Αναλύσεις

Πονάει η ψυχή

Σ’ ένα στενό, μια γιαγιά είχε μόλις επιστρέψει. «Είμαι 93 χρονών και δεν ξανάζησα κάτι τέτοιο» μού λέει και της σφίγγω το χέρι

Το μαύρο κυριαρχεί και τα πάντα γύρω σκοτεινιάζουν. Μέσα σ’ ένα αμάξι, με κατεύθυνση την καμένη γη, αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν ήμουν εγώ στη θέση αυτών των ανθρώπων. Εκείνων, που είδαν την κόλαση να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια τους. Σκέφτομαι τι θα τους πω όταν θα τους συναντήσω, τι θα ήθελαν τους πω. Τι λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις; Σε λίγη ώρα θ’ αντίκριζα την ομορφιά της ψυχής τους. Ανθρώπους, που αγαπούν τον τόπο τους, που έπεσαν, μα θα σηκωθούν. Αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την αγάπη και τη βοήθεια του κόσμου και το μοναδικό πράγμα που ζητούν από την Πολιτεία είναι να μην τους λησμονήσει.

IMG-1bd46313de3998cf78ba44865573f093-V.jpg

IMG-3bfdf5550ce0822081ba2d890706988b-V.jpg

IMG-4b7505fb2eb84ce769de9cce1689b624-V.jpg

ΟΡΑ

Κυριακή και η επόμενη μέρα έχει ξημερώσει. Λίγο έξω απ’ την Ορά το τοπίο μαυρίζει, μαζί και η ψυχή μου. “Παναγία μου”, αναφωνώ. Παντού μαύρο. Κατεβαίνω. Η μυρωδιά του καμένου έντονη. Ήταν, οπωσδήποτε, μια αλλιώτικη Κυριακή. Στους δρόμους μόνο πυροσβεστικά οχήματα ή βυτιοφόρα. Ελικόπτερα διέσχιζαν τον ουρανό. Στο βάθος, καπνός από μικρές εστίες φωτιάς.

Μπαίνω στο χωριό, είμαι στην πλατεία. Βλέπω μια γιαγιά μέσα στην αυλή του σπιτιού της, πίσω απ’ το κάγκελο. Κοιταζόμαστε και αρχίζει να κλαίει. Ένα δάκρυ βρέχει και το δικό μου μάγουλο. “Έτσι κακό δεν επεριμέναμε”, μου είπε. Η κ. Μαρούλα έχει μόλις επιστρέψει στο χωριό της. “Εφύαμεν.΄Ηρταν οι αστυνομικοί και οι πυροσβέστες και μας είπαν να φύουμεν. Έπαιζεν η καμπάνα”.

Οι νεαρότεροι του χωριού έγιναν η ασπίδα για τον τόπο τους. "Η γυναίκα μου έφυγε με τα παιδιά κι εγώ έμεινα εδώ", μου είπε ένας νεαρός πατέρας.

Περπάτησα για λίγο στο χωριό. Μια καμένη πλαγιά και σκόρπια καμένα σπίτια συνέθεταν το σκηνικό. Πέρασα έξω από ένα ελαιοτριβείο. Δεν είχε μείνει τίποτα. Συνάντησα ένα συνεργείο της ΑΗΚ. “Η βλάβη είναι τεράστια”, μου είπαν.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Δεν είχαν, ακόμη, επιστρέψει όλοι πίσω. Ο κοινοτάρχης μού είπε ότι πολλοί έμειναν σε συγγενείς τους γιατί εκεί ένιωθαν ασφαλείς. Η καταμέτρηση των ζημιών ήταν, ακόμη, σε εξέλιξη.

