποθετήσουμε το επαγγελματικό μας Σώμα στο επίκεντρο κάθε δράσης για την απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό το πλαίσιο, ως Κερυνειώτες νομικοί φιλοδοξούμε με τις δράσεις και παρεμβάσεις μας να ενισχύσουμε τον αντικατοχικό αγώνα του τόπου μας, αλλά και να συνδράμουμε στη βελτιστοποίηση των συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης και στην ενίσχυση του κράτους δικαίου.