IMG-51ab871d35405ea9ab26677c793347c4-V.jpg

IMG-87da1a2a60e9c873b254014909562042-V.jpg

IMG-184bae3ad663960f5f2cefdac391347b-V.jpg

ΑΡΑΚΑΠΑΣ

Την επόμενη μέρα σπεύδω και πάλι στην καμένη γη. Προορισμός, αυτήν τη φορά, ο Αρακαπάς. Προσεγγίζοντας το χωριό, σοκάρομαι το ίδιο με την προηγούμενη μέρα. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Κρανίου τόπος. Τόσο κλισέ και συνάμα τόσο αληθινό. Είμαι μέσα στο αυτοκίνητο κι όπου κι αν κοιτάξω, βλέπω μαύρο. Σαν να πέρασε κάποιος κι έριξε μαύρη μπογιά.

Φτάνω στον Αρακαπά. Ένας εθελοντής, με καταγωγή απ’ το χωριό, συναισθηματικά φορτισμένος μού εξηγεί ότι τα μέρη όπου μεγάλωσε έχουν γίνει στάχτη.

Αρχίζω να περιηγούμαι στο χωριό. Ένα ζευγάρι, που μετακόμισε πρόσφατα στον Αρακαπά, περνά με το αυτοκίνητο να δει τι άφησε πίσω η καταστροφική πυρκαγιά. Σ’ ένα στενό, μια γιαγιά είχε μόλις επιστρέψει. “Είμαι 93 χρονών και δεν ξανάζησα κάτι τέτοιο” μού λέει και της σφίγγω το χέρι. Στην αυλή ενός άλλου σπιτιού, μια γυναίκα είναι εξοργισμένη. Μου δείχνει ένα καμένο λάστιχο νερού. Δεν έχει πόσιμο νερό, μένει μόνη και ζητά βοήθεια. Οι κάτοικοι μετρούν τις πληγές τους, είναι όλοι στο πόδι.

Πριν φύγω απ’ το χωριό, επισκέπτομαι το κατεστραμμένο σπίτι μιας 10μελούς οικογένειας Ρώσων, μόνιμων κατοίκων Αρακαπά. Οκτώ ανήλικα παιδιά, που είδαν τις φλόγες να πλησιάζουν. Θεέ μου! Ένα σταματημένο ρολόι μού κάνει εντύπωση. Οι δείκτες δείχνουν 6.30, ωσάν ο χρόνος να σταμάτησε την ώρα που το σπίτι τυλιγόταν στις φλόγες. Πάνω απ’ το ρολόι, ξεφτισμένες ζωγραφιές των παιδιών. Μα ό,τι κι αν κάηκε, δεν καίγονται τα όνειρα.

IMG-3497e1293cc7149687eed96ce1f8099d-V.jpg

IMG-6209b3ca1ffc1998b48283d092487a41-V.jpg

IMG-e92a319bfe2a2ab9b9cf1e9fd11b2c5a-V.jpg

ΜΕΛΙΝΗ

Τελευταίος σταθμός η Μελίνη. Οι κάτοικοι μαζεμένοι στο εστιατόριο του χωριού. Συνομιλώ με ένα ζευγάρι γεωργών. Έχουν χάσει τα πάντα. Η κ. Ελένη σκουπίζει τα δάκρυά της και μού λέει “θα ξαναπροσπαθήσουμε”.

Πλησιάζω τον κοινοτάρχη. Έκανε, εκείνη την ώρα, τους τελευταίους ελέγχους σ’ ό,τι αφορά την καταμέτρηση των ζημιών. Μου εξήγησε ότι οι περισσότεροι στο χωριό ασχολούνται με τη γεωργία και είδαν το βιος τους να καταστρέφεται. Μου εξηγεί πόσο σημαντικό είναι η Πολιτεία να σταθεί δίπλα τους. “Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Αν δεν λάβουμε βοήθεια, δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να κάνουμε, απ’ το να πίνουμε καφέδες”, μου είπε χαρακτηριστικά.

Φεύγοντας, οι άνθρωποι, που ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι, μου πρόσφεραν ένα μπουκάλι νερό. “Δεν είναι παγωμένο’’, μου είπαν. ‘‘Δεν έχουμε ρεύμα”. Μειδίασα για να κρύψω την αμηχανία μου και πήρα τον δρόμο του γυρισμού.